Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2015

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ

Ερνέστ Μαντέλ 1979

Η «Κομμουνιστική Κριτική» άνοιξε μια χρήσιμη και αναγκαία συζήτηση πάνω σ' αυτό που ονομάστηκε «η επίμονη κυριαρ­χία των ρεφορμιστικών μηχανισμών πάνω στην εργατική τάξη» της Δυτικής Ευρώ­πης. Τον καμβά σ' αυτή τη συζήτηση τον αποτελούν δυο ζητήματα ζωτικά για τους επαναστάτες μαρξιστές. Πώς εξηγείται με τρόπο υλιστικό η συγκεκριμένη διαμόρφωση του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη, συνυπολογίζοντας πολλές εθνικές παραλλαγές; Πώς αυτή η διαμόρφωση μπορεί να μετασχηματιστεί (τείνει να μετασχηματιστεί) στην κατεύθυνση της εμφάνισης εναλλακτικών ηγεσιών για την τάξη;
Λέγοντας ότι πρέπει να δώσουμε σ' αυτά τα ζητήματα μια υλιστική απάντηση, εννοούμε να συμπληρώσουμε μια μαρξιστική θεωρία του εργατικού κινήματος βασισμένη στη μαρξιστική θεωρία του καπιταλισμού, που ολοφάνερα υπάρχει κιό­λας και σε μια μαρξιστική θεωρία της εργατικής τάξης (που υπάρχει μόνο εν μέρει).
Όλοι οι συζητητές είναι σύμφωνοι να απορρίψουν κάθε μονόπλευρη ή μονοαίτια εξήγηση. Η εξήγηση της «επίμονης κυ­ιαρχίας των ρεφορμιστικών μηχανισμών» με την προδοσία τους είναι έκδηλα ανε­παρκής. Παραδεχόμενοι την προδοσία, πρέπει ακόμα να εξηγήσουμε γιατί αυτή μένει αποτελεσματική, δηλαδή γιατί συνεχίζεται να γίνεται ανεκτή εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα. Η εξήγηση με τις «αντικειμενικές συνθήκες» είναι επίσης ανεπαρκής. Δεν επιτρέπει να ληφθούν υπόψη πολλές εκρήξεις στη διάρκεια των οποίων μέσα στον 20ο αιώνα, οι μάζες κινούμενες κατά εκατομμύρια ολοφάνερα υπερφαλάγγισαν τα όρια δράσης που είχαν καθοριστεί από τα σταδιακά σχέδια των ρεφορμιστικών μηχανισμών.

Ο σύντροφος Βεμπέρ ισχυρίζεται ότι απορρίπτει κι αυτός επίσης κάθε εξήγη­ση αντικειμενικίστικη ή μονοαίτια. Δεν αμφισβητούμε καθόλου αυτήν την ομολογία πίστης. Αλλά είμαστε αναγκασμένοι να παρατηρήσουμε ότι εκφράζεται με αρκετά διφορούμενα ώστε ένα «υπερερμηνευτικό διάβασμα» της θέσης του να είναι δυνατό. Περιοριζόμαστε να παραθέσουμε δυο αποσπάσματα (θα μπορούσαμε να α­ναφέρουμε μισή ντουζίνα):
«Η σχετική σταθερότητα και η ευημε­ρία που προκλήθηκαν από την ιμπεριαλι­στική ανάπτυξη δημιουργούν... τις συν­θήκες της πρακτικής μιας ρεφορμιστικής πάλης της εργατικής τάξης των μητροπόλεων... Αυτή η πρακτική που διήρκεσε αρκετές δεκαετίες... αυξάνει την αξιοπι­στία της ιδέας ενός σταδιακού μετασχηματισμού του συστήματος» («Κομμουνιστική Κριτική», Νο 26, σ. 42).
«Η κυριαρχία των ρεφορμιστικών ηγε­σιών πάνω σ' αυτά τα (πλατιά) στρώμα­τα (του προλεταριάτου) δεν εξαρτάται από το γεγονός ότι τα εξαπατούν επιτή­δεια... αλλά αντίθετα από το γεγονός ότι εκφράζουν (και ενισχύουν) τις ίδιες ρεφορμιστικές αυταπάτες, τους ίδιους πόθους για μια αλλαγή χωρίς συγκρούσεις και δράματα, μέσα σε γενική αρμονία...» (στο ίδιο, σ. 43).
Θα ομολογήσει κανείς ότι αυτά τα αποσπάσματα, παρά τις συνηθισμένες δια­τυπώσεις που τα συνοδεύουν, αυξάνουν την αξιοπιστία της «μονοαίτιας» και μονόπλευρης θέσης: καπιταλιστική ευημερία = ρεφορμιστική πρακτική = ρεφορμι­στικές αυταπάτες των μαζών = κύρια βάση της επίμονης κυριαρχίας των μηχα­νισμών...
Όμως αυτή η θέση είναι επίσης ιδεαλιστική και μηχανιστική με τη θέση της προδοσίας. Ότι η ιστορία τριών τετάρτων του αιώνα υπαγορεύεται σε τελευταία ανάλυση από τις «αυταπάτες» δεν είναι καθόλου πιο υλιστική άποψη από τη θέση σύμφωνα με την οποία η «προ­δοσία» σε τελευταία ανάλυση την είχε προσδιορίσει. Δεν χρησιμεύει σε τίποτε για τη δικαιολόγηση της η δήλωση ότι οι «αυταπάτες» έχουν ένα οικονομικό βάθρο (τις συγκομισμένες μεταρρυθμίσεις). Οι υποστηρικτές της θέσης της «προδο­σίας» τονίζουν επίσης, και δικαιολογημέ­να, ότι αυτή βασίζεται στα υλικά συμφέ­ροντα των εργατικών γραφειοκρατιών που είναι αντίθετα με τα συμφέροντα των πλατιών μαζών. Και στις δύο περιπτώσεις εκείνο που λείπει είναι η σύνδεση με τα ταξικά συμφέροντα, τους ταξικούς ανταγωνισμούς τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και της αστικής κοινωνίας.

Μια ελλιπής περιγραφή της ιστορίας του εργατικού κινήματος
Δεν υπάρχει παρά μόνο μια υπόθεση εργασίας που θα αξιοποιούσε την εξήγηση της «επίμονης κυριαρχίας των ρεφορμιστικών μηχανισμών πάνω στο προλετα­ριάτο» με την «επιμονή των ρεφορμιστι­κών αυταπατών των μαζών»: είναι η υπόθεση για μια μακρόχρονη τάση άμβλυν­σης των εσωτερικών αντιφάσεων της α­στικής κοινωνίας, για μια τάση άμβλυν­σης των ταξικών αντιθέσεων και των τα­ξικών αγώνων ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη μισθωτή εργασία. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση ασφαλώς δεν θα έπρεπε να μιλάμε για «ρεφορμιστικές αυταπάτες». Θα έπρεπε να πούμε ότι η εργατική τάξη γί­νεται ρεφορμιστική στο μέτρο που η πραγματικότητα την πείθει ότι οι εκρηκτικές ταξικές συγκρούσεις ανήκουν πια στο παρελθόν και το συμφέρον της επομένως είναι να αγωνίζεται μόνο για ολοένα ευρύ­τερες μεταρρυθμίσεις.
Αυτή ακριβώς υπήρξε η θέση του Μπερνστάϊν, θέση που διατηρεί μιαν αξιοθαύμαστη συνοχή και ωμή ειλικρίνεια της θεωρητικής ανάλυσης αν την συγκρίνουμε με τις κατοπινές παραλλαγές (μα­ζί και την ευρωκομμουνιστική) αντίληψης των σταδίων που η θεωρητική ασυ­ναρτησία και η έλλειψη συνοχής είναι κραυγαλέες.
Ο Ανρί Βεμπέρ υποστηρίζει ότι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος και «η φοβερή δεκαετία του 1930» διαψεύσανε τον Μπερνστάιν. Αυτό είναι σωστό αλλά ελ­λιπές. Πραγματικά, παρακάμπτει το κύ­ριο ερώτημα που έθεσε ο Μπερνστάιν: υ­πάρχει, ναι ή όχι, μακροπρόθε­σμα, και χωρίς να αναφερθούμε απο­κλειστικά στους ιμπεριαλιστικούς πολέ­μους και στις καταστροφικές κρίσεις, επιδείνωση ή άμβλυνση των εσωτερικών αν­τιφάσεων της αστικής κοινωνίας, όξυνση ή απάλυνση των ταξικών ανταγωνισμών, επέκταση ή συρρίκνωση των πραγματι­κών ταξικών αγώνων;
Για μας η απάντηση είναι αναμφισβήτητη. Βέβαια, δεν πρέπει να γενικεύουμε με τρόπο καταχρηστικό, θα ήταν λά­θος να ξεχνούμε ότι πρόκειται για ένα κί­νημα κυκλικό και όχι για κίνημα ευθύγραμμο - αυτή είναι μια από τις κυ­ριότερες θέσεις μας. Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε σημαντικές εθνικές διαφο­ρές (η διαδοχική συσσώρευση ηττών και καταστροφικών οπισθοδρομήσεων, που έ­χει υποστεί το γερμανικό προλεταριάτο και που συνοψίζονται στα ονόματα Νόσκε - Χίτλερ - Ούλμπριχτ - Μπάντ Γκόνεσμπεργκ, προκάλεσε σ' αυτό μια καθίζηση της πολιτικής συνείδησης που δεν συγκρίνεται με κείνη του προλεταριά­του όποιας άλλης ευρωπαϊκής χώρας.
Όμως, πέρα από αυτή τη διαπίστωση, παραμένει αναμφισβήτητο ότι ανάμεσα στη βελγική απεργία του 1902, του 1912, του 1936 και εκείνη του 1960-1961, ανάμεσα στην απεργία των Γάλλων σιδηροδρομικών του 1920 (κορυφαίο σημείο των αγώνων που ξέσπασαν μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο), τον Ιούνη του 1936, τους αγώνες μετά την Απελευθέρωση και τον Μάη του 1968, ανάμεσα στις ιταλικές απεργίες του Νοέμβρη του 1920, της περιόδου 1945-1948 και εκείνες του 1969, ανάμεσα στη βρετανική γενική απεργία του 1926 και στα μεγάλα απεργιακά κύματα της δεκαετίας του 1970 στην Αγγλία, υπάρχει μια ανοδική και όχι καθοδική γραμμή, υπάρχει όχι μονάχα σημαντική αύξηση του αριθμού των μαχητών (γενικά μια αύξηση 300%), αλλά ακόμη και μια ριζοσπαστικοποίηση) των στόχων, όπως η αμφισβήτηση της καπιταλιστικής διαχείρισης, οι μορφές αγώνα και μάλιστα (όσο κι αν αυτό είναι λιγότερο γενικό) οι μορφές αυτοοργάνωσης. Ανάμεσα στις μεγάλες χώρες της Ευρώπης μόνο η Γερμανία αποτελεί (πρόσκαιρη) εξαίρεση για τους λόγους που α­ναφέραμε.
Από υλιστική άποψη δεν μπορεί να εξηγηθεί αυτή η μακροπρόθεσμη τάση πα­ρά ξεκινώντας από την επιδείνωση και όχι από την άμβλυνση των ταξικών αντι­φάσεων. Παράλληλα ο όρος «ρεφορμιστι­κές αυταπάτες» ξαναπαρουσιάζεται - αφού πρόκειται για μια προσδοκία αντίθετη με την πραγματι­κότητα. Μα ταυτόχρονα, η διατύ­πωση χάνει την ερμηνευτική αξία της. Πώς οι «ρεφορμιστικές αυταπάτες» επι­τρέπουν περιοδικούς αγώνες τέτοιας έκτα­σης, ενός βεληνεκούς τόσο αντικειμενικά εκρηκτικού, προεπαναστατικού, ακόμα και επαναστατικού στην αστική κοινωνία; Πώς μια πρακτική, που είναι περιοδικά τόσο έκδηλα αντικαπιταλιστική και εξωκοινοβουλευτική, μπορεί να συνδυάζεται με μια «ρεφορμιστική νοοτροπία» μακρο­πρόθεσμης διάρκειας;
Θα απαντήσουν ότι αυτές οι εκρήξεις, όσο κι αν είναι πραγματικές, αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα είναι η καθημερινή πρακτική και όχι η εξαιρετική πρακτική εκείνη που προσδιορίζει το επίπεδο της συνείδησης. Αυτή η αντίρρηση δεν είναι καθόλου αξιόλογη. Πρώ­τα δεν επιτρέπει να εξηγηθεί πως μια ερ­γατική τάξη εμφανώς ποτισμένη από βα­θιές «αυταπάτες σταδιακής εξέλιξης» μπο­ρεί απότομα να περάσει σε μορφές που είναι σε έκδηλη αντίθεση με κάθε «ρεφορμιστική νοοτροπία», θα αναφέρουμε ένα παράδειγμα:
Στα 1918-1919, ακόμα και στο 1920 (μετά το πραξικόπημα του φον Καπ), οι Γερμανοί εργάτες παίρνουν τα όπλα κατά δεκάδες χιλιάδες. Είναι νοητό μια νοοτροπία «ρεφορμιστικής και σταδιακής εξέλιξης», που υποθετικά δημιουργήθηκε από δεκαετίες «ρεφορμιστικής πρακτικής», να γεννά μια τόσο υπερταχεία αλλαγή, σε μερικούς μή­νες, κάτω από την επίδραση μονάχα ενός στρατού σε αποσύνθεση και μιας ένοπλης επίθεσης του αντιπάλου; Γιατί δεν έγινε τίποτε παρόμοιο στη Γαλλία και στην Ιταλία μετά το 1945, κυρίως όταν τα Δημοκρατικά Σώματα Ασφαλείας επεμβήκανε για να σπάσουν τις απεργίες, αφού η εμπειρία της Αντίστασης θα έπρεπε μάλλον να ενθαρρύνει τέτοιες πρακτικές;
Έπειτα, αυτή η αντίρρηση υποτιμά πο­λύ τους βαθιούς μετασχηματισμούς που οι μεγάλες εκρήξεις επιφέρουν και μέσα στη συνείδηση των μαζών και στην ανάδυση νέων πρωτοποριακών στρωμάτων (νέων «φυσικών ηγετών της τάξης») και επίσης στη διαμόρφωση του ίδιου του εργατικού κινήματος.

Η εναλλαγή των μορφών της ταξικής πάλης
Ας πάμε όμως παρακάτω. Όπως και η αντίληψη των «προδοτικών ηγεσιών», έτσι και οι αντιλήψεις της «ρεφορμιστικής πρακτικής» και των «ρεφορμιστικών (ή σταδιακών) αυταπατών» πρέπει να έχουν πολύ σχετικό και ποικιλόμορφο χαρακτή­ρα. Όλες αυτές οι αντιλήψεις περιέχουν ασφαλώς κάποιο πυρήνα αλήθειας, θα ήταν όμως απατηλή η χρησιμοποίηση τους με μονόπλευρη γενίκευση και όχι με τρό­πο διαφορικό.
