Ερνέστ Μαντέλ 1979
Η «Κομμουνιστική Κριτική» άνοιξε μια χρήσιμη και αναγκαία συζήτηση πάνω σ' αυτό που ονομάστηκε «η επίμονη κυριαρχία των ρεφορμιστικών μηχανισμών πάνω στην εργατική τάξη» της Δυτικής Ευρώπης. Τον καμβά σ' αυτή τη συζήτηση τον αποτελούν δυο ζητήματα ζωτικά για τους επαναστάτες μαρξιστές. Πώς εξηγείται με τρόπο υλιστικό η συγκεκριμένη διαμόρφωση του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη, συνυπολογίζοντας πολλές εθνικές παραλλαγές; Πώς αυτή η διαμόρφωση μπορεί να μετασχηματιστεί (τείνει να μετασχηματιστεί) στην κατεύθυνση της εμφάνισης εναλλακτικών ηγεσιών για την τάξη;
Λέγοντας
ότι πρέπει να δώσουμε σ' αυτά τα ζητήματα
μια υλιστική απάντηση, εννοούμε να
συμπληρώσουμε μια μαρξιστική θεωρία
του εργατικού κινήματος βασισμένη στη
μαρξιστική θεωρία του καπιταλισμού,
που ολοφάνερα υπάρχει κιόλας και σε
μια μαρξιστική θεωρία της εργατικής
τάξης (που υπάρχει μόνο εν μέρει).
Όλοι
οι συζητητές είναι σύμφωνοι να απορρίψουν
κάθε μονόπλευρη ή μονοαίτια εξήγηση. Η
εξήγηση της «επίμονης κυιαρχίας των
ρεφορμιστικών μηχανισμών» με την
προδοσία τους είναι έκδηλα ανεπαρκής.
Παραδεχόμενοι την προδοσία, πρέπει
ακόμα να εξηγήσουμε γιατί αυτή μένει
αποτελεσματική, δηλαδή γιατί συνεχίζεται
να γίνεται ανεκτή εδώ και τρία τέταρτα
του αιώνα. Η εξήγηση με τις «αντικειμενικές
συνθήκες» είναι επίσης ανεπαρκής. Δεν
επιτρέπει να ληφθούν υπόψη πολλές
εκρήξεις στη διάρκεια των οποίων μέσα
στον 20ο αιώνα, οι μάζες κινούμενες κατά
εκατομμύρια ολοφάνερα υπερφαλάγγισαν
τα όρια δράσης που είχαν καθοριστεί από
τα σταδιακά σχέδια των ρεφορμιστικών
μηχανισμών.
Ο
σύντροφος Βεμπέρ ισχυρίζεται ότι
απορρίπτει κι αυτός επίσης κάθε εξήγηση
αντικειμενικίστικη ή μονοαίτια. Δεν
αμφισβητούμε καθόλου αυτήν την ομολογία
πίστης. Αλλά είμαστε αναγκασμένοι να
παρατηρήσουμε ότι εκφράζεται με αρκετά
διφορούμενα ώστε ένα «υπερερμηνευτικό
διάβασμα» της θέσης του να είναι δυνατό.
Περιοριζόμαστε να παραθέσουμε δυο
αποσπάσματα (θα μπορούσαμε να αναφέρουμε
μισή ντουζίνα):
«Η
σχετική σταθερότητα και η ευημερία
που προκλήθηκαν από την ιμπεριαλιστική
ανάπτυξη δημιουργούν... τις συνθήκες
της πρακτικής μιας ρεφορμιστικής πάλης
της εργατικής τάξης των μητροπόλεων...
Αυτή η πρακτική που διήρκεσε αρκετές
δεκαετίες... αυξάνει την αξιοπιστία
της ιδέας ενός σταδιακού μετασχηματισμού
του συστήματος» («Κομμουνιστική
Κριτική»,
Νο 26, σ. 42).
«Η
κυριαρχία των ρεφορμιστικών ηγεσιών
πάνω σ' αυτά τα (πλατιά) στρώματα (του
προλεταριάτου) δεν εξαρτάται από το
γεγονός ότι τα εξαπατούν επιτήδεια...
αλλά αντίθετα από το γεγονός ότι εκφράζουν
(και ενισχύουν) τις ίδιες ρεφορμιστικές
αυταπάτες, τους ίδιους πόθους για μια
αλλαγή χωρίς συγκρούσεις και δράματα,
μέσα σε γενική αρμονία...» (στο ίδιο, σ.
43).
Θα
ομολογήσει κανείς ότι αυτά τα αποσπάσματα,
παρά τις συνηθισμένες διατυπώσεις
που τα συνοδεύουν, αυξάνουν την αξιοπιστία
της «μονοαίτιας» και μονόπλευρης θέσης:
καπιταλιστική ευημερία = ρεφορμιστική
πρακτική = ρεφορμιστικές αυταπάτες
των μαζών = κύρια βάση της επίμονης
κυριαρχίας των μηχανισμών...
Όμως
αυτή η θέση είναι επίσης ιδεαλιστική
και μηχανιστική με τη θέση της προδοσίας.
Ότι η ιστορία τριών τετάρτων του αιώνα
υπαγορεύεται σε τελευταία ανάλυση από
τις «αυταπάτες» δεν είναι καθόλου πιο
υλιστική άποψη από τη θέση σύμφωνα με
την οποία η «προδοσία» σε τελευταία
ανάλυση την είχε προσδιορίσει. Δεν
χρησιμεύει σε τίποτε για τη δικαιολόγηση
της η δήλωση ότι οι «αυταπάτες» έχουν
ένα οικονομικό βάθρο (τις συγκομισμένες
μεταρρυθμίσεις). Οι υποστηρικτές της
θέσης της «προδοσίας» τονίζουν
επίσης, και δικαιολογημένα, ότι αυτή
βασίζεται στα υλικά συμφέροντα των
εργατικών γραφειοκρατιών που είναι
αντίθετα με τα συμφέροντα των πλατιών
μαζών. Και στις δύο περιπτώσεις εκείνο
που λείπει είναι η σύνδεση με τα ταξικά
συμφέροντα, τους ταξικούς ανταγωνισμούς
τις εσωτερικές αντιφάσεις του
καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και
της αστικής κοινωνίας.