Ας αρχίσουμε από την ιδέα των «ρεφορμιστικών αυταπατών». Με την ακρι­βή και γραμματική έννοια του, ο όρος αυτός σημαίνει μια κατάσταση συνείδησης όπου η μετάβαση στο σο­σιαλισμό αναμένεται από μια συσ­σωρευτική πρόσθεση μεταρρυθμίσεων που πραγματοποιούνται μέσα στο καπιταλιστικό καθεστώς. Κάνει καταχρηστική γενί­κευση όποιος ταυτίζει με τις «ρεφορμιστι­κές (ή σταδιακές) αυταπάτες» είτε την προτεραιότητα που δίνεται στον αγώνα για τις άμεσα πραγματοποιήσιμες μεταρ­ρυθμίσεις είτε τη σημασία που δίνεται στις εκλογικές διαδικασίες και στα νομο­θετικά μέτρα (κοινοβουλευτικές αυταπά­τες) είτε την εγκατάλειψη του σοσιαλιστι­κού σκοπού με μόνο σκοπό τη μεταρρύθμι­ση της υπάρχουσας κοινωνίας.
Για να πάρουμε ένα συγκεκριμένο πα­ράδειγμα: στα 1945, στα 1950 και στα 1951 η αγγλική εργατική τάξη ψήφισε το Εργατικό Κόμμα από «ρεφορμιστική αυταπάτη» με την αρχική έννοια του όρου. Περίμενε μια μετάβαση στο σοσιαλι­σμό από το δρόμο της συσσώρευσης μεταρ­ρυθμίσεων που θα πραγματοποιούσαν οι κυβερνήσεις των Εργατικών, μεταρρυθμίσεων εξάλλου που, μετά το 1945, υπήρ­ξαν πραγματικές και σημαντικές. Έχου­με βαθιά πεποίθηση ότι ύστερα από έξι διαδοχικές κυβερνήσεις των Εργατικών, το αγγλικό προλεταριάτο έχασε σε μεγά­λο βαθμό αυτές τις αυταπάτες. Αν ψή­φισε ακόμα κατά πλειοψηφία το Εργα­τικό Κόμμα, το 1979, μολονότι σε αναλο­γία πολύ πιο περιορισμένη από το 1951, αυτό δεν έγινε επειδή έλπιζε ότι ο Κάλλαχαν θα έφερνε το σοσιαλισμό από το δρόμο των μεταρρυθμίσεων (δεν υπήρχε καμιά υλική βάση για τέτοια αυταπάτη). Να υποθέσουμε ότι έχει τέτοια ανικανότητα να βγάλει συμπεράσματα ύστερα από 28 χρόνια εμπειρίας, είναι σαν να υπο­τιμούμε την εξυπνάδα του και την ορθοκρισία του.
Σήμερα ψηφίζει Εργατικό Κόμμα για να μην ψηφίσει το κόμμα των αφεντικών, επειδή δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση, αλλά σίγουρα όχι γιατί δεσμεύε­ται από την αυταπάτη αναμονής του σοσιαλισμού με την κοινοβουλευτική νομο­θεσία που κάνει το Εργατικό Κόμμα. (Αυτό ασφαλώς δεν σημαίνει ότι δεν μπο­ρεί να ξαναγεννηθεί η αυταπάτη προ­όδου προς το σοσιαλισμό από το δρόμο μιας εκλογικής νίκης των Εργατικών μέσα στο περίγραμμα μιας πο­λιτικής και κοινωνικής κατάστασης, και προπάντων μιας εσωτερικής κατάστασης στο Εργατικό Κόμμα, που θα είναι αισθητά διαφορετικές από εκείνες του 1979. Αλλά και σ’ αυτήν ακόμα την περίπτω­ση οι εμπειρίες, που αποκτήθηκαν από το 1945 και προπάντων από τις κυβερνήσεις των Εργατικών στις δεκαετίες του 1960 και του 1970, θα αφήσουν τη σφραγίδα τους πάνω στην κατάσταση της συνείδη­σης του βρετανικού προλεταριάτου).
Είναι ακόμα μεγαλύτερο λάθος να ταυ­τίζουμε τους αγώνες που έχουν επίκεντρο τις άμεσες (και γρήγορα επιτευκτές) διεκδικήσεις με τις «ρεφορμιστικές αυτα­πάτες». Τέτοιος χαρακτήρας των αγώνων μπορεί να προκύψει από πολλές παροδι­κές ή χρόνιες περιστάσεις: αναγκαιότη­τα να ξεπεραστούν τα αποτελέσματα των ηττών, πολύ δυσμενείς οικονομικές σχέ­σεις δυνάμεων, πολιτικές συνθήκες που κάνουν πρακτικά αδύνατη μια γενική α­ναμέτρηση με τη μπουρζουαζία, δυνατό­τητες να πραγματοποιηθούν σημαντικά ωφελήματα που θα ήταν ηλίθιο να τις χάσουμε, χαρακτήρας απόλυτος, φλογερός και επιτακτικός ορισμένων άμεσων στό­χων κτλ. Να πιστέψουμε ότι όλα αυτά εκφράζουν ή γεννούν αναγκαστικά μια «ρεφορμιστική νοοτροπία» ή «αυταπάτες σταδιακής εξέλιξης» είναι εντελώς αβά­σιμο. Χρειάζεται μια ολόκληρη συμπληρωματική και συγκεκριμένη ανάλυση για κάθε ειδική περίπτωση, για να δικαιολο­γηθεί ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Γενικότερα, πιστεύουμε ότι το να ανα­γάγουμε το επίπεδο συνείδησης του ορ­γανωμένου προλεταριάτου της Ευρώπης κατά την πριν από το 1914 περίοδο στις «ρεφορμιστικές αυταπάτες» ή στη «ρεφορ­μιστική νοοτροπία» είναι απολύτως αδικαιολόγητο και δεν επιτρέπει να λάβουμε υπόψη αυτό που επακολούθησε. Ας προσ­περάσουμε την περίπτωση την πιο φανε­ρή, της Ρωσίας. Όμως ας θέσουμε ένα ερώτημα: πώς γίνεται σε μια ολόκληρη σειρά χώρες της Ευρώπης, οι μισοί αν όχι οι περισσότεροι οργανωμένοι εργαζό­μενοι να περάσουν στις θέσεις της αντίθε­σης προς την ιερή ένωση, προς τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και να συμπαθήσουν τα σχέδια των συνολικών αντικαπιταλιστικών αγώνων, ακόμα και τα επαναστα­τικά σχέδια, σε διάστημα λι­γότερο από τρία χρόνια, κι αυτό πριν από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης; Να εξηγήσουμε αυτό με την εξαθλίωση που γέννησε ο πόλε­μος ολοφάνερα δεν είναι αρκετό. Αυτή η εξαθλίωση ήταν γενική.
Λοιπόν αυτό το φαινόμενο παρουσιά­στηκε σε ορισμένες χώρες και όχι σε άλ­λες. Η εξαθλίωση υπήρξε μικρότερη στο Βέλγιο, όπου η τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων έμεινε σοσιαλδημοκρατική παρά στην Ιταλία όπου η μεγάλη πλειο­ψηφία των μελών του Σοσιαλιστικού Κόμ­ματος πέρασε σε θέσεις κεντριστικές ή επαναστατικές; Γιατί οι Γερμανοί κεντριστές έμειναν μειοψηφία στο σχίσμα του 1917, ενώ οι Αυστριακοί κεντριστές κέρ­δισαν την πλειοψηφία του Σ.Κ. τον ίδιο χρόνο; Εξαιτίας του διαφορετικού βαθμού εξαθλίωσης; Γιατί μια ανάλογη εξέλιξη συντελέστηκε σε ορισμένες ουδέτερες χώ­ρες, όπως στην Ισπανία (Ματωμένη βδο­μάδα του 1917!) ή στη Νορβηγία (πέ­ρασμα σύσσωμου του Σ.Κ. στην 3η Διεθνή), όπου δεν υπήρξε ούτε εξαθλίωση ούτε κρίση κατάρρευσης του κράτους, αλ­λά μάλλον μια σχετική ευημερία που προ­κλήθηκε από την έξαρση της προσφοράς εφοδίων στους εμπολέμους;
Στην πραγματικότητα, η περίοδος η πριν από το 1914 χαρακτηρίζεται προ­πάντων, μέσα στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη, από τη σχεδόν συνεχή άνοδο του ρυθμού της οργανώσεως, του βαθμού της αυτοπεποίθησης της, της πίστης στην ε­πικράτηση του σοσιαλισμού μέσα σε σχε­τικά κοντινές προθεσμίες και με διαφο­ρές εμφανέστερες από χώρα σε χώρα του επιπέδου ταξικής συνείδησης. Αντίθετα από ένα μύθο πολύ διαδεδομένο, αλλά που δεν παύει να είναι μύθος, πριν από τον πόλεμο του 1914 υπήρξε μια φάση στα­σιμότητας, και μάλιστα οπισθοδρόμησης, των πραγματικών μισθών που προκλήθη­κε από την ακρίβεια της ζωής που δεν αντισταθμιζόταν πλήρως από τα ονομα­στικά εισοδήματα.1 Ήδη πριν από το 1914 οι προβλέψεις του Μπερνστάιν αποδείχτηκαν σφαλερές. Υπήρξε τότε μια όξυνση και όχι μια άμβλυνση των ταξι­κών αντιθέσεων. Ταυτόχρονα οι ταξικές συγκρούσεις και οι απεργίες έγιναν σκλη­ρότερες. Δεν εμφανίστηκε καθόλου γενί­κευση της πρακτικής της συνεργασίας των τάξεων.2
Να γιατί η συνθηκολόγηση της σοσιαλδημοκρατίας το 1914, που την αντιλήφθηκαν σαν τεράστια προδοσία οι μεν (μια σχετικά περιορισμένη μειοψηφία) και την ακολούθησαν παθητικά μέσα στην αποβλάκωση του σοβινιστικού κύματος οι άλλοι, φάνηκε σε πολλές χώρες σαν μια σύντο­μη διακοπή στη διεργασία οργανικής ανάπτυξης του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος που φαινόταν ακατάσχετη. Να γιατί η ριζοσπαστικοποίηση που άρχισε πριν από το 1914 μπόρεσε να συνεχιστεί τόσο γρήγορα. Να γιατί παντού - ακόμα και στις χώρες με ολοκληρωτική ρεφορμιστική υπεροχή μέσα στο εργατικό κίνημα - το 1918, το 1919, το 1920 σημειώνονται απτόητες κορυφώσεις του επιπέδου οργάνωσης και δράσης του ευρωπαϊκού προλεταριάτου.
Ας το ξαναπούμε: όλο αυτό είναι εντελώς ακατανόητο αν ξεκινήσουμε από την υπόθεση μιας «ρεφορμιστικής και σταδιακής νοοτροπίας που την γέννησαν δεκαετίες ρεφορμιστικής πρακτικής». Ο πόλεμος επιτάχυνε αυτή τη διεργασία. Η νίκη της επανάστασης την επιτάχυνε περισσότερο. Αλλά ούτε ο πόλεμος ούτε η Ρωσική Επανάσταση δεν μπορούσαν να γεννήσουν αυτή τη διεργασία. Η επικρατούσα νοοτροπία μέσα στην εργατική τάξη, η νοοτροπία που έχουν δεκάδες εκατομμύρια προλετάριοι, διαμορφώνεται αργόρυθμα στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών και δεν μπορεί να είναι κυρίως το προϊόν μερικών συγκλονιστικών γεγονότων, ακόμα και αν πρόκειται για γεγονότα τόσο σημαντικά όσο ένας πόλεμος και μια νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση.
Η απόρριψη της χωρίς αποχρώσεις αντίληψης των «ρεφορμιστικών και σταδιακών αυταπατών», που θα είχαν επικρατήσει μέσα στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη στην πριν από το 1914 περίοδο, παραπέμπει άμεσα σε μια κριτική εξέταση της έννοιας της «ρεφορμιστικής πρακτικής». Και εδώ επίσης πρέπει να προσέξουμε τις αποχρώσεις και να διορθώσουμε μια ολόκληρη σειρά ισχυρισμών που παίζουν κύριο ρόλο.
Ας αρχίσουμε από την πιο «παράδοξη» όψη. Πριν από το 1914 η πλειοψηφία του ευρωπαϊκού προλεταριάτου δεν απολάμβανε το δικαίωμα στην καθολική και ίση ψηφοφορία. Αντίθετα, ο αγώνας γι’ αυτή την καθολική ψήφο έπαιρνε τη μορφή μαζικών εκστρατειών και κινητοποιήσεων, συχνά θυελλωδών, που καταλήγανε τουλάχιστο σε τέσσερις χώρες (το Βέλγιο, την Αυστρία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία) και σε γενικές πολιτικές απεργίες (στη Φινλανδία με το πρότυπο μιας σοβιετικής οργά­νωσης σε εθνική κλίμακα που ξεπερνού­σε κατά πολύ εκείνο που είχε γνωρίσει στα τέλη του 1905 η Ρωσία). Αντί να είναι ένα στοιχείο «ειρηνικής και αρμονι­κής ενσωμάτωσης» της εργατικής τάξης στην αστική κοινωνία, αυτοί οι αγώνες για την καθολική ψήφο στάθηκαν ένας από τους κυριότερους συντελεστές για την αντικαπιταλιστική πολιτικοποίηση της ερ­γατικής τάξης. Αυτό είναι τόσο αληθινό ώστε η Ρόζα Λούξεμπουργκ, επιδιώκον­τας να παρορμήσει το γερμανικό εργατικό κίνημα στο δρόμο των μαζικών απερ­γιών, διάλεξε τολμηρά την πάλη για την εκλογή με καθολική ψήφο της Δίαιτας της Πρωσίας (που εκλεγόταν με το αισχρό σύστημα των «τεσσάρων τάξεων εκλογέων») σαν στόχο της καμπάνιας της.
Αλλά το πρόβλημα είναι πολύ γενικότερο. Από την ίδια τη φύση της, η εργα­τική τάξη δεν μπορεί να είναι σε κατάσταση «διαρκούς αγώνα», «διαρκούς απερ­γίας» ή διαρκούς υπερέντασης των προσπαθειών της για ριζικές μορφές πάλης. Έχει ανάγκη από ένα μισθό για να επι­ζήσει. Αυτό το μισθό μπορεί να τον έχει δουλεύοντας για το αφεντικό. Παίρνοντας αυτό το μισθό, «αναπαράγει» και «σταθεροποιεί» τον ίδιο του τον εχθρό, το Κε­φάλαιο, τουλάχιστο με δύο τρόπους: πα­ράγοντας υπεραξία (μ’ αυτό τον όρο παίρ­νει μισθό) ρευστοποιώντας ένα μέρος αυτής της υπεραξίας (αγοράζοντας καπιταλιστικά εμπορεύματα στην αγορά).
Μέσα στην καθημερινή ταξική πάλη η εργατική τάξη προσπαθεί να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής και δουλειάς της. Μπορεί να προσπαθεί να αυξήσει το μι­σθό, να περιορίσει την εβδομαδιαία ή κα­θημερινή διάρκεια της εργασίας. Αλλά τα κέρδη που πετυχαίνει έτσι, ακόμα και όταν είναι αληθινά, και όταν η αγοραστι­κή δύναμη μεγαλώνει, και όταν νέες ανάγκες ικανοποιούνται από το «κοινωνι­κά αναγνωριζόμενο κατώτερο όριο για τη διαβίωση», κι όταν η εβδομάδα των 60 ή 56 ωρών γίνεται 40ωρη, δεν αλλάζουν βασικά τις αλυσίδες που δένουν τους προλετάριους με το Κεφάλαιο. Συνήθως η εργοδοσία πετυχαίνει να αντισταθμίσει με την αύξηση της σχετικής υπεραξίας τα πλεονεκτήματα που οι εργαζόμενοι αποσπάσανε για την αγοραστική τους δύνα­μη και τη διάρκεια της εργασίας τους.
Και πάλι θα υποτιμούσαμε σοβαρά την εξυπνάδα και την ορθοκρισία των συνειδητών εργαζομένων αν υποθέταμε ότι α­διαφορούν γι' αυτή την κατάσταση: ότι κερδίζουν στη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν μπορούν καθόλου να το κερδίσουν και να το σταθεροποιήσουν στη σφαίρα της παραγωγής. Αρκεί να διαβάσουμε τα πρακτικά των πρώτων συνδικαλιστικών συνεδρίων που έγιναν στον κόσμο για να εντυπωσιαστούμε από τη μονιμότητα των διαμαρτυριών που επαναλαμβάνονται τα­κτικά αναφορικά με την επιτάχυνση των ρυθμών, με την αύξηση των κινήσεων που απαιτούνται (δηλαδή με την εντατικο­ποίηση της καταβαλλόμενης προσπάθειας) στη διάρκεια της εργάσιμης μέρας, με τον ολοένα πιο ανυπόφορο μόχθο της δουλειάς με το κομμάτι - διαμαρτυρίες που τις ξαναβρίσκουμε πάλι στο πρώτο πλάνο της εργατικής ζύμωσης κατά την περίοδο που άνοιξε το 1968 και που συ­νοδεύουν εδώ και τρία τέταρτα του αιώνα, αν όχι εδώ και ένα αιώνα, κάθε ανέβασμα του εργατικού κινήματος.
Με άλλα λόγια: η ένταση ανάμεσα στη συμπεριφορά του μισθωτού εργάτη σαν καταναλωτή (η φυσική του τάση να θέλει να πετύχει ένα μεγαλύτερο μισθό) και στη συμπεριφορά του σαν παραγωγού (η φυσική του τάση να θέλει να περιορίσει την παραγωγή υ­περαξίας) προκύπτει από την ίδια την προλεταριακή υπόσταση του, από το συγ­κεκριμένο και αντιφατικό τρόπο με τον οποίο ο μισθωτός συμμετέχει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Είναι δομι­κή, διαρκής, ανεξάρτητη από το (χαμη­λό, μέσο ή υψηλό) επίπεδο των μισθών. Δεν σχετίζεται λοιπόν καθόλου με μια εναλλαγή ανάμεσα στη «ρεφορμιστική νοοτροπία» και στις «επαναστατικές τά­σεις» ούτε αντικειμενικά ούτε υποκειμενι­κά. Χρειάζεται κάθε φορά μια «συγκεκριμένη ανάλυση μιας συγκεκριμένης κατά­στασης» για να προσδιοριστεί αν μισθολογικές διεκδικήσεις ή (και) διεκδικήσεις που αναφέρονται στην καπιταλιστική ορ­γάνωση της εργασίας (ή στην οικονομία και την κοινωνία την αστική στο σύνολο της) έχουν αντικειμενικές επιπτώσεις που «αποσταθεροποιούν» ή «ενσωματώνουν» στο σύστημα, αν υποκειμενικά κεντρίζουν ή αμβλύνουν την αντικαπιταλιστική συνεί­δηση του προλεταριάτου. Όλο αυτό εξαρ­τάται από το γενικό πλαίσιο που το προσδιορίζουν πολλοί συντελεστές.
Θα συναγάγουμε ένα συμπέρασμα πο­λύ σημαντικό: τίποτε στον αγώνα για τις άμεσες διεκδικήσεις, όποιες κι αν είναι, πολιτικές (δημοκρατικές) ή οικονομικές, δεν εγκυμονεί οποιοδήποτε μηχανιστικά αυτοματισμό μιας «ρεφορμιστικής νοοτροπίας» ή μιας «αυξανόμενης ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην αστική κοινωνία».3 Ακόμα κι αν οι μισθοί στις αποι­κιακές χώρες είναι απείρως χαμηλότεροι παρά στις ιμπεριαλιστικές χώρες - με­ρικές φορές δέκα φορές χαμηλότεροι ή και περισσότερο - αυτό δεν αντιφάσκει καθόλου με το αναμφισβήτητο γεγονός, που υπογραμμίστηκε ήδη από τον Μαρξ, ότι το ποσοστό της εκμετάλλευσης (το ποσοστό της υπεραξίας) είναι γενικά υψηλότερο στις ιμπεριαλιστικές χώρες παρά στις αποικιακές και μισοαποικιακές και ότι τεί­νει να αυξάνει. Αυτό το κε­φαλαιώδες γεγονός θεμελιώνει με τρόπο υλιστικό τη δυνατότητα μα­κροπρόθεσμα αντικαπιταλιστικής συμπερι­φοράς της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από την ύψωση των πραγματικών μισθών που μπορεί να παραταθεί επί μερικές δε­καετίες. Να επικαλεστεί κανένας εδώ σαν κύριο συντελεστή, που δρα αντίθετα, την έννοια των «ψίχουλων από τα αποικιακά υπερκέρδη», είναι σαν να στριμώχνεται σ’ ένα αδιέξοδο από τη στιγμή που θα ε­ρευνήσει την τάση των μισθών και την εργατική συμπεριφορά σε μια σειρά μισοαποικιακές μισοεκβιομηχανισμένες χώ­ρες. Το αργεντινό προλεταριάτο, το μεξι­κάνικο, το νοτιοκορεάτικο, το προλεταριάτο της Ταϊβάν ή εκείνο της Σιγκαπούρης, θα ήταν, κι αυτό επίσης, «διεφθαρμένο από τα ψίχουλα αποικιακών υπερκερδών»; Ωστόσο γνώρισε, επίσης κι αυτό, φάσεις αύξησης των πραγματικών μισθών που με­ρικές φορές κρατούνε χωρίς διακοπή πά­νω από μια δεκαετία.
Δεν θέλουμε ν’ αρνηθούμε κάθε αξία στις έννοιες της «εργατικής αριστοκρα­τίας» ή των «ψίχουλων από τα αποικιακά υπερκέρδη». Αυτές μπορούν επάξια να ενσωματωθούν σε μια γενικότερη θεωρία της στρωματοποίησης του προλεταριάτου, του ρόλου που το διεθνές, εθνικό, τομεακό κομμάτιασμα της αγοράς της εργατικής δύναμης παίζει στη διαφοροποίηση των μισθών και των επιπέδων συνείδησης. Αλλά αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν από μόνες τους τις μεγάλες μακροπρόθεσμες τάσεις της τιμής της εργατικής δύ­ναμης που, ανάμεσα σε δυο άκρα καθορι­σμένα από αντικειμενικούς νόμους, εξαρτώνται από το «συσχετισμό δυνάμεων α­νάμεσα στους μαχόμενους», όπως τόσο θαυμάσια το εξέφρασε ο Μαρξ.
Όταν οι πραγματικοί μισθοί αυξάνουν μακροπρόθεσμα, δεν πρέπει καθόλου να συμπεραίνουμε ότι αυτές οι μερικές κατα­κτήσεις αυτόματα επενεργούν για τη δια­φθορά ή την «ενσωμάτωση». Μπορούν να έχουν τέτοιο αποτέλεσμα (το είχανε παραδείγματος χάρη στη Μεγάλη Βρετανία στην κατοπινή από το χαρτισμό περίοδο), αλλά αυτό εξαρτάται τότε από ένα ευρύτερο περίγραμμα. Αν­τίθετα, σε ένα άλλο περίγραμμα, από το γεγονός ότι αυξάνει ο βαθμός αυτοπεποίθησης και η μα­χητικότητα της εργατικής τάξης (η όρεξη έρχεται τρώγοντας!), τέτοιες επιτυχίες μπορούν ακόμα να προκαλέσουν το ανέβασμα της ταξικής συνείδησης, επίσης και με την πολιτική, την αντικαπιταλιστική, έννοια του όρου.
Εξάλλου, για να παραφράσουμε τον ποιητή, «τίποτε δεν εξασφαλίζει ποτέ το προλεταριάτο», ούτε τις κατακτήσεις του, ούτε τη δύναμη του, ούτε το κλίμα του κατευνασμού και της συμφιλίωσης από μέρος του ταξικού εχθρού που οι ρεφορμιστές με τόση θέρμη ζητούν να δημιουργή­σουν. Ακόμα και σε περιόδους «ευτυχι­σμένες», αύξησης των πραγματικών μισθών (1880-1900, έπειτα 1950-1970 στη Δυτική Ευρώπη, για τις άλλες γεωγρα­φικές ζώνες αυτές οι περίοδοι έχουν άλλη χρονολόγηση) υπήρχαν οι περιοδικές κρί­σεις υπερπαραγωγής, οι απότομες φάσεις της ανεργίας, το φτώχεμα περιφερειακών στρωμάτων με την άνιση οικονομική ανά­πτυξη, η απόκλιση ανάμεσα σε ότι πε­τυχαίνουν οι οργανωμένοι εργαζόμενοι και σ’ αυτό που είναι ανέφικτο για τους ανοργάνωτους. Υπήρχε η υπερεκμετάλλευση των γυναικών, των νέων, των μεταναστών. Υπήρχαν οι θύλακες της εξαθλίωσης στα χωριά και στις πόλεις, τα πάμφτωχα στρώματα του υποπρολεταριάτου, που εί­χαν άλλωστε διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες πριν από το 1914 παρά σήμερα, εξαιτίας της απουσίας κοινωνικών ασφαλίσεων. Υπάρχει ο διαρκής φόβος του εργάτη, α­κόμα και του καλοπληρωμένου, να κα­τρακυλήσει απότομα στα στρώματα αυτά εξαιτίας της ανεργίας, του ατυχήματος στη δουλειά, της αναπηρίας, της αρρώστιας. Υπάρχει η αγωνία της εξαθλίωσης των γέρων συν­ταξιούχων. Φτάνει να α­ναλογιστούμε την έκταση των θεσμών όπως τα ενεχυροδανειστήρια ή τα ιδιωτι­κά φιλανθρωπικά έργα στις παραμονές του 1914 για να αντιληφθούμε ότι αυτός ο φόβος δεν ήταν καθόλου παράλογος.
Η αλληλεπίδραση αυτών των δυο συν­τελεστών - η αδυναμία για τη μπουρζουαζία να μεταμορφώσει τον προλετάριο σ' ένα «ενσωματωμένο πολίτη» μέσα στην παραγωγική διαδι­κασία και η βασική αστάθεια, η βα­σική ανασφάλεια της προλεταριακής υπόστασης - κάνουν αδύνατο έναν αυτόματο δεσμό ανάμεσα στην ανύψωση του βιο­τικού επιπέδου της εργατικής τάξης και τις ρεφορμιστικές «πρακτικές» και μάλι­στα «νοοτροπίες». Όλα εξαρτώνται από το ιστορικό περίγραμμα. Για να περιοριστούμε μονάχα σε μια πρόσφατη ιστορική αναφορά: οι δυτικογερμανικοί, γαλλικοί και ιταλικοί πραγματικοί μισθοί ανέβηκαν λίγο πολύ με την ίδια αναλογία στα χρό­νια 1953-1968 (αν δεν κάνουμε λάθος, η ποσοστιαία αύξηση υπήρξε κάπως μικρότερη στη Δυτική Γερμανία παρά στην Ιταλία). Στη Γαλλία και στην Ιταλία αυτό κατέληξε στις μεγαλειώδεις εκρήξεις του 1968-1969. Στη Γερμανία δεν έγινε κάτι παρόμοιο.
Μπορεί κανείς να πει ότι η πριν από το 1914 πρακτική της πάλης, η ουσιαστι­κά βασισμένη στις άμεσες διεκδικήσεις, επειδή δεν ήταν «φυσικά και από τη φύση της» ρεφορμιστική, συνέβαλλε στον ερχομό προεπαναστατικών και επαναστατικών κρίσεων; Θα ήταν ασφαλώς παράλογο να το ισχυριστεί. Βέβαια, είχαν υπάρξει τό­τε, εκτός από την ίδια τη ρωσική επανά­σταση του 1905 και τους αντίκτυπους της στη Φινλανδία, στιγμές σοβαρής πολιτι­κής κρίσης που ξεπερνούσαν καθαρά το «όριο ανοχής» ενός καπιταλιστικού καθεστώτος που λειτουργούσε ομαλά. Όμως, πρώτο, αυτές οι στιγμές είναι εξαιρετικά σπάνιες. Περιορίζονται σε μερικές από τις πιο αδύνατες ιμπεριαλιστικές χώρες (Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία). Και, προπάν­των, η μπουρζουαζία είναι απείρως καλύτερα οπλισμένη παρά μετά το 1914, για να μην πούμε μετά το 1944, για να τις αντιμετωπίσει, για να «ομαλοποιήσει» γρήγορα την κατάσταση.
Εδώ είναι που πρέπει να επέμβουν δυο στοιχεία συμπληρωματικά στην ανάλυση: ο προσδιορισμός της αλλαγής της εποχής που προκλήθηκε από το 1914, οι συνθή­κες που κάνουν δυνατή την εναλλαγή ανάμεσα στους καθημερινούς αγώνες της εργατικής τάξης και τις εκρήξεις τέτοιας έκτασης που απειλούν τουλάχιστο αντικειμενικά την επιβίωση του ίδιου του καπιταλιστικού καθεστώτος.
Ο σύντροφος Βεμπέρ ισχυρίζεται ότι η ιδέα του «ψυχορραγούντος καπιταλισμού» (προτιμούμε αυτή τη φόρμουλα από κείνη την πιο αντικειμενική, «της εποχής του παρακμασμένου καπιταλισμού») είναι κα­θαρά περιγραφική και περιορίζεται επο­μένως ουσιαστικά στην περίοδο 1914 - 1940 ή 1945 («Κομμουνιστική Κριτική», Νο 26, σ. 110). Για να μπορέσει να στη­ρίξει κανείς αυτή την πολύ περιορισμένη ερμηνεία, πρέπει να αναγάγει όλο το πρό­βλημα σε ένα προσδιορισμό καθαρά οικονομικίστικο, που είναι ακριβώς το αντί­στοιχο μιας παράλογης θέσης που υποστη­ρίζει η Διεθνιστική Κομμουνιστική Ορ­γάνωση επί τόσα χρόνια. Αφού υπάρχει μια οικονομική επέκταση πολύ μεγάλη α­νάμεσα στο 1948 και στο 1968 (ας πού­με καλύτερα τις αρχές της δεκαετίας του 1970), δεν υπάρχει φάση παρακμής του καπιταλισμού που να κρατάει. Επειδή υπάρ­χει ολοφάνερα παρακμή του καπιταλι­σμού, δεν μπορεί να υπάρχει ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, έλεγαν οι ηγέτες της ΔΚΟ (οι μεν ταυτίζουν επίσης, την οικονομική ανάπτυξη και την ανάπτυ­ξη των παραγωγικών δυνάμεων, που κα­ταλήγει στην άρνηση του ολοφάνερου, οι άλλοι ισχυρίζονται ότι μπορεί να υπάρχει παρακμή των παραγωγικών δυνάμεων και ταυτόχρονα γοργή οικονομική ανάπτυξη που καταλήγει σε μια ιδεαλιστική αναθεώ­ρηση, όχι λιγότερο παράλογη, της μαρξι­στικής έννοιας της παραγωγικής δύνα­μης).