Μια
ελλιπής περιγραφή της ιστορίας του
εργατικού κινήματος
Δεν
υπάρχει παρά μόνο μια υπόθεση εργασίας
που θα αξιοποιούσε την εξήγηση της
«επίμονης κυριαρχίας των ρεφορμιστικών
μηχανισμών πάνω στο προλεταριάτο»
με την «επιμονή των ρεφορμιστικών
αυταπατών των μαζών»: είναι η υπόθεση
για μια μακρόχρονη τάση άμβλυνσης
των εσωτερικών αντιφάσεων της αστικής
κοινωνίας, για μια τάση άμβλυνσης
των ταξικών αντιθέσεων και των ταξικών
αγώνων ανάμεσα στο κεφάλαιο και τη
μισθωτή εργασία. Αλλά σ' αυτή την περίπτωση
ασφαλώς δεν θα έπρεπε να μιλάμε για
«ρεφορμιστικές αυταπάτες». Θα έπρεπε
να πούμε ότι η εργατική τάξη γίνεται
ρεφορμιστική στο μέτρο που η πραγματικότητα
την πείθει ότι οι εκρηκτικές ταξικές
συγκρούσεις ανήκουν πια στο παρελθόν
και το συμφέρον της επομένως είναι να
αγωνίζεται μόνο για ολοένα ευρύτερες
μεταρρυθμίσεις.
Αυτή
ακριβώς υπήρξε η θέση του Μπερνστάϊν,
θέση που διατηρεί μιαν αξιοθαύμαστη
συνοχή και ωμή ειλικρίνεια της θεωρητικής
ανάλυσης αν την συγκρίνουμε με τις
κατοπινές παραλλαγές (μαζί και την
ευρωκομμουνιστική) αντίληψης των σταδίων
που η θεωρητική ασυναρτησία και η
έλλειψη συνοχής είναι κραυγαλέες.
Ο
Ανρί Βεμπέρ υποστηρίζει ότι ο
ιμπεριαλιστικός πόλεμος και «η φοβερή
δεκαετία του 1930» διαψεύσανε τον
Μπερνστάιν. Αυτό είναι σωστό αλλά
ελλιπές. Πραγματικά, παρακάμπτει το
κύριο ερώτημα που έθεσε ο Μπερνστάιν:
υπάρχει, ναι ή όχι, μακροπρόθεσμα,
και χωρίς να αναφερθούμε αποκλειστικά
στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και
στις καταστροφικές κρίσεις, επιδείνωση
ή άμβλυνση των εσωτερικών αντιφάσεων
της αστικής κοινωνίας, όξυνση ή απάλυνση
των ταξικών ανταγωνισμών, επέκταση ή
συρρίκνωση των πραγματικών ταξικών
αγώνων;
Για
μας η απάντηση είναι αναμφισβήτητη.
Βέβαια, δεν πρέπει να γενικεύουμε με
τρόπο καταχρηστικό, θα ήταν λάθος να
ξεχνούμε ότι πρόκειται για ένα κίνημα
κυκλικό και όχι για κίνημα ευθύγραμμο
- αυτή είναι μια από τις κυριότερες
θέσεις μας. Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε
σημαντικές εθνικές διαφορές (η
διαδοχική συσσώρευση ηττών και
καταστροφικών οπισθοδρομήσεων, που
έχει υποστεί το γερμανικό προλεταριάτο
και που συνοψίζονται στα ονόματα Νόσκε
- Χίτλερ - Ούλμπριχτ - Μπάντ Γκόνεσμπεργκ,
προκάλεσε σ' αυτό μια καθίζηση της
πολιτικής συνείδησης που δεν συγκρίνεται
με κείνη του προλεταριάτου όποιας
άλλης ευρωπαϊκής χώρας.
Όμως,
πέρα από αυτή τη διαπίστωση, παραμένει
αναμφισβήτητο ότι ανάμεσα στη βελγική
απεργία του 1902, του 1912, του 1936 και εκείνη
του 1960-1961, ανάμεσα στην απεργία των
Γάλλων σιδηροδρομικών του 1920 (κορυφαίο
σημείο των αγώνων που ξέσπασαν μετά τον
1ο Παγκόσμιο Πόλεμο), τον Ιούνη του 1936,
τους αγώνες μετά την Απελευθέρωση και
τον Μάη του 1968, ανάμεσα στις ιταλικές
απεργίες του Νοέμβρη του 1920, της περιόδου
1945-1948 και εκείνες του 1969, ανάμεσα στη
βρετανική γενική απεργία του 1926 και στα
μεγάλα απεργιακά κύματα της δεκαετίας
του 1970 στην Αγγλία, υπάρχει μια ανοδική
και όχι καθοδική γραμμή, υπάρχει όχι
μονάχα σημαντική αύξηση του αριθμού
των μαχητών (γενικά μια αύξηση 300%), αλλά
ακόμη και μια ριζοσπαστικοποίηση) των
στόχων, όπως η αμφισβήτηση της
καπιταλιστικής διαχείρισης, οι μορφές
αγώνα και μάλιστα (όσο κι αν αυτό είναι
λιγότερο γενικό) οι μορφές αυτοοργάνωσης.
Ανάμεσα στις μεγάλες χώρες της Ευρώπης
μόνο η Γερμανία αποτελεί (πρόσκαιρη)
εξαίρεση για τους λόγους που αναφέραμε.
Από
υλιστική άποψη δεν μπορεί να εξηγηθεί
αυτή η μακροπρόθεσμη τάση παρά
ξεκινώντας από την επιδείνωση και όχι
από την άμβλυνση των ταξικών αντιφάσεων.
Παράλληλα ο όρος «ρεφορμιστικές
αυταπάτες» ξαναπαρουσιάζεται - αφού
πρόκειται για μια προσδοκία αντίθετη
με την πραγματικότητα. Μα
ταυτόχρονα, η διατύπωση χάνει την
ερμηνευτική αξία της. Πώς οι «ρεφορμιστικές
αυταπάτες» επιτρέπουν περιοδικούς
αγώνες τέτοιας έκτασης, ενός βεληνεκούς
τόσο αντικειμενικά εκρηκτικού,
προεπαναστατικού, ακόμα και επαναστατικού
στην αστική κοινωνία; Πώς μια πρακτική,
που είναι περιοδικά τόσο έκδηλα
αντικαπιταλιστική και εξωκοινοβουλευτική,
μπορεί να συνδυάζεται με μια «ρεφορμιστική
νοοτροπία» μακροπρόθεσμης διάρκειας;
Θα
απαντήσουν ότι αυτές οι εκρήξεις, όσο
κι αν είναι πραγματικές, αποτελούν την
εξαίρεση και όχι τον κανόνα είναι η
καθημερινή πρακτική και όχι η εξαιρετική
πρακτική εκείνη που προσδιορίζει το
επίπεδο της συνείδησης. Αυτή η αντίρρηση
δεν είναι καθόλου αξιόλογη. Πρώτα
δεν επιτρέπει να εξηγηθεί πως μια
εργατική τάξη εμφανώς ποτισμένη από
βαθιές «αυταπάτες σταδιακής εξέλιξης»
μπορεί απότομα να περάσει σε μορφές
που είναι σε έκδηλη αντίθεση με κάθε
«ρεφορμιστική νοοτροπία», θα αναφέρουμε
ένα παράδειγμα:
Στα
1918-1919, ακόμα και στο 1920 (μετά το πραξικόπημα
του φον Καπ), οι Γερμανοί εργάτες παίρνουν
τα όπλα κατά
δεκάδες χιλιάδες.
Είναι νοητό μια νοοτροπία «ρεφορμιστικής
και σταδιακής εξέλιξης», που υποθετικά
δημιουργήθηκε από δεκαετίες
«ρεφορμιστικής
πρακτικής», να γεννά μια τόσο υπερταχεία
αλλαγή, σε μερικούς μήνες, κάτω από
την επίδραση μονάχα ενός στρατού σε
αποσύνθεση και μιας ένοπλης επίθεσης
του αντιπάλου; Γιατί δεν έγινε τίποτε
παρόμοιο στη Γαλλία και στην Ιταλία
μετά το 1945, κυρίως όταν τα Δημοκρατικά
Σώματα Ασφαλείας επεμβήκανε για να
σπάσουν τις απεργίες, αφού η εμπειρία
της Αντίστασης θα έπρεπε μάλλον να
ενθαρρύνει τέτοιες πρακτικές;
Έπειτα,
αυτή η αντίρρηση υποτιμά πολύ τους
βαθιούς μετασχηματισμούς που οι μεγάλες
εκρήξεις επιφέρουν και μέσα στη συνείδηση
των μαζών και στην ανάδυση νέων
πρωτοποριακών στρωμάτων (νέων «φυσικών
ηγετών της τάξης») και επίσης στη
διαμόρφωση του ίδιου του εργατικού
κινήματος.
Η
εναλλαγή των μορφών της ταξικής πάλης
Ας
πάμε όμως παρακάτω. Όπως και η αντίληψη
των «προδοτικών ηγεσιών», έτσι και οι
αντιλήψεις της «ρεφορμιστικής πρακτικής»
και των «ρεφορμιστικών (ή σταδιακών)
αυταπατών» πρέπει να έχουν πολύ σχετικό
και ποικιλόμορφο χαρακτήρα. Όλες
αυτές οι αντιλήψεις περιέχουν ασφαλώς
κάποιο πυρήνα αλήθειας, θα ήταν όμως
απατηλή η χρησιμοποίηση τους
με
μονόπλευρη γενίκευση και όχι με τρόπο
διαφορικό.
Ας
αρχίσουμε από την ιδέα των «ρεφορμιστικών
αυταπατών». Με την ακριβή και γραμματική
έννοια του, ο όρος αυτός σημαίνει μια
κατάσταση συνείδησης όπου η
μετάβαση στο σοσιαλισμό
αναμένεται από μια συσσωρευτική
πρόσθεση μεταρρυθμίσεων που
πραγματοποιούνται μέσα στο καπιταλιστικό
καθεστώς. Κάνει καταχρηστική γενίκευση
όποιος ταυτίζει με τις «ρεφορμιστικές
(ή σταδιακές) αυταπάτες» είτε την
προτεραιότητα που δίνεται στον αγώνα
για τις άμεσα πραγματοποιήσιμες
μεταρρυθμίσεις είτε τη σημασία που
δίνεται στις εκλογικές διαδικασίες και
στα νομοθετικά μέτρα (κοινοβουλευτικές
αυταπάτες) είτε την εγκατάλειψη του
σοσιαλιστικού σκοπού με μόνο σκοπό
τη μεταρρύθμιση της υπάρχουσας
κοινωνίας.
Για
να πάρουμε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα:
στα 1945, στα 1950 και στα 1951 η αγγλική
εργατική τάξη ψήφισε το Εργατικό Κόμμα
από «ρεφορμιστική αυταπάτη» με την
αρχική έννοια του όρου. Περίμενε μια
μετάβαση στο σοσιαλισμό από το δρόμο
της συσσώρευσης μεταρρυθμίσεων που
θα πραγματοποιούσαν οι κυβερνήσεις των
Εργατικών, μεταρρυθμίσεων εξάλλου που,
μετά το 1945, υπήρξαν πραγματικές και
σημαντικές. Έχουμε βαθιά πεποίθηση
ότι ύστερα από έξι διαδοχικές κυβερνήσεις
των Εργατικών, το αγγλικό προλεταριάτο
έχασε σε μεγάλο βαθμό αυτές τις
αυταπάτες. Αν ψήφισε ακόμα κατά
πλειοψηφία το Εργατικό Κόμμα, το
1979, μολονότι σε αναλογία πολύ πιο
περιορισμένη από το 1951, αυτό δεν έγινε
επειδή έλπιζε ότι ο Κάλλαχαν θα έφερνε
το σοσιαλισμό από το δρόμο των
μεταρρυθμίσεων (δεν υπήρχε καμιά υλική
βάση για τέτοια αυταπάτη). Να υποθέσουμε
ότι έχει τέτοια ανικανότητα να βγάλει
συμπεράσματα ύστερα από 28 χρόνια
εμπειρίας, είναι σαν να υποτιμούμε
την εξυπνάδα του και την ορθοκρισία
του.
Σήμερα
ψηφίζει Εργατικό Κόμμα για να μην ψηφίσει
το κόμμα των αφεντικών, επειδή δεν
υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική λύση,
αλλά σίγουρα όχι γιατί δεσμεύεται
από την αυταπάτη αναμονής του σοσιαλισμού
με την κοινοβουλευτική νομοθεσία
που κάνει το Εργατικό Κόμμα. (Αυτό ασφαλώς
δεν σημαίνει ότι δεν μπορεί να
ξαναγεννηθεί η αυταπάτη προόδου
προς το σοσιαλισμό
από το δρόμο μιας εκλογικής νίκης των
Εργατικών μέσα στο περίγραμμα μιας
πολιτικής και κοινωνικής κατάστασης,
και προπάντων μιας εσωτερικής κατάστασης
στο Εργατικό Κόμμα, που θα είναι αισθητά
διαφορετικές από εκείνες του 1979. Αλλά
και σ’ αυτήν ακόμα την περίπτωση οι
εμπειρίες, που αποκτήθηκαν από το 1945
και προπάντων από τις κυβερνήσεις των
Εργατικών στις δεκαετίες του 1960 και του
1970, θα αφήσουν τη σφραγίδα τους πάνω
στην κατάσταση της συνείδησης του
βρετανικού προλεταριάτου).
Είναι
ακόμα μεγαλύτερο λάθος να ταυτίζουμε
τους αγώνες που έχουν επίκεντρο τις
άμεσες (και γρήγορα επιτευκτές)
διεκδικήσεις με τις «ρεφορμιστικές
αυταπάτες». Τέτοιος χαρακτήρας των
αγώνων μπορεί να προκύψει από πολλές
παροδικές ή χρόνιες περιστάσεις:
αναγκαιότητα να ξεπεραστούν τα
αποτελέσματα των ηττών, πολύ δυσμενείς
οικονομικές σχέσεις δυνάμεων,
πολιτικές συνθήκες που κάνουν πρακτικά
αδύνατη μια γενική αναμέτρηση με τη
μπουρζουαζία, δυνατότητες να
πραγματοποιηθούν σημαντικά ωφελήματα
που θα ήταν ηλίθιο να τις χάσουμε,
χαρακτήρας απόλυτος, φλογερός και
επιτακτικός ορισμένων άμεσων στόχων
κτλ. Να πιστέψουμε ότι όλα αυτά εκφράζουν
ή γεννούν αναγκαστικά μια «ρεφορμιστική
νοοτροπία» ή «αυταπάτες σταδιακής
εξέλιξης» είναι εντελώς αβάσιμο.