Όμως αναλύσαμε ήδη λεπτομερώς αυτό το φαινόμενο στον «Ύστερο Καπιταλι­σμό». Απορούμε πως ο σύντροφος Βεμπέρ, ενώ αναφέρεται σε πολλές περιπτώ­σεις στο βιβλίο αυτό, δεν φαίνεται να αν­τιλήφθηκε αυτή την όψη της επιχειρη­ματολογίας. Ένας τρόπος παραγωγής παρακμάζει όχι επειδή οι παραγωγικές δυ­νάμεις παύουν να αναπτύσσονται με την απόλυτη έννοια του όρου, αλλά όταν η αντίφαση ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στις υπάρ­χουσες σχέσεις παραγωγής γίνεται εκρη­κτική, όταν έχει πια επιτευχθεί και ξε­περαστεί το μάξιμουμ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που οι υ­πάρχουσες σχέσεις πα­ραγωγής μπορούν να κλείσουν μέσα τους (είναι η κλα­σική φόρμουλα που χρησιμοποιεί ο Μαρξ στον πρόλογο του στη «Συμβολή στην κρι­τική της πολιτικής οικονομίας», όπου προσπαθεί να συνοψίσει συνθετικά τους γενικούς νόμους του ιστορικού υλισμού).
Από την άποψη αυτή, τα μετά το 1914 γεγονότα είναι εύγλωττα. Η διαδο­χή κρίσεων στρατιωτικών, πολιτικών, κοι­νωνικών, οικονομικών, πολιτιστικών είναι πραγματικά αδιάκοπη. Η «κρίση του αστικού πολιτισμού» είναι διαρκής και ανυποχώρητη. Οι καταστροφικές δυνατότη­τες, η σπατάλη, η «σαπίλα», για να πα­ραθέσουμε τον Λένιν, που συνοδεύουν την οικονομική ανάπτυξη, παίρνουν μια φοβε­ρή έκταση, εντελώς καινούργια. Η κρίση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής εκδηλώνεται ολοένα καθαρότερα. Επεκ­τείνεται σε όλους τους τομείς της κοινω­νικής ζωής. Συνοδεύεται από μια γενι­κευμένη κρίση όλων των αστικών κοινωνικών σχέσεων.
Αντί να διαψεύδει αυτή τη διάγνωση, η περίοδος της επιταχυνόμενης οικονομι­κής ανάπτυξης, που κρατά στην καπιταλιστική Ευρώπη και στην Ιαπωνία από το 1948 μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές της δεκαετίας του 1970, την επιβεβαιώνει με τρόπο πα­ταγώδη. Χρειάζεται να θυμίσουμε στο σύντροφο Βεμπέρ την ίδια του την ιστο­ρία και κείνη της Επαναστατικής Κομ­μουνιστικής Νεολαίας; Ο Μάης του 1968, ο μεγάλος αγώνας του γαλλικού προλετα­ριάτου, μια μάχη αντικειμενικά από τις πιο επαναστατικές στη Δυτική Ευρώπη μετά το 1923, ξέσπασε σε περίοδο πλήρους οικονομικής επέκτασης, ενώ δεν υπήρχε σημαντική ανεργία, ενώ οι εργαζόμενοι είχαν πίσω τους μια φάση βελτίωσης ε­ξαιρετικά υψηλής και παρατεταμένης του βιοτικού επιπέδου τους (που ο Μάης του 1968 εξάλλου την παρέτεινε μερικά χρό­νια ακόμη). Η ίδια παρατήρηση ισχύει και για τον «έρποντα ιταλικό Μάη» του 1969. Αυτό αποτελεί βέβαια την απόδειξη ότι ούτε η οικονομική επέκταση ούτε η καλυτέρευση του βιοτικού επιπέδου δεν θα μπορούσαν να σταματήσουν για πολύ την έκρηξη των κοινωνικών και οικονομικών αντιφάσεων που αποτελούν τον καμ­βά στην περίοδο της παρακμής του καπι­ταλιστικού τρόπου παραγωγής. Με κά­ποιο τρόπο μάλιστα την έχουν υποθάλψει, κυρίως διευρύνοντας με τρόπο επαναστα­τικό τις ανάγκες και τις επιθυμίες της εργατικής τάξης, σαν συνάρτηση επίσης της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνά­μεων, των αναγκών και των επιθυμιών που το καθεστώς βρισκόταν σε έκδηλη αδυναμία να τις ικανοποιήσει (αμοιβαία επιδρά ασφαλώς το γεγονός ότι η μεταστροφή του «μακρού κύματος», το τέλος της επιταχυνόμενης επέκτασης, επιδεινώ­νει σήμερα ακόμα πιο καθαρά τη διαρθρω­τική κοινωνική κρίση του παρακμασμένου καπιταλισμού).4
Ο σύντροφος Βεμπέρ σημειώνει, είναι αλήθεια, τις διαφορές ανάμεσα στη φάση της επέκτασης του 1945-1975 και κεί­νη του 1880-1914 (δεν συζητάμε τη χρονολόγηση δεν έχει σημασία μέσα σε τούτο το περίγραμμα): επέκταση των γραφειοκρατικοποιημένων εργατικών κρατών, αποικιακή επανάσταση κτλ. («Κομμουνι­στική Κρίση», Νο 27, σ. 112-113). Αλλά για να απομονώσει ακόμα περισσότερο τα οικονομικά φαινόμενα («τις δη­μιουργούμενες ευνοϊκές συνθήκες στην κά­θε μια περίπτωση για την άνθηση μιας ρεφορμιστικής πρακτικής πάλης της εργατικής τάξης»). Ακόμα μια φορά ξε­χνά την ίδια του την ιστορία και κείνη της οργάνωσης του. Μπορεί να εξηγηθεί και να κατανοηθεί ο Μάης του 1968 χωρίς να αναφερθεί ο πόλεμος της Αλγε­ρίας, ο πόλεμος της Ινδοκίνας και ο ρό­λος που αυτοί έπαιξαν στην εμφάνιση της Επαναστατικής Κομμουνιστικής Νεολαί­ας και του σπουδαστικού κινήματος; Μπο­ρούμε να καταλάβουμε το Μάη του 1968 αν δεν λάβουμε υπόψη τη γέννηση μιας νέας μαζικής πρωτοπορίας, των «παιδιών της κουβανικής και βιετναμικής επανά­στασης» που αναδύθηκαν από την κρίση του ρεφορμισμού και του σταλινισμού; Για ποιους λόγους, για πρώ­τη φορά από το 1914-1917, μια ολόκληρη γε­νιά που δεν ήταν εξάλ­λου μόνο σπουδαστών (ας θυμηθούμε τις εκρήξεις στην Καν και στη Μαν που προηγήθηκαν από την έκ­ρηξη του Παρισιού) δεν ελκύστηκε από τους παραδοσιακούς ρεφορμιστικούς μηχανισμούς αλλά έδρασε ανεξάρτητα από αυ­τούς; Ο Μάης του 1968 θα ήταν δυνατός χωρίς αυτό το φαινόμενο;
Κατανοώντας αυτό που άλλαξε από το 1914, δηλαδή ένα ποιοτικά ανώτερο βαθμό εκρηκτικότη­τας των αντιφάσεων που ξεσκίζουν τον καπιταλιστικό κόσμο και ένα ποιοτικά ανώτερο βαθμό αστάθειας του αστικού καθεστώτος - μαζί και του αστικού κρά­τους - αντιλαμβανόμαστε ταυτόχρονα γιατί ένας τύπος ταξικών αγώνων που ήτανε σχεδόν αδύνατοι πριν από το 1914, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις, μπορούσαν να αναπαραχθούν πολύ πιο γρήγορα μετά το 1914. Βέβαια, και εδώ επίσης, πρέ­πει να προσέξουμε τις αποχρώσεις και τις διακρίσεις από χώρα σε χώρα. Όμως, όποιος μελετά τη μετά το 1914 πολιτική και κοινωνική ιστορία θα παραδεχτεί ότι πολλαπλασιάζονται οι μαζικοί αγώνες τέ­τοιας έκτασης που μπορούν να κλονίσουν βαθιά, αν όχι να απειλήσουν βραχυπρόθε­σμα την ίδια την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας, πράγμα που ήταν αδύνατο πριν από το 1914. Αν συγκρίνουμε τη σημε­ρινή σταθερότητα της κοινωνίας και του κράτους, δηλαδή της ταξικής κυριαρχίας του Κεφαλαίου, στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Ιταλία με κείνη που υπήρχε πριν από το 1914 θα φανεί με τον πιο συνθετικό τρόπο ότι δεν υπάρχει κανένα κοινό μέτρο.
Είναι αλήθεια ότι πριν από το 1914, αισθανόμενη τη σταθερότητα και τη δύναμη του αντιπάλου, η εργατική τάξη α­πέφευγε, και η ίδια επίσης, από ένστικτο, αναμετρήσεις δυνάμεων που θα κινδύνευε να τις χάσει. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε ούτε γενικές απεργίες, ούτε μαζικές α­περγίες, ούτε οικονομικές απεργίες που σκληραίνανε προοδευτικά, ούτε εξωκοινοβουλευτικές μαζικές δράσεις με πολιτι­κούς στόχους. Αυτό δεν εμπόδιζε ούτε μιαν ανάπτυξη της ταξικής συνείδησης ούτε μια νοοτροπία βαθιά αντικαπιταλιστική. Όλο αυτό δύσκολα μπορεί να στριμωχτεί στη φόρμουλα «ρεφορμιστική πρακτική».
Ασφαλώς, σε μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά που αποτελούν την ε­ξαίρεση και όχι τον κανόνα, υπήρξε επικράτηση σταδιακών αυταπατών σε ορισμένα συνδικάτα προνομιούχων επαγγελ­μάτων στη Μεγάλη Βρετανία, έξω από την Ευρώπη στο «γκομπερσικό» συνδικα­λιστικό κίνημα στις Ενωμένες Πολιτείες, σε ένα μέρος του συνδικαλιστικού κινήματος στην Αυστραλία.
Βέβαια επίσης, στο γεγονός της εμμο­νής, χοντρικά, σε αγώνες για τις άμεσες διεκδικήσεις, στη θέληση αποφυγής ανα­μετρήσεων δύναμης, εκτός από εξαιρετι­κές στιγμές, υπήρξε σύμπτωση ανάμεσα στη στάση της εργατικής μάζας και στην «παλιά δοκιμασμένη τακτική» των συνδικαλιστικών ηγετών. Να ο «λογικός πυρήνας» της θέσης του συντρόφου Βεμπέρ. Αλλά αυτή η σύμπτωση παρουσιάζει πολ­λές αμφιλογίες.
Πρώτο, στην πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών ηγετών η θέληση ν’ αποφύ­γουν μια μετωπική σύγκρουση με τον τα­ξικό εχθρό εξέφραζε ήδη ολοένα περισσό­τερο το συντηρητικό φόβο από μια τέτοια μάχη, φόβο που δεν είχε καμιά σχέση με συγκυριακή εκτίμηση των σχέσεων δυνάμεων, αλλά που ήταν συνάρ­τηση μιας πραγματικής ενσωμάτωσης στο αστικό καθεστώς. Το 1914 και ακόμα το 1918 επιβεβαίωσαν αυτό το γεγονός.
Αντίθετα, μέσα στο κεφάλι της πλειοψηφίας των οργανωμένων εργαζόμενων, τουλάχιστο σε μια σειρά χώρες, δεν υ­πήρχε τέτοιο κίνητρο. Μόλις η εξουσία αποσταθεροποιούνταν, η επικρατέστερη τάση της πάλης των τάξεων ήταν η γορ­γή ριζοσπαστικοποίηση των στόχων και των μορφών της πάλης, ακόμα και με το ενδεχόμενο μιας μετωπικής σύγκρουσης με τη μπουρζουαζία και το κράτος της.
Έπειτα, η πρακτική των ελιγμών λοξοδρόμησης, της τακτικής των συμβιβα­σμών, υψωμένη στο επίπεδο στρατηγικής αρχής κατέληξε βαθμιαία μέσα στο σο­σιαλδημοκρατικό μηχανισμό σε μια θετι­κή στάση απέναντι στο αστικό καθεστώς. Αυτή είχε, με τη σειρά της, μια πραγμα­τική βάση. Η μπουρζουαζία - τουλάχι­στον η πιο διορατική πτέρυγα της - είχε παύσει να θεωρεί αυτούς τους ρουτινιάρηδες και αστοποιημένους ηγέτες σαν επι­κίνδυνους. Ήδη, τους είχαν γίνει επανειλημμένα προσφορές, σε πολλές χώρες, να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις συνασπισμού.
Η κατάσταση της εργατικής τάξης έμενε βασικά διαφορετική. Πουθενά η εργοδοσία δεν είχε κλονιστεί, εξασθενήσει, ή καθηλωθεί σε τέτοιο σημείο ώστε να αναζητήσει τη σω­τηρία της σε προσφορές λίγο - πολύ μόνιμης ταξικής συνερ­γασίας με τους συνδι­καλιστικούς αντιπροσώπους των εργατών στις επιχειρήσεις. Η ταξική πάλη, εκεί, διατηρούσε μια όψη πολύ σκληρότερη, πο­λύ αμεσότερη. Η αντισυνδικαλιστική κα­ταπίεση υπήρξε ο κανόνας, όχι η εξαίρε­ση. Δεν υπήρχε λοιπόν αντικειμενική βά­ση, «άμεσο δεδομένο της εμπειρίας» που να έκανε αξιόπιστη την ιδέα της συνεργα­σίας εργοδοσίας - συνδικάτων. Η μεγάλη στροφή σ’ αυτό έγινε αργότερα, το 1918.
Απ’ όλο αυτό συνάγεται, ότι αντί να εξελίσσονται παράλληλα ή να αλληλοπροσεγγίζουν, η νοοτροπία μιας σημαντι­κής μερίδας του εργαζόμενου προλετα­ριάτου και εκείνη της ρεφορμιστικής γραφειοκρατίας, εξελίχτηκαν σε αντίθετες κατευθύνσεις, ήδη πριν από τον πόλεμο του 1914. Μια ιδιαίτερη συγκυρία που προκλήθηκε από τον πόλεμο και την προδοσία των ρεφορμιστών αρχηγών τον Αύγουστο του 1914 συγκάλυψε για μια περίοδο αυ­τή την αυξανόμενη ασυμφωνία. Από το 1916-1917 όμως αυτή εκδηλώνεται καθαρά και σε μια κλίμακα κολοσσιαία. Κα­μιά άλλη ερμηνεία της ταξικής πάλης και της ταξικής συνείδησης, πριν από το 1914, δεν επιτρέπει να εξηγηθεί η τερά­στια ανασύνθεση του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος που αρχίζει από το 1916-1917 και φτάνει ως το 1928 (σε μερικές χώρες ως το 1936-1937) και που προκαλεί μετατοπίσεις κομματικών δυνάμεων υπολογιζόμενες κυριολεκτικά σε εκατομμύρια εργαζόμενους. Για να εξηγηθούν οι αισθητές κατά χώρες διαφορές στην έκταση αυτής της ανασύνθεσης, για να προσδιοριστούν τα όρια της, για να εξηγηθεί επίσης η ανωριμότητα των νεα­ρών κομμουνιστικών κομμάτων, ακόμα κι όταν συμβαίνει να είναι μαζικά κόμματα όπως το γερμανικό Κ.Κ. μετά το 1921, πρέπει να συνυπολογιστούν συμπληρωμα­τικοί συντελεστές αναφερόμενοι στην πριν από το 1914 ιστορία της πάλης των τά­ξεων.
Πρώτον, αν μια μακρόχρονη περίοδος τα­ξικών αγώνων με κέντρο τις άμεσες διεκ­δικήσεις δεν γεννάει αναγκαστικά «στα­διακές αυταπάτες» και «ρεφορμιστική νοο­τροπία», δημιουργεί αναπόφευκτα ένα άλ­λο φαινόμενο: την έλλειψη έμπειρων και σφυρηλατημένων στελεχών για άλλες μορ­φές αγώνων. Ανάλογα με τη συχνότητα και την έκταση ριζοσπαστικών αγώ­νων σε κάθε χώρα, πριν από το 1914, η πρωτοπορία με το μίνιμουμ προετοιμασίας της για αγώνες άλλης φύσης (που γίνονται συχνότεροι μετά το 1916-1917), ήταν αντίστοιχα πλατιά, περιορισμένη ή πρακτικά ανύπαρκτη. Αυτό είχε επιπτώσεις ευδιάκριτες πάνω στους ρυθμούς και στην κατάληξη της ανασύνθεσης του εργατικού κύματος σε κάθε χώρα, κατά και μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έπειτα, η αλλαγή της περιόδου συνεπαγόταν μια αναγκαία αλλαγή της τακτικής και της στρατηγικής. Όμως η τακτική και η στρατηγική δεν αποκτών­ται μονάχα από την πείρα. Απαιτούν ε­πίσης πολιτικό, θεωρητικό, προγραμματι­κό ξεκαθάρισμα. Σ’ αυτό το σημείο υπήρ­ξε μια μεγάλη καθυστέρηση μέσα στην, πριν από το 1914, σοσιαλιστική αριστερά, παρόλο που η προσπάθεια για το ξεκα­θάρισμα των απόψεων υπήρξε πραγματι­κή (σε διαφορετικούς βαθμούς από χώ­ρα σε χώρα). Η δυνατότητα, η ικανότη­τα, η θέληση να μεταδοθεί σε ευρύτερα εργατικά στρώματα αυτό το ξεκαθάρισμα διαφέρανε πιο πολύ ακόμα από χώρα σε χώρα, καταλήγοντας σε όχι λιγότερο δια­φορετικούς συσχετισμούς των δυνάμεων ανάμεσα σε συνεπείς διεθνιστές μαρξιστές, σε κεντριστές της αριστεράς, κεντριστές της δεξιάς και υπεραριστερούς σ’ ολόκληρη την περίοδο 1916-1921. Αυτό με τη σειρά του βάρυνε πολύ πάνω στους ρυ­θμούς και το πραγματικό περιεχόμενο της ανασύνθεσης του εργατικού κινήματος.

Η περιοδοποίηση των ταξικών αγώνων
Δεν αμφισβητούμε λοιπόν ότι το 1914-1918 αποτελεί μια τομή. Αλλά βλέ­πουμε προπάντων την αιτία στη ριζική αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις, στην ποιοτική εξασθέ­νιση του αστικού καθεστώτος. Αυτό έκανε δυνατούς, αναπόφευκτους και προπάν­των συχνούς, τους αγώνες διαφορετικής φύσης από κείνους που επικρατούσαν πριν το 1914. Αλλά δεν υπήρξε ούτε τομή στην επικρατούσα νοοτροπία του οργανω­μένου προλεταριάτου, τουλάχιστο σε μια σειρά χώρες, ούτε προπάντων αλλαγή στη γενικά ανοδική τάση του εργατικού κινήματος, της εργατικής μαχητικότητας και της ταξικής συνείδησης. Η μόνη α­ληθινή διαπίστωση είναι ότι επιταχύνθη­κε ο ρυθμός των εξελίξεων, όχι ότι άλ­λαξε κατεύθυνση.
Έτσι είναι μια άλλη τομή που πρέπει να αναζητήσουμε για να εξηγήσουμε τη μεταστροφή της ανερχόμενης τάσης των εργατικών αγώνων και της ταξικής συ­νείδησης. Τούτη η άλλη τομή τοποθετεί­ται ακριβώς στη διάρκεια της περιόδου που ο σύντροφος Βεμπέρ χαρακτηρίζει σαν τόσο ευνοϊκή για το ξέσπασμα μιας επαναστατικής νοοτροπίας, και μάλιστα για τη «σύγκρουση με τη ρεφορμιστική νοοτροπία»: στη δεκαετία του 1930.
Βέβαια, και εδώ επίσης πρέπει να επισημάνουμε τις διαφορές από χώρα σε χώρα. Στην Ιταλία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία η τομή βρίσκεται ήδη στη διάρ­κεια της δεκαετίας του 1920. Στη Μεγάλη Βρετανία μπορούμε να συζητήσου­με αυτό που έγινε ανάμεσα στην ήττα της γενικής απεργίας του 1926 και τον τραυματικό κλονισμό του 1931 (ρήξη του πρωθυπουργού των Εργατικών Μακ Ντόναλντ με το κόμμα του). Στη Γερμανία και στην Αυστρία, αν οι αποφασι­στικές ήττες βρίσκονται στο 1933 και στα 1934-1938, μικρότερες ήττες, αλ­λά χωρίς επιπτώσεις στην κατοπινή εξέλιξη των γεγονότων, σημειώνονται το 1923 και το 1927. Αλλά πιστεύουμε ότι κα­μιά απ’ αυτές τις ήττες δεν έκανε αδύνατες, στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, τις αποφασιστικές νίκες. Αυτό φαίνε­ται καθαρότερα στη Γαλλία και στην Ι­σπανία, όπου σημειώθηκαν πρόσκαιρες ο­πισθοδρομήσεις της εργατικής μαχητικό­τητας στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920, αλλά που δεν εμποδίσανε καθόλου τις θεαματικές ανόδους του 1931, 1934, 1936 στην Ισπανία, του 1934-1937 στη Γαλλία.
Η φύση αυτής της δεύτερης τομής στην ιστορία του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος είναι φανερή: ήττες ιστορικής έκτασης σπάζουν για μια μεγάλη περίοδο τον αναρχικό χαρακτήρα της μαχητικότητας και της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου. Η έκταση της ήττας παραλλάζει από χώρα σε χώρα (δεν υπάρχει κοινό μέτρο σύγ­κρισης Χίτλερ και Πεταίν). Αλλά είναι βέβαιο ότι μετά το 1923, το 1933 και προπάντων το 1937 γίνεται καθοριστικό το συσσωρευτικό αποτέλεσμα όλων αυτών των ήττων (στη σειρά των οποίων πρέ­πει ασφαλώς να προσθέσουμε την ιστορικά βαρύτερη κατά κάποιο τρόπο ήττα: την πολιτική απαλλοτρίωση του σοβιετικού προλεταριάτου από τη σταλινική γραφειοκρατία). Βρισκόμαστε τώρα μπροστά σε μια ευρωπαϊκή εργατική τάξη που η αυ­τοπεποίθηση της, η συνολική μαχητικότητα της, η πίστη της στο σοσιαλιστικό μέλλον της ανθρωπότητας, η ταξική συνεί­δηση της έχουν βαθιά κλονιστεί και υποχωρήσει για μια μεγάλη περίοδο.
Είναι αλήθεια ότι κατά και μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο σημειώθηκε μια νέα σημαντική άνοδος της εργατικής μαχητικότητας. Και πάλι εδώ είναι χτυπητές οι διαφορές κατά χώρες. Δεν υπάρ­χει σύγκριση ανάμεσα στη νέα αυτή άνο­δο στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα (όπου πήρε μορφή επαναστατική) και σε μικρότερο βαθμό στην Ιταλία και στη Γαλλία, από το ένα μέρος, και στην ά­νοδο σε μια σειρά χώρες όπου αυτή υπήρ­ξε είτε σχεδόν μηδαμινή είτε περιορίστη­κε σε αγώνες στρωμάτων πολύ μειοψηφι­κών, από το άλλο μέρος. Αλλά δεν είναι εδώ το βάθος του ζητήματος.
Το μεταπολεμικό κύμα ξεκίνησε από ένα επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης ποιοτικά χαμηλότερο από εκείνο του 1918. Εδώ και πουθενά αλλού - ασφαλώς όχι στην ανεπτυγμένη δύναμη της μπουρζουαζίας, στην ανεπτυγμένη ικανότητα του ιμπεριαλισμού ή στις αποτελεσματικότερες μανούβρες των μηχανισμών τους - βρίσκεται ο κύριος λόγος της ευκολίας με την οποία ρεφορμιστές και σταλινικοί μπόρεσαν να καναλιζάρουν το κύμα 1944-1948 με μιαν αποτελεσματικότητα ποιοτικά ανώτερη παρά το 1918. (Σ' αυτή την κύρια αιτία μπορούμε βέβαια να προσθέσουμε δευτερεύουσες αιτίες όπως η εξαιρετική αδυ­ναμία το 1944 των οργανωμένων επαναστατικών πυρήνων. Επίσης η παρουσία κεντριστικών συνδικαλιστικών ρευμάτων, όπως το ρεύμα Ρενάρ στο Βέλγιο, επέτρεψε να προβληθεί μια εργατική αντίσταση ισχυρότερη στα 1944-46 στην προδοτική πολιτική των μηχανισμών παρά στις περισσότερες άλ­λες χώρες).
Το κύμα 1944-1946 κατέληξε λοι­πόν με τη σειρά του σε μια ήττα της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης. Αυτή η ήττα είναι που δημιούργησε τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες ενός οικονομικού «μπουμ» (ξεχάστηκαν κάπως γρήγορα οι συνθήκες της αστάθειας και του οικονομι­κού χάους της πε­ριόδου αμέσως μετά τον πόλεμο), για το οποίο άλλωστε μια από τις «καθαρά» οικονομικές πηγές υπήρξε η επίτευξη σημαντικής και μακροπρόθεσμης αύξησης του ποσοστού της υπερα­ξίας, επομένως του ποσοστού κέρδους, ε­πομένως το ρυθμού συσσώρευσης του κε­φαλαίου, που την έκαναν δυνατή οι εργα­τικές ήττες (φασισμός, πόλεμος, ψυχρός πόλεμος).
Αλλά οι ήττες του 1947-1948 (του 1950 στη Μεγάλη Βρετανία) είναι ήττες πιο περιορισμένες, πιο μέτριες από εκείνες στις δεκαετίες 1920 και 1930. Η οπισθοχώρηση δεν έθιξε καθόλου την ύπαρξη των μαζικών εργατικών οργανώ­σεων (εκτός από την Ελλάδα). Αν πά­νω στη μέση συνείδηση των μαζών είχε επιδράσεις πραγματικές και αρνητικές, αυτές είχαν τις αποχρώσεις τους: υπήρ­ξαν μικρότερες στην Ιταλία παρά στη Γαλλία, πολύ πιο περιορισμένες στη Μεγάλη Βρετανία παρά στη Δυτική Γερμα­νία. Και προπάντων: επικαλύφθηκαν εν μέρει από τους αντίχτυπους που σημείω­σαν στην αντίθετη κατεύθυνση δυο ευρύ­τερες ιστορικές διεργασίες: από το ένα μέρος, οι λαμπρές νίκες της παγκόσμιας επανάστασης έξω από την Ευρώπη, προπάντων η νίκη της κινέζικης επανάστα­σης το 1949 και τα επακόλουθα της και από το άλλο μέρος, το δυνάμωμα της εργατι­κής τάξης από άποψη αριθμητική, πολι­τιστική, ακόμα και της μέσης ειδίκευσης της (αυτό το τελευταίο σημείο αμφισβητείται περισσότερο) που υπήρξε το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της μεταπολεμικής επιταχυνόμενης οικονομικής ανάπτυξης.
Οι επιδράσεις αυτών των δυο ιστορικών διεργασιών έγιναν πρώτα αισθητές από έναν αργό μετασχηματισμό του συ­σχετισμού των ταξικών δυνάμεων. Έπει­τα έγιναν αισθητές στον τομέα της ταξι­κής συνείδησης. Μετά τη φάση των «μοριακών» μεταβολών που εκτείνονται στη δεκαετία του 1960, ακολούθησε ο κεραυ­νός του Μάη 1968 που άνοιξε μια νέα περίοδο άνθησης της μαχητικότητας, της ριζοσπαστικοποίησης των αγώνων και της ταξικής συνείδησης του προλεταριάτου, παρόμοια με εκείνη, διατηρώντας τις αναλογίες, που ακολούθησε τον 1ο Παγ­κόσμιο Πόλεμο. (Λέγοντας παρόμοια, δεν εννοούμε βέβαια ταυτόσημη, κάθε άλλο! Η έλλειψη ενός πόλου έλξης και έμπνευσης σαν εκείνου που εξασφάλισε τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης γίνεται ωμά αισθητή).
Η δική μας περιοδοποίηση της ιστορίας των ταξικών αγώνων και του εργα­τικού κινήματος στην Ευρώπη είναι λοιπόν αισθητά διαφορετική από εκείνη του συντρόφου Βέμπερ. Νομίζουμε ότι ανταπο­κρίνεται καλύτερα στην πραγματικότητα, δηλαδή ότι απεικονίζει καλύτερα το πρα­γματικό κίνημα της ταξικής πάλης, που μπορεί επίσης να προσμετρηθεί. Η διαφορά συνοψίζεται σ' αυτό: για το σύντροφο Βεμπέρ υπάρχει κάποια εσωτερική και καθοριστική συσχέτιση (δεν τον κατηγορούμε για πλήρη και απόλυτη συσχέτιση) ανάμεσα στους μεγάλους κύκλους της συμπεριφοράς και της νοοτροπία του προλεταριάτου από τη μια μεριά και στα «μακρά κύματα» της οικονομίας (είτε είναι επεκτατικά είτε είναι πτωτικά) απ’ την άλλη. Για μας, αντίθετα, οι κύκλοι των ταξικών αγώνων (σε κάθε χώρα, σε κάθε τμήμα της Ευρώπης και στο σύνολο της Ευρώπης) είναι σχετικά αυτόνομοι από την οικονομική συγκυρία. Προσδιορίζονται από την εσωτερική διαλεκτική της εργα­τικής τάξης και του εργατικού κινήματος και από το μεγάλο ιστορικό περίγραμμα στο σύνολο του. Το συσσωρευτικό αποτέλεσμα των περασμένων ηττών ή νικών, η καθοδική ή ανοδική τάση της δύναμης κρούσης των οργανωμένων εργατών, που δεν εξαρτώνται άμεσα από τις οικονομικές συνθήκες και που είναι πιο σημαντι­κές από αυτές για να δείξουνε τη γενική τάση, η σχετική έκταση και ριζοσπαστικοποίηση των αγώνων, επεμβαίνουν εδώ με τρόπο καθοριστικό.
Βέβαια δεν υπερασπίζουμε τη θέση - που θα ήταν απαράδεκτη για ένα μαρ­ξιστή - ότι δεν υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στις μεγάλες (μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες) μεταστροφές της οικονομικής συγκυρίας και στις δυνατότητες και εκβάσεις των εργατικών αγώνων. Λέ­με ότι οι μεγάλοι κύκλοι της πάλης των τάξεων είναι σχετικά ανεξάρτητοι από τις μακροπρόθεσμες οικονομικές διακυμάνσεις και ότι δεν υπάρχει καμιά απόδειξη ούτε καμιά λογική στους συσχε­τισμούς του τύπου: η οικονομική άνοδος σημαίνει (ή ευνοεί) ρεφορμιστικούς αγώ­νες, η σχετική στασιμότητα και οι οικο­νομικές κρίσεις σημαίνουν (ή ευνοούν) επαναστατικούς αγώνες.