Χρειάζεται μια ολόκληρη συμπληρωματική
και συγκεκριμένη ανάλυση για κάθε ειδική
περίπτωση, για να δικαιολογηθεί ένα
τέτοιο συμπέρασμα.
Γενικότερα,
πιστεύουμε ότι το να αναγάγουμε το
επίπεδο συνείδησης του οργανωμένου
προλεταριάτου της Ευρώπης κατά την πριν
από το 1914 περίοδο στις «ρεφορμιστικές
αυταπάτες» ή στη «ρεφορμιστική
νοοτροπία» είναι απολύτως αδικαιολόγητο
και δεν επιτρέπει να λάβουμε υπόψη αυτό
που επακολούθησε. Ας προσπεράσουμε
την περίπτωση την πιο φανερή, της
Ρωσίας. Όμως ας θέσουμε ένα ερώτημα: πώς
γίνεται σε μια ολόκληρη σειρά χώρες της
Ευρώπης, οι μισοί αν όχι οι περισσότεροι
οργανωμένοι εργαζόμενοι να περάσουν
στις θέσεις της αντίθεσης προς την
ιερή ένωση, προς τον ιμπεριαλιστικό
πόλεμο και να συμπαθήσουν τα σχέδια των
συνολικών αντικαπιταλιστικών αγώνων,
ακόμα και τα επαναστατικά σχέδια, σε
διάστημα
λιγότερο από τρία χρόνια,
κι αυτό πριν από τη νίκη της Οκτωβριανής
Επανάστασης; Να εξηγήσουμε αυτό με την
εξαθλίωση που γέννησε ο πόλεμος
ολοφάνερα δεν είναι αρκετό. Αυτή η
εξαθλίωση
ήταν γενική.
Λοιπόν
αυτό το φαινόμενο παρουσιάστηκε σε
ορισμένες χώρες και όχι σε άλλες. Η
εξαθλίωση υπήρξε μικρότερη στο Βέλγιο,
όπου η τεράστια πλειοψηφία των εργαζομένων
έμεινε σοσιαλδημοκρατική παρά στην
Ιταλία όπου η μεγάλη πλειοψηφία των
μελών του Σοσιαλιστικού Κόμματος
πέρασε σε θέσεις κεντριστικές ή
επαναστατικές; Γιατί οι Γερμανοί
κεντριστές έμειναν μειοψηφία στο σχίσμα
του 1917, ενώ οι Αυστριακοί κεντριστές
κέρδισαν την πλειοψηφία του Σ.Κ. τον
ίδιο χρόνο; Εξαιτίας του διαφορετικού
βαθμού εξαθλίωσης; Γιατί μια ανάλογη
εξέλιξη συντελέστηκε σε ορισμένες
ουδέτερες χώρες, όπως στην Ισπανία
(Ματωμένη βδομάδα του 1917!) ή στη
Νορβηγία (πέρασμα σύσσωμου του Σ.Κ.
στην 3η Διεθνή), όπου δεν υπήρξε ούτε
εξαθλίωση ούτε κρίση κατάρρευσης του
κράτους, αλλά μάλλον μια σχετική
ευημερία που προκλήθηκε από την
έξαρση της προσφοράς εφοδίων στους
εμπολέμους;
Στην
πραγματικότητα, η περίοδος η πριν από
το 1914 χαρακτηρίζεται προπάντων, μέσα
στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη, από τη
σχεδόν συνεχή άνοδο του ρυθμού της
οργανώσεως, του βαθμού της αυτοπεποίθησης
της, της πίστης στην επικράτηση του
σοσιαλισμού μέσα σε σχετικά κοντινές
προθεσμίες και με διαφορές εμφανέστερες
από χώρα σε χώρα του επιπέδου ταξικής
συνείδησης. Αντίθετα από ένα μύθο πολύ
διαδεδομένο, αλλά που δεν παύει να είναι
μύθος, πριν από τον πόλεμο του 1914 υπήρξε
μια φάση στασιμότητας, και μάλιστα
οπισθοδρόμησης, των πραγματικών μισθών
που προκλήθηκε από την ακρίβεια της
ζωής που δεν αντισταθμιζόταν πλήρως
από τα ονομαστικά εισοδήματα.1
Ήδη πριν από το 1914 οι προβλέψεις του
Μπερνστάιν αποδείχτηκαν σφαλερές.
Υπήρξε τότε μια όξυνση και όχι μια
άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων.
Ταυτόχρονα οι ταξικές συγκρούσεις και
οι απεργίες έγιναν σκληρότερες. Δεν
εμφανίστηκε καθόλου γενίκευση της
πρακτικής της συνεργασίας των τάξεων.2
Να
γιατί η συνθηκολόγηση της σοσιαλδημοκρατίας
το 1914, που την αντιλήφθηκαν σαν τεράστια
προδοσία οι μεν (μια σχετικά περιορισμένη
μειοψηφία) και την ακολούθησαν παθητικά
μέσα στην αποβλάκωση του σοβινιστικού
κύματος οι άλλοι, φάνηκε σε πολλές χώρες
σαν μια σύντομη διακοπή στη διεργασία
οργανικής ανάπτυξης του ευρωπαϊκού
εργατικού κινήματος που φαινόταν
ακατάσχετη. Να γιατί η ριζοσπαστικοποίηση
που άρχισε πριν από το 1914 μπόρεσε να
συνεχιστεί τόσο γρήγορα. Να γιατί παντού
- ακόμα και στις χώρες με ολοκληρωτική
ρεφορμιστική υπεροχή μέσα στο εργατικό
κίνημα - το 1918, το 1919, το 1920 σημειώνονται
απτόητες κορυφώσεις του επιπέδου
οργάνωσης και δράσης του ευρωπαϊκού
προλεταριάτου.
Ας
το ξαναπούμε: όλο αυτό είναι εντελώς
ακατανόητο αν ξεκινήσουμε από την
υπόθεση μιας «ρεφορμιστικής και σταδιακής
νοοτροπίας που την γέννησαν δεκαετίες
ρεφορμιστικής πρακτικής». Ο πόλεμος
επιτάχυνε αυτή τη διεργασία. Η νίκη της
επανάστασης την επιτάχυνε περισσότερο.