Η επίπτωση της συγκυρίας πάνω στους επαναστατικούς αγώνες και τις δυνατές εκβάσεις τους είναι πραγματική. Πρέπει ωστόσο να μεταβιβαστεί από τους εξής συντελεστές: πώς η εργατική τάξη είναι ικανή να αντιδράσει σε τούτη ή σ’ εκείνη τη μεταστροφή της συγκυρίας (τη γοργή καθώς και τη μακροπρόθεσμη), ε­ξαρτάται από τη δύναμη που έχει συγκεντρώσει στην προηγούμενη φάση; Πώς βλέπει τις αλλαγές που συντελούνται στις δικές της συνθήκες ύπαρξης; Σαν το μοι­ραίο προϊόν ενός αναντικατάστατου καθεστώτος ή σαν το προϊόν των ίδιων των αγώνων της; Σε ποιο βαθμό είναι ιδεο­λογικά και πολιτικά προετοιμασμένη για να αντιμετωπίσει απότομες (ή πιο μακροπρόθεσμες) αλλαγές της οικονομικής συγ­κυρίας; Είναι η αλληλεπίδραση αυτών των συντελεστών (και πολλών άλλων α­κόμα) με τις αντικειμενικές επιπτώσεις της συγκυρίας που θα προσδιορίσουν τη γενική τροχιά της ταξικής πάλης. Απλώς είναι ακατανόητο γιατί η ύπαρξη δυο εκατομμυρίων ανέργων στη Μεγάλη Βρετανία έσπασε ξεκάθαρα κάθε απερ­γιακή κίνηση και εξασθένισε σοβαρά τη συνδικαλιστική δύναμη στη δεκαετία του 1930, ενώ είχε κυριολεκτικά το αντίθετο αποτέλεσμα από το 1974 κι έπειτα. Α­κόμα μια φορά παρουσιάζεται το αιώνιο πρόβλημα της διαλεκτικής των αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων.

Δεν υπάρχει «επίμονη κυριαρχία των ρε­φορμιστικών μηχανισμών» πάνω στη δυτικοευρωπαϊκή εργατική τάξη
Το συμπέρασμα που συνάγεται απ’ όλη αυτή την ανάλυση είναι ότι στην ιστορία του 20ου αιώνα δεν υπάρχει μια «επί­μονη κυριαρχία των ρεφορμιστικών μηχανισμών πάνω στην εργατική τάξη της Δυ­τικής Ευρώπης». Αυτή η κυριαρχία, ήδη αβέβαιη στις παραμονές του 1ου Παγ­κόσμιου Πολέμου σε χώρες όπως η Φινλανδία, η Ιταλία, η Ισπανία, η Πολω­νία, ισχυρά αμφισβητούμενη από μια μειοψηφία του προλεταριάτου στη Μεγά­λη Βρετανία και στη Γαλλία (το συνδικαλιστικό ρεύμα), κλονίζεται σε βασι­κά στρώματα της ισπανικής, γερμανικής και ιταλικής εργατικής τάξης από το 1917 και σε πολλές χώρες στα 1919, 1920, 1921, μαζί και στη Γαλλία.
Αποκαταστάθηκε σε διάφορες αναλο­γίες ανάμεσα στο 1923 και στο 1933. Αλλά ο καθοριστικός συντελεστής αυτής της επανάστασης είναι όχι το οικονομικό «μπουμ», αλλά τα ολέθρια πολιτικά λάθη της 3ης Διεθνούς, της μόνης εναλλακτικής ηγεσίας που υπήρχε μετά την εξαφάνι­ση της 2ης και της 2½ Διεθνούς. Το κα­λύτερο παράδειγμα είναι εκείνο της Με­γάλης Βρετανίας όπου στα χρόνια 1923-1926 η διευθυνόμενη από τους κομμουνιστές συνδικαλιστική αριστερά κερδί­ζει ολόκληρους τομείς του μαζικού κινή­ματος, πράγμα που επέδρασε επίσης στη δυνατότητα της έναρξης της γενικής α­περγίας του 1926. Όλο αυτό το επίτευγμα, όλος αυτός ο τεράστιος δυναμισμός έσπασε από την πολιτική της Αγγλορωσικής Επιτροπής, που δημιούργησαν η Κομμουνιστική Διεθνή και το βρετανικό Κ.Κ.
Η ρεφορμιστική κυριαρχία αμφισβητή­θηκε πάλι με ολοένα εντονότερο τρόπο μετά τη νίκη των ναζιστών το 1933 (γε­γονός πολύ πιο καθοριστικό σ’ αυτό, παρά η οικονομική κρίση). Αυτή η κυριαρχία αρχίζει να σπάζει στην Ισπανία προπάντων από το 1934, πράγμα που επαληθεύτηκε με θεαματικό τρόπο στην περίοδο 1936-1937. Ράγισε αρκετά, αν δεν έσπασε στη Γαλλία από τον Ιούνη του 1936. Κλονίστηκε στην Αυστρία και στο Βέλγιο, όπου κεντριστικές δυνάμεις κατάφεραν ωστόσο να ξαναφέρουν προς την σοσιαλδημοκρατία μαζικά ρεύματα εξεγερμένων.
Το τρίτο κύμα της αμφισβήτησης το ζούμε τώρα, δηλαδή στην περίοδο που άνοιξε τον Μάη του 1968. Όπως τα δύο προηγούμενα ρεύματα, αγκαλιάζει ήδη πάνω στην ήπειρο μας πολλά εκατομμύρια εργαζόμενους. Ολοφάνερα δεν είναι καθοριστικό εδώ το εκλογικό κριτήριο, αλ­λά ο βαθμός του ελέγχου και του καναλιζαρίσματος που οι ρεφορμιστές ασκούν πάνω στις διεκδικήσεις, τους αγώνες και τη ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τά­ξης. Ακόμα μια φορά το φαινόμενο είναι τόσο πραγματικό που μπορεί εύκολα να προσμετρηθεί.
Η αληθινή ιστορία των σχέσεων ρεφορμιστικών μηχανισμών - μαζών είναι λοιπόν μια ιστορία εναλλαγής φάσεων «σταθερής κυριαρχίας», «κυριαρχίας αμφισβητούμενης μαζικά», «μερικής επανά­κτησης της κυριαρχίας» και «ανανεωμέ­νης μαζικής αμφισβήτησης της». Είναι εκπληκτικό ότι αυτή η εναλλαγή απεικο­νίζει ακριβώς το κυκλικό κίνημα των τα­ξικών αγώνων που αναλύσαμε προηγού­μενα;
Η αντίρρηση σύμφωνα με την οποία το ίδιο το γεγονός της επανάκτησης αποδείχνει τη «σταθερή κυριαρχία» είναι αν­τίθετη με τη λογική, θα ήταν σαν να ισχυριζόταν κάποιος ότι ένας άνθρωπος που αρρωσταίνει πολλές φορές έχει στην πραγματικότητα μόνιμα καλή υγεία, για μόνο το λόγο ότι αυτές οι αρρώστιες δεν καταλήγουν στο θάνατο. Σωστά, αν η αρρώστια ήταν ένα μοναδικό γεγονός. Αλλά αν αυτή τον προσβάλλει τακτικά, πρέ­πει προηγουμένως να διαγνώσουμε την αρρώστια, προτού προσδιορίσουμε τους λό­γους στους οποίους οφείλονται οι πρόσκαιρες αναρρώσεις.
Μια άλλη αντίρρηση αφορά στην αμφιλογία της ανασύνθεσης του εργατικού κινήματος πολλών ευρωπαϊκών χωρών στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Κανένας δεν θα αρνηθεί ότι τον Ιούνη του 1936 το Κ.Κ. Γαλλίας απόκτησε την ηγεμονία πάνω στις «μεγάλες μονάδες» της γαλλικής εργατικής τάξης, ηγε­μονία που διατήρησε μέχρι σήμερα (ακόμα κι αν αυτή είναι σήμερα πιο διαβρωμένη και αμφισβητημένη παρά σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στα τελευταία σαράντα χρόνια). Αλλά εκείνη την επο­χή, μήπως το ΚΚΓ δεν εφάρμοζε ήδη μια ρεφορμιστική πολιτική συνεργασίας των τάξεων: πώς λοιπόν βλέπουμε, στο πέρα­σμα των σοσιαλιστών εργαζομένων από τη ΓΣΕ του Ζουώ στο ΚΚΓ, τη ρήξη με τους ρεφορμιστικούς μηχανισμούς;
Ο σύντροφος Τρότσκι απάντησε κιό­λας σ' αυτή την αντίρρηση στο τελευταίο του (ατέλειωτο) άρθρο του 1940 «Η Τά­ξη, το Κόμμα και η Ηγεσία». Για να μπορέσουν οι εργαζόμενοι να διαπιστώ­σουν τον εκφυλισμό της ηγεσίας ενός μα­ζικού κόμματος χρειάζονται γεγονότα εκ­ρηκτικά, πολύ μεγάλης σημασίας, που συνδέονται με την άμεση πάλη των τά­ξεων. Οι Γάλλοι εργαζόμενοι, όπως και οι Ισπανοί εργαζόμενοι, ταυτίσανε το Κ.Κ. στα 1936 με την Οκτωβριανή Ε­πανάσταση και με την Κομμουνιστική Διεθνή και όχι με το ρεφορμισμό. Την αποφασιστική στροφή του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς, τις δίκες της Μόσχας, τη φύση του σταλινισμού την αντιλήφθηκε μόνο μια μικρή, πολύ πολι­τικοποιημένη πρωτοπορία, όχι η νέα ερ­γατική πρωτοπορία στα εργοστάσια, που έπαιξε ηγετικό ρόλο τον Ιούνη του 1936.
Η αληθινή αντεπαναστατική και ρεφορμιστική φύση του σταλινισμού και του μηχανισμού του ΚΚΓ άρχισε να κατανοείται από μια πλατύτερη εργατική πρωτοπορία, αναμφίβολα μόνο από το Μάη του 1968 και από την εισβολή στην Τσεχοσλοβάκικη Σοσιαλιστική Δημοκρατία (ακόμα και η συντριβή της ουγ­γρικής επανάστασης και το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ είχανε πολύ μικρότερο αντίχτυπο μέσα στα εργοστάσια παρά μέσα στους διανοούμενους κομμουνιστές). Δεν υπάρχει λοιπόν αντίφαση ανάμεσα στο γεγονός ότι οι μαχητικοί εργαζόμενοι εκφράζοντας τη δυσπιστία τους απέναντι στο Λαϊκό Μέτωπο, στην αντίληψη των σταδίων και του εκλογικισμού, εξαπολύσανε τη γενική απεργία με κατάληψη των εργοστασίων, υπερφαλαγγίζοντας έτσι τους ρεφορμιστικούς μηχανισμούς στο σύνολο τους, και ταυτόχρονα πέρασαν στην πλειοψηφία τους κάτω από την πολιτική στέγη του ΚΚΓ αντί να υφίστανται την πολιτική ηγεμονία του Σ.Κ.
Υπάρχει εξάλλου ένας ενδιαφέρων παραλληλισμός ανάμεσα σ' αυτό το μαζικό πέρασμα των εργαζομένων της γαλλικής πρωτοπορίας στο ΚΚΓ στα 1935-1936 και στην προσχώρηση στη σοσιαλδημοκρατία, όχι λίγων εργατών της πρωτοπο­ρίας, σε πολλές χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Αυτό το τελευταίο φαινόμενο συν­δέεται βέβαια, με την προλεταριοποίηση πολλών στρωμάτων των «νέων μεσαίων τάξεων». Αλλά δεν αντανακλά μονάχα αυτή την αντικειμενική τάση. Είναι επί­σης το προϊόν μιας μαζικής αντισταλινικής και αντιγραφειοκρατικής συνειδητοποίησης πλατιών στρωμάτων του ευρωπαϊκού προλεταριάτου, κυρίως ύστερα από την εμπειρία του στρατιωτικού πνιξίμα­τος της «Άνοιξης της Πράγας» που την αντιλήφθηκε πλατιά η εργατική τάξη της Δύσης.
Αφού το ΚΚ φαινόταν αποκρουστικό σ' αυτά τα στρώματα και οι επαναστατι­κές οργανώσεις ήταν ακόμη πολύ ασθενικές για να χρησιμεύσουν σαν εναλλα­κτικός οργανωτικός πόλος στις πλατύτε­ρες μάζες, προχωρημένα στρώματα εργαζομένων προσχώρησαν στα σοσιαλδημο­κρατικά κόμματα, κυρίως διαμέσου των συνδικάτων, σαν συνάρτηση όχι «αυξανόμενων σταδιακών αυταπατών» αλλά αντίθετα σαν «μικρότερο κακό» σε σχέση με τα ΚΚ μέσα σε συνθήκες αυξανόμενης ριζοσπαστικοποίησης. Προσχώρησαν παρά τη ρεφορμιστική φύση της σοσιαλδημοκρατίας, όπως άλλα είχαν προσχωρήσει στο ΚΚΓ στα 1935-1936, παρά το με­τασχηματισμό του σε κόμμα που πέρασε στο πλευρό του αστικού καθεστώτος. Ο Μιτεράν το αντιλήφθηκε καλά. Αυτή υ­πήρξε η βάση όλης της πολιτικής επιχεί­ρησης του. Ένα παράλληλο φαινόμενο έ­γινε στο Εργατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ισπανία και εν μέρει επίσης στο Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Πορτογαλία, έστω και για μια πολύ σύντομη φάση. Αυτό το παιχνίδι της ταλάντευσης θα μπορούσε εξάλλου να επαναληφθεί στην αντίθετη κατεύθυνση, στο μέτρο πάντοτε που δεν υπάρχει μια οργανωτικά αξιόπιστη επαναστατική εναλλακτική λύση.
Το πρόβλημα της επανάκτησης (που δεν είναι ποτέ πλήρης) της ρεφορμιστικής ηγεμονίας μετά τις «ρήξεις» του 1913-1923, της δεκαετίας του 1930 και του Μάη του 1968 θέτει ωστόσο βαθύτερα θεωρητικά ερωτήματα που παραπέμπουν, ακόμα μια φορά, στην ίδια τη φύση της εργατικής τάξης και του εργατικού κινή­ματος.
Ας θυμίσουμε πρώτα τον εξαναγκασμό της εργατικής τάξης να πουλά την εργατική της δύναμη. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε προεπαναστική έκρηξη μπορεί να έχει δυο εκβάσεις: να μετασχηματιστεί σε κατάσταση επαναστατική, δηλαδή σε λίγο - πολύ γενικευμένη κατάσταση δυϊσμού της εξουσίας (που θα καταλήξει με τη σειρά της είτε στη νίκη είτε στην ήττα της προλεταριακής επανά­στασης) ή να ξαναγυρίσει στο «κανονικό» δηλαδή στην επανάληψη της εργασίας και στην προσωρινή σταθεροποίηση της αστι­κής εξουσίας.