Αλλά ούτε ο πόλεμος ούτε η Ρωσική
Επανάσταση δεν μπορούσαν να γεννήσουν
αυτή τη διεργασία. Η επικρατούσα νοοτροπία
μέσα στην εργατική τάξη, η νοοτροπία
που έχουν δεκάδες
εκατομμύρια
προλετάριοι, διαμορφώνεται αργόρυθμα
στη διάρκεια των προηγούμενων δεκαετιών
και δεν μπορεί να είναι κυρίως το προϊόν
μερικών συγκλονιστικών γεγονότων, ακόμα
και αν πρόκειται για γεγονότα τόσο
σημαντικά όσο ένας πόλεμος και μια
νικηφόρα προλεταριακή επανάσταση.
Η
απόρριψη της χωρίς αποχρώσεις αντίληψης
των «ρεφορμιστικών και σταδιακών
αυταπατών», που θα είχαν επικρατήσει
μέσα στην ευρωπαϊκή εργατική τάξη στην
πριν από το 1914 περίοδο, παραπέμπει άμεσα
σε μια κριτική εξέταση της έννοιας της
«ρεφορμιστικής πρακτικής». Και εδώ
επίσης πρέπει να προσέξουμε τις αποχρώσεις
και να διορθώσουμε μια ολόκληρη σειρά
ισχυρισμών που παίζουν κύριο ρόλο.
Ας
αρχίσουμε από την πιο «παράδοξη» όψη.
Πριν από το 1914 η πλειοψηφία του ευρωπαϊκού
προλεταριάτου δεν απολάμβανε το δικαίωμα
στην καθολική και ίση ψηφοφορία. Αντίθετα,
ο αγώνας γι’ αυτή την καθολική ψήφο
έπαιρνε τη μορφή μαζικών εκστρατειών
και κινητοποιήσεων, συχνά θυελλωδών,
που καταλήγανε τουλάχιστο σε τέσσερις
χώρες (το Βέλγιο, την Αυστρία, τη Σουηδία
και τη Φινλανδία) και σε γενικές
πολιτικές απεργίες (στη
Φινλανδία με το πρότυπο μιας σοβιετικής
οργάνωσης σε εθνική κλίμακα που
ξεπερνούσε κατά πολύ εκείνο που είχε
γνωρίσει στα τέλη του 1905 η Ρωσία). Αντί
να είναι ένα στοιχείο «ειρηνικής και
αρμονικής ενσωμάτωσης» της εργατικής
τάξης στην αστική κοινωνία, αυτοί οι
αγώνες για την καθολική ψήφο στάθηκαν
ένας από τους κυριότερους συντελεστές
για την αντικαπιταλιστική πολιτικοποίηση
της εργατικής τάξης. Αυτό είναι τόσο
αληθινό ώστε η Ρόζα Λούξεμπουργκ,
επιδιώκοντας να παρορμήσει το
γερμανικό εργατικό κίνημα στο δρόμο
των μαζικών απεργιών, διάλεξε τολμηρά
την πάλη για την εκλογή με καθολική ψήφο
της Δίαιτας της Πρωσίας (που εκλεγόταν
με το αισχρό σύστημα των «τεσσάρων
τάξεων εκλογέων») σαν στόχο της καμπάνιας
της.
Αλλά
το πρόβλημα είναι πολύ γενικότερο. Από
την ίδια τη φύση της, η εργατική τάξη
δεν μπορεί να είναι σε κατάσταση «διαρκούς
αγώνα», «διαρκούς απεργίας» ή διαρκούς
υπερέντασης των προσπαθειών της για
ριζικές μορφές πάλης. Έχει ανάγκη από
ένα μισθό για να επιζήσει. Αυτό το
μισθό μπορεί να τον έχει δουλεύοντας
για το αφεντικό. Παίρνοντας αυτό το
μισθό, «αναπαράγει» και «σταθεροποιεί»
τον ίδιο του τον εχθρό, το Κεφάλαιο,
τουλάχιστο με δύο τρόπους: παράγοντας
υπεραξία (μ’ αυτό τον όρο παίρνει
μισθό) ρευστοποιώντας ένα μέρος αυτής
της υπεραξίας (αγοράζοντας καπιταλιστικά
εμπορεύματα στην αγορά).
Μέσα
στην καθημερινή ταξική πάλη η εργατική
τάξη προσπαθεί να βελτιώσει τις συνθήκες
ζωής και δουλειάς της. Μπορεί να προσπαθεί
να αυξήσει το μισθό, να περιορίσει
την εβδομαδιαία ή καθημερινή διάρκεια
της εργασίας. Αλλά τα κέρδη που πετυχαίνει
έτσι, ακόμα και όταν είναι αληθινά, και
όταν η αγοραστική δύναμη μεγαλώνει,
και όταν νέες ανάγκες ικανοποιούνται
από το «κοινωνικά αναγνωριζόμενο
κατώτερο όριο για τη διαβίωση», κι όταν
η εβδομάδα των 60 ή 56 ωρών γίνεται 40ωρη,
δεν αλλάζουν βασικά τις αλυσίδες που
δένουν τους προλετάριους με το Κεφάλαιο.
Συνήθως η εργοδοσία πετυχαίνει να
αντισταθμίσει με την αύξηση της σχετικής
υπεραξίας τα πλεονεκτήματα που οι
εργαζόμενοι αποσπάσανε για την αγοραστική
τους δύναμη και τη διάρκεια της
εργασίας τους.
Και
πάλι θα υποτιμούσαμε σοβαρά την εξυπνάδα
και την ορθοκρισία των συνειδητών
εργαζομένων αν υποθέταμε ότι αδιαφορούν
γι' αυτή την κατάσταση: ότι
κερδίζουν
στη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν μπορούν
καθόλου να το κερδίσουν και να το
σταθεροποιήσουν στη σφαίρα της παραγωγής.
Αρκεί να διαβάσουμε τα πρακτικά των
πρώτων συνδικαλιστικών συνεδρίων που
έγιναν στον κόσμο για να εντυπωσιαστούμε
από τη μονιμότητα των διαμαρτυριών που
επαναλαμβάνονται τακτικά αναφορικά
με την επιτάχυνση των ρυθμών, με την
αύξηση των κινήσεων που απαιτούνται
(δηλαδή με την εντατικοποίηση της
καταβαλλόμενης προσπάθειας) στη διάρκεια
της εργάσιμης μέρας, με τον ολοένα πιο
ανυπόφορο μόχθο της δουλειάς με το
κομμάτι - διαμαρτυρίες που τις ξαναβρίσκουμε
πάλι στο πρώτο πλάνο της εργατικής
ζύμωσης κατά την περίοδο που άνοιξε το
1968 και που συνοδεύουν εδώ και τρία
τέταρτα του αιώνα, αν όχι εδώ και ένα
αιώνα, κάθε ανέβασμα του εργατικού
κινήματος.
Με
άλλα λόγια: η ένταση ανάμεσα στη
συμπεριφορά του μισθωτού εργάτη σαν
καταναλωτή
(η φυσική του τάση να θέλει να πετύχει
ένα μεγαλύτερο μισθό) και στη συμπεριφορά
του σαν
παραγωγού
(η φυσική του τάση να θέλει να περιορίσει
την παραγωγή υπεραξίας) προκύπτει
από την ίδια την προλεταριακή υπόσταση
του, από το συγκεκριμένο και αντιφατικό
τρόπο με τον οποίο ο μισθωτός συμμετέχει
στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Είναι δομική, διαρκής, ανεξάρτητη
από το (χαμηλό, μέσο ή υψηλό) επίπεδο
των μισθών. Δεν σχετίζεται λοιπόν καθόλου
με μια εναλλαγή ανάμεσα στη «ρεφορμιστική
νοοτροπία» και στις «επαναστατικές
τάσεις» ούτε αντικειμενικά ούτε
υποκειμενικά. Χρειάζεται κάθε φορά
μια «συγκεκριμένη ανάλυση μιας
συγκεκριμένης κατάστασης» για να
προσδιοριστεί αν μισθολογικές διεκδικήσεις
ή (και) διεκδικήσεις που αναφέρονται
στην καπιταλιστική οργάνωση της
εργασίας (ή στην οικονομία και την
κοινωνία την αστική στο σύνολο της)
έχουν αντικειμενικές επιπτώσεις που
«αποσταθεροποιούν» ή «ενσωματώνουν»
στο σύστημα, αν υποκειμενικά κεντρίζουν
ή αμβλύνουν την αντικαπιταλιστική
συνείδηση του προλεταριάτου. Όλο
αυτό εξαρτάται από το γενικό πλαίσιο
που το προσδιορίζουν πολλοί συντελεστές.
Θα
συναγάγουμε ένα συμπέρασμα πολύ
σημαντικό: τίποτε στον αγώνα για τις
άμεσες διεκδικήσεις, όποιες κι αν είναι,
πολιτικές (δημοκρατικές) ή οικονομικές,
δεν εγκυμονεί οποιοδήποτε μηχανιστικά
αυτοματισμό μιας «ρεφορμιστικής
νοοτροπίας» ή μιας «αυξανόμενης
ενσωμάτωσης του προλεταριάτου στην
αστική κοινωνία».3
Ακόμα κι αν οι μισθοί στις αποικιακές
χώρες είναι απείρως χαμηλότεροι παρά
στις ιμπεριαλιστικές χώρες - μερικές
φορές δέκα φορές χαμηλότεροι ή και
περισσότερο - αυτό δεν αντιφάσκει καθόλου
με το αναμφισβήτητο γεγονός, που
υπογραμμίστηκε ήδη από τον Μαρξ, ότι το
ποσοστό της εκμετάλλευσης (το ποσοστό
της υπεραξίας) είναι γενικά υψηλότερο
στις ιμπεριαλιστικές χώρες παρά στις
αποικιακές και μισοαποικιακές και ότι
τείνει να αυξάνει.
Αυτό το κεφαλαιώδες γεγονός θεμελιώνει
με τρόπο υλιστικό τη
δυνατότητα
μακροπρόθεσμα αντικαπιταλιστικής
συμπεριφοράς της εργατικής τάξης,
ανεξάρτητα από την ύψωση των πραγματικών
μισθών που μπορεί να παραταθεί επί
μερικές δεκαετίες. Να επικαλεστεί
κανένας εδώ σαν κύριο συντελεστή, που
δρα αντίθετα, την έννοια των «ψίχουλων
από τα αποικιακά υπερκέρδη», είναι σαν
να στριμώχνεται σ’ ένα αδιέξοδο από τη
στιγμή που θα ερευνήσει την τάση των
μισθών και την εργατική συμπεριφορά σε
μια σειρά μισοαποικιακές μισοεκβιομηχανισμένες
χώρες. Το αργεντινό προλεταριάτο, το
μεξικάνικο, το νοτιοκορεάτικο, το
προλεταριάτο της Ταϊβάν ή εκείνο της
Σιγκαπούρης, θα ήταν, κι αυτό επίσης,
«διεφθαρμένο από τα ψίχουλα αποικιακών
υπερκερδών»; Ωστόσο γνώρισε, επίσης κι
αυτό, φάσεις αύξησης των πραγματικών
μισθών που μερικές φορές κρατούνε
χωρίς διακοπή πάνω από μια δεκαετία.
Δεν
θέλουμε ν’ αρνηθούμε κάθε αξία στις
έννοιες της «εργατικής αριστοκρατίας»
ή των «ψίχουλων από τα αποικιακά
υπερκέρδη». Αυτές μπορούν επάξια να
ενσωματωθούν σε μια γενικότερη θεωρία
της στρωματοποίησης του προλεταριάτου,
του ρόλου που το διεθνές, εθνικό, τομεακό
κομμάτιασμα της αγοράς της εργατικής
δύναμης παίζει στη διαφοροποίηση των
μισθών και των επιπέδων συνείδησης.
Αλλά αυτές δεν μπορούν να εξηγήσουν από
μόνες τους τις μεγάλες μακροπρόθεσμες
τάσεις της τιμής της εργατικής δύναμης
που, ανάμεσα σε δυο άκρα καθορισμένα
από αντικειμενικούς νόμους, εξαρτώνται
από το «συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα
στους μαχόμενους», όπως τόσο θαυμάσια
το εξέφρασε ο Μαρξ.
Όταν
οι πραγματικοί μισθοί αυξάνουν
μακροπρόθεσμα, δεν πρέπει καθόλου να
συμπεραίνουμε ότι αυτές οι μερικές
κατακτήσεις αυτόματα επενεργούν για
τη διαφθορά ή την «ενσωμάτωση».
Μπορούν
να
έχουν τέτοιο αποτέλεσμα (το είχανε
παραδείγματος χάρη στη Μεγάλη Βρετανία
στην κατοπινή από το χαρτισμό περίοδο),
αλλά αυτό εξαρτάται τότε από ένα ευρύτερο
περίγραμμα. Αντίθετα, σε ένα άλλο
περίγραμμα, από το γεγονός ότι αυξάνει
ο βαθμός αυτοπεποίθησης και η μαχητικότητα
της εργατικής τάξης (η όρεξη έρχεται
τρώγοντας!), τέτοιες επιτυχίες μπορούν
ακόμα να προκαλέσουν το ανέβασμα της
ταξικής συνείδησης, επίσης και με την
πολιτική, την αντικαπιταλιστική, έννοια
του όρου.