Η «επιστροφή στο κανονικό» δεν ση­μαίνει αναγκαστικά ότι η έκρηξη τίποτε δεν άλλαξε, ότι ξαναγυρίζουμε σ' αυτό που υπήρξε πριν. Ο συσχετισμός δυνά­μεων μπορεί να έχει αλλάξει αισθητά και για χρόνια, τόσο αναφορικά με τις δυνά­μεις του Κεφαλαίου και της Εργασίας, όσο και με εκείνες των μηχανισμών και της εργατικής πρωτοπορίας. Οπωσδήποτε είναι μία επιστροφή στο κανονικό, με την έννοια μιας κατάστασης όπου τα προβλήματα της καθημερινής ταξικής πάλης ξαναπαίρνουν για την ώρα το προβάδισμα πάνω στις «μεγάλες επιλογές» της ταξι­κής πάλης σε ιστορική κλίμακα.
Αυτό κιόλας αρκεί για να εξηγήσει την ουσιαστική αιτία της «ρεφορμιστικής επανάκτησης». Γιατί μέσα στην καθημε­ρινή πάλη το προλεταριάτο έχει την α­νάγκη μιας οργάνωσης (ή οργανώσεων) που επιτρέπει τη μεταφορά του βάρους των εκατομμυρίων ανοργάνωτων, στις συγκρούσεις που αντιπαρα­τάσσουν μερικές χιλιάδες, μερικές εκα­τοντάδες ή κάποτε και ένας μονάχα εργα­ζόμενος στο αφεντικό (και στο κράτος). Όταν λείπει ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα, οι εργαζόμενοι είναι λοιπόν υπο­χρεωμένοι να απευθυνθούν, τουλάχιστον για τις καθημερινές συγκρούσεις, στους υπάρχοντες μηχανισμούς, ακόμα κι όταν έχουν υπόψη τους τις ανεπάρκειες και τις συνδιαλλαγές με τον εχθρό, για τις οποίες ευθύνονται οι εργατικές γραφειοκρατίες. Οι εργαζόμενοι θεωρούν τις μαζικές οργανώσεις τους σαν εργαλεία. Είναι ασφα­λώς αναγκασμένοι να προτιμούν εργαλεία φθαρμένα και ατελή.
Η «επανάκτηση» ωστόσο συνοδεύεται από ένα άλλο φαινόμενο που δεν πρέπει καθόλου να το παραγνωρίζουμε. Κάθε ση­μαντικός αγώνας που προδίδεται από την εργατική γραφειοκρατία προκαλεί μια συνειδητοποίηση σε έναν αριθμό πρωτο­πόρων αγωνιστών, συχνά σε ηγέτες της πάλης ή σε αγωνιστές που έπαιξαν σπου­δαίο ρόλο σ' αυτή. «Ιδεολογικές» ρήξεις, με τη συμφιλίωση και τη συνεργασία των τάξεων, έγιναν από αναρίθμητα άτομα, ύστερα από τέτοιες εμπειρίες των 45 τελευ­ταίων χρόνων, δηλαδή από τότε που ο εκφυλισμός της Κομμουνιστικής Διεθνούς προστέθηκε στον εκφυλισμό της σοσιαλδη­μοκρατίας. Όποιος γνωρίζει την ιστορία της ταξικής πάλης στη χώρα του στη διάρκεια αυτής της περιόδου θα μπορέσει εύκολα να κάνει τον κατάλογο αυτών των ατόμων. Περιλαμβάνει χιλιάδες ονόματα κατά χώρα, και μάλιστα δεκάδες χιλιάδες στις σημαντικότερες χώρες.
Το δυστύχημα είναι ότι με την έλλειψη μιας επαναστατικής οργάνωσης που να είναι αρκετά ισχυρή για να χρησιμεύσει σαν πόλος ανασυγκρότησης και ενσάρκωσης μιας αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής - αφού η αριθμητική αύξηση της οργά­νωσης κατά την προηγού­μενη περίοδο, η πολιτική ω­ριμότητα της, η εμφύτευση της μέσα στην τάξη, ήταν πάλι ένας σχετικά αυτόνομος συντελεστής του αντιρρεύματος της ταξικής πάλης - το κανονικό αποτέλεσμα αυτής της συνειδητοποίησης είναι είτε ο σκεπτικισμός και η απογοήτευση είτε η ατομική επίδοση σε μια πάλη ξεμοναχιασμένη και κομματιασμένη. Κατά 99% αυτό ισοδυναμεί με το διασκορπισμό, τουλάχιστον τελικά.
Μόνο μια ελάχιστη μειοψηφία εργαζο­μένων, απογοητευμένων από τις προδοσίες των μηχανισμών, συνδέεται με τις μικρές επαναστατικές οργανώσεις που η αποτελεσματικότητα τους στην ταξική πά­λη δεν είναι φανερή. Αλλά κι αυτή η ελάχιστη μειοψηφία δεν μπορεί να παρα­μείνει γενικά πολύ καιρό σ' αυτές παρά μόνο αν αποκτήσει γρήγορα μια σταθερή πολιτική εκπαίδευση που θα την κάνει να καταλάβει όχι μόνο τις αιτίες των γρα­φειοκρατικών προδοσιών, αλλά ακόμα και τους ιστορικούς λόγους της σχετικής αδυναμίας των επαναστατικών οργανώσεων και τη δυνατότητα (καθώς και μια ρεα­λιστική ιδέα του ρυθμού) για το ξεπέρασμα της.
Η ιστορία της «επανάκτησης» των μαζών από τους ρεφορμιστικούς μηχανισμούς είναι λοιπόν επίσης η ιστορία της τραγικής διασποράς μαζών από αγωνιστές που αντιλήφθηκαν την προδοσία των μηχανισμών. Πράγμα που σημαίνει ότι η έκταση της πρωτοπορίας, τα πιο μακροπρόθεσμα «μο­ριακά» αποτελέσματα των εκρήξεων μέσα στις πλατύτερες μάζες και οι σχετικές επιτυχίες της οικοδόμησης του επαναστα­τικού κόμματος γίνονται όλοι συντελεστές που προσδιορίζουν την έκταση της «επα­νάκτησης» που μπορεί λοιπόν να είναι, κατά την περίσταση, πολύ πιο περιορι­σμένη από όσο φαίνεται στην πρώτη μα­τιά (προπάντων όταν αυτή εκφράζεται με τα εκλογικά αποτελέσματα).

Η φύση της τωρινής περιόδου
Η προσεκτική εξέταση αυτού που έγινε μετά το Μάη του 1968 στη Γαλλία και σε άλλες χώρες της καπιταλιστικής Ευ­ρώπης (όχι μονάχα σ' εκείνες που χαρακτηρίστηκαν ιδιαίτερα από τη νέα άνοδο των εργατικών αγώνων) επιβεβαιώνει, κα­τά την άποψη μας, τη βασιμότητα αυτής της ανάλυσης. Όταν λέμε ότι μετά το 1968 υπάρχει ποιοτική μεταβολή στο συ­σχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο Κεφά­λαιο και την Εργασία, στο παγκόσμιο όπως και στο ευρωπαϊκό επίπεδο, και ποιο­τική αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και την πλατιά εργατική πρωτοπο­ρία, δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι η επανάσταση είναι παντού και διαρκώς στην ημερήσια διάταξη. Όμως σημειώνουμε το γεγονός ότι - αντίθετα μ' αυτό που έγινε στη δεκαετία του 1930 - η μπουρζουαζία δεν κατόρθωσε να επιβάλει μια κάμψη, έστω και λίγο σημαντική, της αγοραστικής δύναμης των μαζών και μια επαρκή ανύψωση του ποσοστού του κέρ­δους για να μπορέσει «να λύσει» την κρί­ση με τον τρόπο της. Η κρίση θα διαρκέ­σει λοιπόν πολύ. Το προλεταριάτο διατη­ρεί τις δυνάμεις του άθικτες και τα «ση­μεία της ρήξης» θα είναι πολλά.
Η περίοδος χαρακτηρίζεται από τη βασική αστάθεια της, από τον πολλαπλασιασμό των κρίσεων των πιο διαφορετικών τύπων (ακόμα κι αν δεν πρόκειται για την καταστροφική κρίση και ακόμα λιγότερο για την κρί­ση της τελικής κατάρρευσης που είναι άλλωστε ένας επικίνδυνος μοιρολατρικός, όχι μαρξιστικός και προπάντων όχι λενινιστικός μύθος). Εκείνο που την χαρακτηρίζει είναι ο μεγάλος αριθμός, κατα­στάσεων μεταβατικών, γοργών δυναμικών περασμάτων από καταστάσεις φαινομενικής σταθερότητας σε καταστάσεις προεπαναστατικές, από προεπαναστατικές κα­ταστάσεις σε καταστάσεις επαναστατικές ή αντεπαναστατικές, από σύντομες μετα­στροφές σε καταστάσεις φαινομενικής στα­θερότητας και από βραχυπρόθεσμες με­ταβατικές φάσεις ανάμεσα σ' αυτές και στις άλλες. Ας θυμηθούμε την Πορτογαλία, του 1974-1975-1976, έπει­τα του 1978-1979, την Ισπανία του 1975-1977, έπειτα του 1978-1979, καθώς επίσης και τη Γαλλία του 1977, 1978 και 1979. Από την άποψη αυτή είναι χτυπητός ο παραλληλισμός με την κατάσταση των δεκαετιών του 1920 και του 1930 όπως την είχε αναλύσει ο Τρότσκι και με αυτή την έννοια η πε­ρίοδος είναι αντίθετη με την πριν από το 1914 περίοδο που χαρακτηριζόταν από μια ποιοτικά ανώτερη σταθερότητα του καπιταλιστικού τρόπου και του αστικού κράτους.
Ταυτόχρονα βλέπουμε ότι οι γραφειο­κρατικοί μηχανισμοί είχαν εντυπωσιακές αποτυχίες μέσα στο οργανω­μένο εργατικό κίνημα στις προσπάθειες τους να εξασφαλίσουν την εγγύηση των εργαζομένων στα σχέ­δια τους για την υποστήριξη της πολιτι­κής της λιτότητας. Ας απαριθμήσουμε αυτό που έγινε σε λιγότερο από ένα χρό­νο (και ο κατάλογος δεν είναι πλήρης):
  1. Στη Δυτική Γερμανία η ηγεσία του συνδικάτου εργατών μετάλλου και εκείνη της Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας DGB ηττήθηκαν στα διαδοχικά συνέδρια της οργάνωσης τους πάνω στο ζήτημα των 35 ωρών. Παρά την αντίθεση τους η πλειοψηφία των αντιπροσώπων τάχθηκε υπέρ της πάλης γι' αυτό το στόχο.
  2. Στη Μεγάλη Βρετανία το σχέδιο της εργατικής κυβέρνησης για να περιορίσει τις μισθολογικές αυξήσεις σε 5% σα­ρώθηκε αρχικά από την απεργία στην επιχείρη­ση Φορντ και ακόλουθα από ένα κύμα απεργιών στο δημόσιο τομέα.
  1. Στην Ισπανία η άνοδος των αντιπολιτευτικών ψήφων στο «Σύμφωνο Μονκλόα» μέσα στα εργατικά συνέδρια, που κυμαινόταν από 25% ως περισσότερο από 50% των αντιπροσώπων, υποχρέωσε τις ηγεσίες τόσο των Εργατικών Επιτροπών όσο και της ΓΣΕ να μην ανανεώσουν αυ­τό το σύμφωνο, παρά τις αντίθετες προθέ­σεις των γραφειοκρατιών του ΚΚ και του ΣΚ.
  2. Στη Γαλλία, στο συνέδριο της Γαλ­λικής Δημοκρατικής Συνομοσπονδίας Ερ­γασίας, η ηγεσία του Εντμόν Μαιρ ηττή­θηκε πάνω στο ζήτημα της σύνδεσης των 35 ωρών με τη δυνατότητα να μειωθούν οι εβδομαδιαίοι μισθοί. Ακόμη και πάνω στο γενικό σχέδιο της για την «επικέν­τρωση» της συνδικαλιστικής τακτικής στην κατεύθυνση της αποδοχής μιας πολιτικής της λιτότητας, σκόνταψε σε μια σημαντική αντιπολίτευση που ξεπερνούσε το 40% των πληρεξουσίων.
  1. Στην Ιταλία στην εθνική συνέλευ­ση των αντιπροσώπων της μεταλλουργίας FLM (Δεκέμβρης 1978) η συνδικαλι­στική ηγεσία ηττήθηκε πάνω στο ζήτη­μα της επέκτασης, στο σύνολο της σιδη­ρουργίας, της ελάττωσης του χρόνου ερ­γασίας.
  2. Στην Ιρλανδία ένα σχέδιο συμφω­νίας εργοδοσίας - συνδικάτου - κυβέρ­νησης πάνω στην εισοδηματική πολιτική, υπογραμμένο από τη συνομοσπονδιακή η­γεσία των συνδικάτων, απορρίφθηκε με πλειοψηφία δύο τρίτων των αντιπροσώπων στο συνέδριο της Συνομοσπονδίας.
Όλα αυτά δείχνουν την ύπαρξη μιας ουσιαστικής εργατικής πρωτοπορίας, κρι­τικής απέναντι στους μηχανισμούς, ικανής κιόλας να αντιταχτεί σ' αυτούς πάνω σε σημαντικά ζητήματα της άμεσης ταξι­κής πάλης, ικανής να επηρεάσει πολύ πλατιές μάζες. Ας το πούμε καθαρά: ποτέ στη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930 οι μηχανισμοί δεν έχουν υποστεί τέτοιες ήττες στους κόλ­πους του συνδικαλιστικού κινήματος, μιας τέτοιας ευρύτητας και σε τόση διεθνή έκταση.
Θα αντιπαρατηρήσει κανείς ότι αυτό περιορίζεται, ουσιαστικά, σε ζητήματα ά­μεσων διεκδικήσεων και «καθαρά συνδι­καλιστικά». Ας μην επιμείνουμε υπέρμε­τρα στο γεγονός ότι σε μια φάση οικονο­μικής κάμψης, όπου τα περιθώρια των παραχωρήσεων της μπουρζουαζίας έχουν γίνει πολύ στενά, η εξασθένηση του ε­λέγχου των μηχανισμών πάνω σε μια, τό­σο πλατιά και με τόση επιρροή πρωτοπο­ρία, ακόμα και σε ζητήματα, «καθαρά συν­δικαλιστικά», επιδεινώνει την κρίση του συστήματος και συνεπάγεται αυξημένες απειλές εκρήξεων. Ας μην επιμείνουμε επίσης πάνω στην ολοένα μεγαλύτερη πα­ρά ποτέ επικαιρότητα, μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, ολόκληρης της προβλη­ματικής του εργατικού ελέγχου που δεν είναι ακριβώς «ρεφορμιστική».
Αν θέλει κανείς να πει ότι η εργατι­κή πρωτοπορία δεν είναι ικανή να «επι­νοήσει αυθόρμητα» (ή μισοαυθόρμητα) ο­λόκληρο εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμ­μα απέναντι στο σταδιακό πολιτικό πρόγραμμα των μηχανισμών και ότι, από αυτό το γεγονός, η «υπερφαλάγγιση» εκδηλώνεται ευκολότερα στο συνδικαλιστικό τομέα παρά στον πολιτικό τομέα, τότε ασφαλώς παραβιά­ζει ανοιχτές πόρτες. Αν δεν είχαμε αυ­τή τη βαθιά πεποίθηση, δεν θα μπορού­σαμε να θεωρούμε την οικοδόμηση του επαναστατικού - μαρξιστικού κόμματος και της Διεθνούς σαν το καθήκον - κλειδί της ε­ποχής μας, σαν το μόνο μέσο για να λυθεί η κρίση της ανθρωπότητας.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί κα­νείς να μιλά για μιαν ανεξαρτησία δράσης και υπερφαλάγγιση των μηχανισμών που θα περιοριζόταν μονάχα σε «ζητήματα οι­κονομικά». Η συμπεριφορά των Βρετανών εργαζομένων είναι ιδιαίτερα ενδεικτι­κή πάνω σ' αυτό. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι το κύμα των απεργιών του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1978 υ­πήρξε πρόκληση όχι μονάχα στη μισθο­λογική πολιτική του Κάλαχαν, αλλά και σε ολόκληρη την κυβερνητική πολιτική της «διαχείρισης της κρίσης». Το αποτέλεσμα των εκλογών εξάλλου το επι­βεβαίωσε. Το ίδιο συμβαίνει και με την πρόκληση που απευθύνουν από δω και πέ­ρα ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι - δεν πιστεύουμε ότι είναι υπερβολικός αυτός ο αριθμός - ακόμα και στον εκλογικό τομέα, στη ρεφορμιστική πολιτική στη Γαλλία ή στην πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού» στην Ιταλία.
Το πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Ενώ η αμφισβήτηση του ρεφορμισμού πάνω στο συνδικαλιστικό και «οικονομικό» επίπεδο μπορεί να εκφραστεί με πράξεις θεαματικές, ο­ρατές από όλους, αποτελεσματικές, συχνά νικηφόρες, η αμφισβήτηση του πάνω στο πολιτικό επίπεδο είναι απείρως δυσκολό­τερο να μεταφραστεί στην πράξη. Να «υπερφαλαγγίσουμε» τα σταδιακά σχέδια πάνω στο πολιτικό επί­πεδο δεν σημαίνει μονάχα να διατυπώ­σουμε ένα πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής δράσης, να προβάλλουμε το σύνθημα της κυβέρνησης των εργαζομένων, να χαρά­ξουμε τον προσανατολισμό της γενικής α­περγίας, να δεχτούμε την ιδέα να στο­χεύσουμε τις μεγάλες επιλογές με την εξωκοινοβουλευτική κινητοποίηση και δράση των μαζών, να εργαστούμε για να υιοθετήσουν ολοένα μεγαλύτερα στρώμα­τα εργαζομένων την ιδέα και την πρακτική της αυτοοργάνωσης (αυτό αναμφίβο­λα είναι το συγκεκριμένο περιεχόμενο της φόρμουλας «καταπολέμηση των ρεφορμι­στικών αυταπατών των μαζών» που χρη­σιμοποιεί ο σύντροφος Ανρί Βεμπέρ και που δεν θα περιοριστεί, είμαστε βέβαιοι, σε μια απλή, τυπική «καταγγελία»). Εί­ναι να κάνουμε αξιόπιστο έναν τέτοιο προ­σανατολισμό, είναι να κάνουμε αξιόπι­στο στα μάτια των πλατιών μαζών ένα επαναστατικό σχέδιο. Μια τέτοια αξιοπιστία δεν αποκτιέται κυρίως με την προ­παγάνδα, με το λόγο και με το γραφτό. Προϋποθέτει συγκεκριμένες εμπειρίες και πράξεις.
Όμως, για να καταλήξουν οι εμπει­ρίες και οι πράξεις σε τέτοιες συνειδητο­ποιήσεις, πρέπει να είναι πολύ πλατιές, γενικευμέ­νες. Γι' αυτό το λόγο η πάλη για το ενιαίο μέτωπο, για την ενοποίηση των α­γώνων, για την προετοιμασία της γενι­κής απεργίας, κατέχει κεντρική θέση στη σημερινή πολιτική μας. Αλλά για τον ί­διο λόγο, το «επαναστατικό αντι-σχέδιο» εί­ναι καταδικασμένο να μείνει πολύ μειοψηφικό όσον καιρό η ενοποίηση και η γενίκευση των αγώνων δεν θα μεταφράζονται στα γεγονότα.
Θα υπάρξουν καινούργιοι Μάηδες ‘68 (χωρίς να υπερβάλουμε την τυπική ανα­λογία) χωρίς κανένας να μπορεί να καθο­ρίσει ακριβώς πότε. Θα δείξουν όλη την πρόοδο που πραγματοποιήθηκε από το 1938, όλο το βεληνεκές της νέας εργατικής πρωτοπορίας, τη δεκαπλασιασμένη απήχη­ση των ίδιων των δυνάμεων μας αν θα είμα­στε ικανοί να χρησιμοποιήσουμε την προ­θεσμία που μας μένει για να ενισχύσου­με το κόμμα, για να συνεχίσουμε με επι­μονή και την πολιτική της συσσωμάτωσης των επαναστατών - μαρξιστών και την πολιτική της αδελφικής προσέγγισης των αριστερών μειοψηφιών που θα αυξάνουν μέσα στις μαζικές οργανώσεις και με τις οποίες ο εποικοδομητικός διάλογος είναι στο εξής δυνατός.
Όμως όσον καιρό αυτός ο νέος Μάης ‘68 δεν είναι παρών ή όσο τουλάχιστον πλατιές μάζες δεν τον βλέπουν να χαρά­ζει στον ορίζοντα, η πολιτική δραστηριό­τητα τους θα ανταποκρίνεται αναγκαστι­κά στο σχέδιο των ρεφορμιστών, χωρίς ωστόσο να το επιδοκιμάζει εντελώς, χω­ρίς ακόμη να είναι μη-κριτική ή ουραγός. Χωρίς επίσης να σημαίνει αναγκαστικά ότι αυτοί οι προχωρημένοι εργάτες είναι διαποτισμένοι από σταδιακές αυταπάτες Ας το επαναλάβουμε ακόμα μια φορά: αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο, μέσα στο περίγραμμα και με τις διασαφηνίσεις που αναφέραμε παραπάνω, έχουν τόση σημασία σήμερα η ενωτική όψη του πο­λιτικού προσανατολισμού μας, η πολιτική μας του ενιαίου μετώπου και η κορωνίδα της στην προπαγάνδα για την κυβέρνηση ΚΚ-ΣΚ.
Γι’ αυτό το λόγο σκεφτόμαστε ότι δεν είναι βάσιμα τα συμπεράσματα του συντρόφου Βεμπέρ πάνω στη δυνατότητα που έχει η έκκληση για «ιερή ένωση απέναν­τι στην κρίση και στη διεθνή συγκυρία... να βρει απήχηση στην αρχή σ' έναν αρ­κετά μεγάλο αριθμό μισθωτών» («Κομμου­νιστική Κριτική», Νο 26, σ. 51) ή, ακό­μα χειρότερα, ότι «δεν πρέπει να περιμέ­νουμε τρανταγμούς που μπορεί να προκα­λέσουν κρίση κατάρρευσης του Κράτους» (στο ίδιο σ. 52).
Δεν είναι περισσότερο παραδεκτή η προσπάθεια του συντρόφου Βεμπέρ να δώ­σει μια οικονομική δικαιολόγηση στα συμ­περάσματα του, αντιτάσσοντας τη σημερι­νή «έρπουσα κρίση» (σ. 50) στη μετά το 1929 «καταστροφική κρίση». Όπως ο ίδιος ο σύντροφος Βεμπέρ το θυμίζει στο δεύτερο άρθρο του, είμαστε μπροστά σε μια παρατεινόμενη φάση συνδυασμένων κρίσεων, που είναι πολύ πιο εκρηκτικές από ότι αφήνει να υποτεθεί η φόρμουλα «έρπουσα κρίση». Αυτό, αντί να διατηρεί, περιορίζει τα περιθώρια ελιγμών της μπουρζουαζίας και των ρεφορμιστικών μηχανισμών. Και είναι πάρα πο­λύ περιορισμένη η δυνατότητα για τη μπουρζουαζία να βγει από τη μεγάλη πτωτική φάση χωρίς να επιβάλει μια βα­ριά ήττα στην εργατική τάξη.
Είναι αλήθεια ότι, αφού προβλέψαμε επαναστατικές εκρήξεις σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης για τα μέσα της δεκαετίας του 1970, πρέπει σήμερα να πα­ραδεχτούμε ότι η πορτογαλική επανάστα­ση, που υπήρξε πραγματική, δεν είχε μιαν άμεση συνέχεια.
Πρέπει να εργαστούμε με μια υπόθεση μακρύτερων προθεσμιών. Ως ένα μέρος, η «κρίση της αγωνιστικής πρωτοπορίας», στο μέτρο που δεν οφείλεται σε συντελε­στές κοινωνικής σύνθεσης, οφείλεται σ' αυτή την αναγκαία αναπροσαρμογή: άλ­λη ένταση απαιτεί η ιδέα του αγώνα με την ελπίδα ότι η επανάσταση είναι για αύριο και άλλη ένταση η ιδέα ότι η επα­νάσταση δεν μπορεί να γίνει πριν περά­σουν δέκα χρόνια.
Ναι, η ανασύνθεση του εργατικού κινήματος είναι μια εργασία μακράς πνοής. Αλλά αυτό συμβαίνει όχι γιατί είχαμε υποτιμήσει τους πόρους, τα αποθέματα, τη σταθερότητα της μπουρζουαζίας. Συμβαίνει επειδή η οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος αρκετά ισχυρού για να χρησιμεύσει σαν πόλος έλξης της πλατιάς εργατικής πρωτοπορίας χρειάζεται περισσότερο χρόνο από ότι προβλεπόταν, είναι μια επιχείρηση πιο περίπλοκη από όσο νομιζόταν, απαιτεί βαθύτερη εμφύτευση στα βασικά στρώματα του προλεταριάτου, ζητεί μια λειτουργία του κόμματος, που το κάνει χρήσιμο και αποτελεσματικό στα μάτια των εργαζομένων και επειδή, χωρίς αυτό τον πόλο ανασύνταξης, η διασπορά των πελώριων, μη ρεφορμιστικών ενεργειών, που υπάρχουν ήδη μέσα στην τάξη παρατείνει την επιβίωση των μηχανισμών που έχουν κιόλας δυσφημιστεί.
Ο ιδιαίτερος αυτόνομος ρόλος της οικοδόμησης του κόμματος σαν συμπροσδιοριστικός συντελεστής για το ξέσπασμα των επαναστατικών δυνατοτήτων της περιόδου - σε στενό σύνδεσμο με τις αριστερές τάσεις και συσσωματώσεις μέσα στα συνδικάτα και στα μαζικά εργατικά κόμματα - αυτό είναι το συμπέρασμα που αντιτάσσουμε στο συμπέρασμα του συντρόφου Βεμπέρ. Είναι συνεπές με όλη την προηγούμενη ανάλυση.
Για να συνοψίσουμε με την πιο παράδοξη μορφή: δεν είναι η σχετική δύναμη του Κεφαλαίου και του Κράτους του, δεν είναι οι ρεφορμιστικές αυταπάτες των μαζών, αλλά είναι η σχετική αδυναμία των επαναστατών εκείνη που δίνει σήμερα μεγαλύτερη επιρροή, απ’ όση θα μπορούσε να έχουν, σαν συνάρτηση των βαθιών εξελίξεων που συντελούνται σήμερα μέσα στην αστική οικονομία και κοινωνία και μέσα στην ίδια την εργατική τάξη.




Σημειώσεις:
1. Η έκθεση που ο Όττο Μπάουερ είχε προετοιμάσει για το Συνέδριο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, το προβλεπόμενο για τον Αύ­γουστο του 1914 στη Βιέννη («το Συνέδριο που δεν έγινε») έδειχνε ότι ύστερα από μια ισχυρή άνοδο των πραγματικών μισθών μετα­ξύ 1890 και 1900, αυτοί είχαν αρχίσει να πέφτουν μετά τη χρονολογία αυτή σε πολλές χώρες της Ευρώπης: 8% στη Μεγάλη Βρετανία, 14% στα Βέλγιο, 17% στην Πρωσία. Ανάμεσα στις μεγάλες χώρες μόνη η Γαλλία αποτελούσε εξαίρεση. Όσο κι αν αυτοί οι αριθμοί είναι συζητήσιμοι, η γενική τάση φαίνεται καθαρά.

2. Ανάμεσα στους σκληρούς απεργιακούς αγώνες που προηγήθηκαν του 1914 στην Ευρώπη, ας θυμίσουμε τη μεγάλη απεργία (και τα λοκ-άουτ) των εργατών μεταλλουρ­γίας στη Σουηδία το 1909, τις εκρηκτικές απεργίες της Ιταλίας το 1912 (γενική απερ­γία των εργατών μεταλλουργίας) και το κύ­μα των απεργιών στη Μεγάλη Βρετανία από το 1911 ως το 1913 (1,5 εκατομμύριο απερ­γοί το 1912).

3. Αυτή η θέση, που πρωτοϋποστηρίχτηκε από τους ριζοσπάστες αναρχικούς και ως ένα μέρος ενσωματώθηκε στο κομμουνιστικό λεξιλόγιο κατά τις «υπεραριστερές» ή κα­θαρά προπαγανδιστικές φάσεις του, επα­ναλαμβάνεται σήμερα από τους εξτρεμι­στές «τριτοκοσμίτες». Αυτοί πραγματικά υμνολογούν μια συμμαχία με την αποικιακή μπουρζουαζία ενάντια στο δυτικό προλεταριά­το, με το πρόσχημα ότι αυτό αντικειμενικά και αναπόφευκτα ενδιαφέρεται για μια συμμα­χία με τον ιμπεριαλισμό. Η πάλη ανάμεσα στα έθνη υποκαθιστά την πάλη των τάξεων σαν θεμελιακή αντίφαση μέσα στο σημερινό κόσμο.

4. Χωρίς ίχνος αλαζονείας, ας μας επιτραπεί να υπενθυμίσουμε ότι δεν προβλέψαμε μονάχα τη μεταστροφή του «μα­κρού κύματος» της οικονομικής επέκτασης από το 1964, αλλά είχαμε επίσης προβλέψει εκ­ρήξεις του τύπου του Μάη 1968 και μάλιστα σε πλήρη φάση επιταχυνόμενης επέκτασης. Βλέπε το άρθρο μας, του Μάη 1965: «Μια σοσιαλιστι­κή στρατηγική για τη Δυτική Ευρώπη» που δημοσιεύτηκε στη «Διεθνή Επιθεώρηση του Σοσιαλισμού», Νο 9. Λέμε σ’ αυτό ιδιαίτερα ότι, παρά το κλίμα της «καπιταλιστικής ευημερίας» και χωρίς καταστροφική κρίση ούτε κατάρρευση του Κράτους σαν αποτέλεσμα πο­λέμων, είναι ολότελα δυνατό να δούμε μια προοδευτική ριζοσπαστικοποίηση των εργαζο­μένων, ότι αυτοί θα εξαπολύσουν αγώνες ο­λοένα πιο σκληρούς που θ' αρχίσουν να συνδέουν τις μεταβατικές διεκδικήσεις με τις ά­μεσες διεκδικήσεις και ότι αυτό μπορεί να κα­ταλήξει σε μια γενική απεργία που θα μπο­ρούσε να ανατρέψει την κυβέρνηση και ν' α­νοίξει μια φάση δυϊσμού της εξουσίας.