Εξάλλου,
για να παραφράσουμε τον ποιητή, «τίποτε
δεν εξασφαλίζει ποτέ το προλεταριάτο»,
ούτε τις κατακτήσεις του, ούτε τη δύναμη
του, ούτε το κλίμα του κατευνασμού και
της συμφιλίωσης από μέρος του ταξικού
εχθρού που οι ρεφορμιστές με τόση θέρμη
ζητούν να δημιουργήσουν. Ακόμα και
σε περιόδους «ευτυχισμένες», αύξησης
των πραγματικών μισθών (1880-1900, έπειτα
1950-1970 στη Δυτική Ευρώπη, για τις άλλες
γεωγραφικές ζώνες αυτές οι περίοδοι
έχουν άλλη χρονολόγηση) υπήρχαν οι
περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής,
οι απότομες φάσεις της ανεργίας, το
φτώχεμα περιφερειακών στρωμάτων με την
άνιση οικονομική ανάπτυξη, η απόκλιση
ανάμεσα σε ότι πετυχαίνουν οι
οργανωμένοι εργαζόμενοι και σ’ αυτό
που είναι ανέφικτο για τους ανοργάνωτους.
Υπήρχε η υπερεκμετάλλευση των γυναικών,
των νέων, των μεταναστών. Υπήρχαν οι
θύλακες της εξαθλίωσης στα χωριά και
στις πόλεις, τα πάμφτωχα στρώματα του
υποπρολεταριάτου, που είχαν άλλωστε
διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες πριν από
το 1914 παρά σήμερα, εξαιτίας της απουσίας
κοινωνικών ασφαλίσεων. Υπάρχει ο διαρκής
φόβος του εργάτη, ακόμα και του
καλοπληρωμένου, να κατρακυλήσει
απότομα στα στρώματα αυτά εξαιτίας της
ανεργίας, του ατυχήματος στη δουλειά,
της αναπηρίας, της αρρώστιας. Υπάρχει
η αγωνία της εξαθλίωσης των γέρων
συνταξιούχων. Φτάνει να αναλογιστούμε
την έκταση των θεσμών όπως τα
ενεχυροδανειστήρια ή τα ιδιωτικά
φιλανθρωπικά έργα στις παραμονές του
1914 για να αντιληφθούμε ότι αυτός ο φόβος
δεν ήταν καθόλου παράλογος.
Η
αλληλεπίδραση αυτών των δυο συντελεστών
- η αδυναμία για τη μπουρζουαζία να
μεταμορφώσει τον προλετάριο σ' ένα
«ενσωματωμένο πολίτη» μέσα
στην παραγωγική διαδικασία
και η βασική αστάθεια, η βασική
ανασφάλεια της προλεταριακής υπόστασης
- κάνουν αδύνατο έναν αυτόματο δεσμό
ανάμεσα στην ανύψωση του βιοτικού
επιπέδου της εργατικής τάξης και τις
ρεφορμιστικές «πρακτικές» και μάλιστα
«νοοτροπίες». Όλα εξαρτώνται από το
ιστορικό περίγραμμα. Για να περιοριστούμε
μονάχα σε μια πρόσφατη ιστορική αναφορά:
οι δυτικογερμανικοί, γαλλικοί και
ιταλικοί πραγματικοί μισθοί ανέβηκαν
λίγο πολύ με την ίδια αναλογία στα
χρόνια 1953-1968 (αν δεν κάνουμε λάθος, η
ποσοστιαία αύξηση υπήρξε κάπως μικρότερη
στη Δυτική Γερμανία παρά στην Ιταλία).
Στη Γαλλία και στην Ιταλία αυτό κατέληξε
στις μεγαλειώδεις εκρήξεις του 1968-1969.
Στη Γερμανία δεν έγινε κάτι παρόμοιο.
Μπορεί
κανείς να πει ότι η πριν από το 1914 πρακτική
της πάλης, η ουσιαστικά βασισμένη
στις άμεσες διεκδικήσεις, επειδή δεν
ήταν «φυσικά και από τη φύση της»
ρεφορμιστική, συνέβαλλε στον ερχομό
προεπαναστατικών και επαναστατικών
κρίσεων; Θα ήταν ασφαλώς παράλογο να το
ισχυριστεί. Βέβαια, είχαν υπάρξει τότε,
εκτός από την ίδια τη ρωσική επανάσταση
του 1905 και τους αντίκτυπους της στη
Φινλανδία, στιγμές σοβαρής πολιτικής
κρίσης που ξεπερνούσαν καθαρά το «όριο
ανοχής» ενός καπιταλιστικού καθεστώτος
που λειτουργούσε ομαλά. Όμως, πρώτο,
αυτές οι στιγμές είναι εξαιρετικά
σπάνιες. Περιορίζονται σε μερικές από
τις πιο αδύνατες ιμπεριαλιστικές χώρες
(Αυστρία, Ιταλία, Ισπανία). Και, προπάντων,
η μπουρζουαζία είναι απείρως καλύτερα
οπλισμένη παρά μετά το 1914, για να μην
πούμε μετά το 1944, για να τις αντιμετωπίσει,
για να «ομαλοποιήσει» γρήγορα την
κατάσταση.
Εδώ
είναι που πρέπει να επέμβουν δυο στοιχεία
συμπληρωματικά στην ανάλυση: ο
προσδιορισμός της αλλαγής της εποχής
που προκλήθηκε από το 1914, οι συνθήκες
που κάνουν δυνατή την εναλλαγή ανάμεσα
στους καθημερινούς αγώνες της εργατικής
τάξης και τις εκρήξεις τέτοιας έκτασης
που απειλούν τουλάχιστο αντικειμενικά
την επιβίωση του ίδιου του καπιταλιστικού
καθεστώτος.
Ο
σύντροφος Βεμπέρ ισχυρίζεται ότι η ιδέα
του «ψυχορραγούντος καπιταλισμού»
(προτιμούμε αυτή τη φόρμουλα από κείνη
την πιο αντικειμενική, «της εποχής του
παρακμασμένου καπιταλισμού») είναι
καθαρά περιγραφική και περιορίζεται
επομένως ουσιαστικά στην περίοδο
1914 - 1940 ή 1945 («Κομμουνιστική
Κριτική»,
Νο 26, σ. 110). Για να μπορέσει να στηρίξει
κανείς αυτή την πολύ περιορισμένη
ερμηνεία, πρέπει να αναγάγει όλο το
πρόβλημα σε ένα προσδιορισμό καθαρά
οικονομικίστικο, που είναι ακριβώς το
αντίστοιχο μιας παράλογης θέσης που
υποστηρίζει η Διεθνιστική Κομμουνιστική
Οργάνωση επί τόσα χρόνια. Αφού υπάρχει
μια οικονομική επέκταση πολύ μεγάλη
ανάμεσα στο 1948 και στο 1968 (ας πούμε
καλύτερα τις αρχές της δεκαετίας του
1970), δεν υπάρχει φάση παρακμής του
καπιταλισμού που να κρατάει. Επειδή
υπάρχει ολοφάνερα παρακμή του
καπιταλισμού, δεν μπορεί να υπάρχει
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων,
έλεγαν οι ηγέτες της ΔΚΟ (οι μεν ταυτίζουν
επίσης, την οικονομική ανάπτυξη και την
ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων,
που καταλήγει στην άρνηση του
ολοφάνερου, οι άλλοι ισχυρίζονται ότι
μπορεί να υπάρχει παρακμή των παραγωγικών
δυνάμεων και ταυτόχρονα γοργή οικονομική
ανάπτυξη που καταλήγει σε μια ιδεαλιστική
αναθεώρηση, όχι λιγότερο παράλογη,
της μαρξιστικής έννοιας της παραγωγικής
δύναμης).
Όμως
αναλύσαμε ήδη λεπτομερώς αυτό το
φαινόμενο στον «Ύστερο Καπιταλισμό».
Απορούμε πως ο σύντροφος Βεμπέρ, ενώ
αναφέρεται σε πολλές περιπτώσεις
στο βιβλίο αυτό, δεν φαίνεται να
αντιλήφθηκε αυτή την όψη της
επιχειρηματολογίας. Ένας τρόπος
παραγωγής παρακμάζει όχι επειδή οι
παραγωγικές δυνάμεις παύουν να
αναπτύσσονται με την απόλυτη έννοια
του όρου, αλλά όταν η αντίφαση ανάμεσα
στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων
και στις υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής
γίνεται εκρηκτική, όταν έχει πια
επιτευχθεί και ξεπεραστεί το μάξιμουμ
της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων
που οι
υπάρχουσες σχέσεις παραγωγής
μπορούν να κλείσουν μέσα τους
(είναι η κλασική φόρμουλα που
χρησιμοποιεί ο Μαρξ στον πρόλογο του
στη «Συμβολή στην κριτική της πολιτικής
οικονομίας», όπου προσπαθεί να συνοψίσει
συνθετικά τους γενικούς νόμους του
ιστορικού υλισμού).
Από
την άποψη αυτή, τα μετά το 1914 γεγονότα
είναι εύγλωττα. Η διαδοχή κρίσεων
στρατιωτικών, πολιτικών, κοινωνικών,
οικονομικών, πολιτιστικών είναι
πραγματικά αδιάκοπη. Η «κρίση του
αστικού
πολιτισμού» είναι διαρκής και ανυποχώρητη.
Οι καταστροφικές δυνατότητες, η
σπατάλη, η «σαπίλα», για να παραθέσουμε
τον Λένιν, που συνοδεύουν την οικονομική
ανάπτυξη, παίρνουν μια φοβερή έκταση,
εντελώς καινούργια. Η κρίση των
καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής
εκδηλώνεται ολοένα καθαρότερα.
Επεκτείνεται σε όλους τους τομείς
της κοινωνικής ζωής. Συνοδεύεται από
μια γενικευμένη κρίση όλων των αστικών
κοινωνικών σχέσεων.
Αντί
να διαψεύδει αυτή τη διάγνωση, η περίοδος
της επιταχυνόμενης οικονομικής
ανάπτυξης, που κρατά στην καπιταλιστική
Ευρώπη και στην Ιαπωνία από το 1948 μέχρι
το τέλος της δεκαετίας του 1960 και τις
αρχές της δεκαετίας του 1970, την επιβεβαιώνει
με τρόπο παταγώδη. Χρειάζεται να
θυμίσουμε στο σύντροφο Βεμπέρ την ίδια
του την ιστορία και κείνη της
Επαναστατικής Κομμουνιστικής
Νεολαίας; Ο Μάης του 1968, ο μεγάλος αγώνας
του γαλλικού προλεταριάτου, μια μάχη
αντικειμενικά από τις πιο επαναστατικές
στη Δυτική Ευρώπη μετά το 1923, ξέσπασε
σε περίοδο πλήρους οικονομικής επέκτασης,
ενώ δεν υπήρχε σημαντική ανεργία, ενώ
οι εργαζόμενοι είχαν πίσω τους μια φάση
βελτίωσης εξαιρετικά υψηλής και
παρατεταμένης του βιοτικού επιπέδου
τους (που ο Μάης του 1968 εξάλλου την
παρέτεινε μερικά χρόνια ακόμη). Η
ίδια παρατήρηση ισχύει και για τον
«έρποντα ιταλικό Μάη» του 1969. Αυτό
αποτελεί βέβαια την απόδειξη ότι ούτε
η οικονομική επέκταση ούτε η καλυτέρευση
του βιοτικού επιπέδου δεν θα μπορούσαν
να σταματήσουν για πολύ την έκρηξη των
κοινωνικών και οικονομικών αντιφάσεων
που αποτελούν τον καμβά στην περίοδο
της παρακμής του καπιταλιστικού
τρόπου παραγωγής. Με κάποιο τρόπο
μάλιστα την έχουν υποθάλψει, κυρίως
διευρύνοντας με τρόπο επαναστατικό
τις ανάγκες και τις επιθυμίες της
εργατικής τάξης, σαν συνάρτηση επίσης
της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων,
των αναγκών και των επιθυμιών που το
καθεστώς βρισκόταν σε έκδηλη αδυναμία
να τις ικανοποιήσει (αμοιβαία επιδρά
ασφαλώς το γεγονός ότι η μεταστροφή του
«μακρού κύματος», το τέλος της
επιταχυνόμενης επέκτασης, επιδεινώνει
σήμερα ακόμα πιο καθαρά τη διαρθρωτική
κοινωνική κρίση του παρακμασμένου
καπιταλισμού).4
Ο
σύντροφος Βεμπέρ σημειώνει, είναι
αλήθεια, τις διαφορές ανάμεσα στη φάση
της επέκτασης του 1945-1975 και κείνη του
1880-1914 (δεν συζητάμε τη χρονολόγηση δεν
έχει σημασία μέσα σε τούτο το περίγραμμα):
επέκταση των γραφειοκρατικοποιημένων
εργατικών κρατών, αποικιακή επανάσταση
κτλ. («Κομμουνιστική
Κρίση»,
Νο 27, σ. 112-113). Αλλά για να απομονώσει
ακόμα περισσότερο τα οικονομικά φαινόμενα
(«τις δημιουργούμενες ευνοϊκές
συνθήκες στην κάθε μια περίπτωση για
την άνθηση μιας ρεφορμιστικής πρακτικής
πάλης της εργατικής τάξης»). Ακόμα μια
φορά ξεχνά την ίδια του την ιστορία
και κείνη της οργάνωσης του. Μπορεί να
εξηγηθεί και να κατανοηθεί ο Μάης του
1968 χωρίς να αναφερθεί ο πόλεμος της
Αλγερίας, ο πόλεμος της Ινδοκίνας
και ο ρόλος που αυτοί έπαιξαν στην
εμφάνιση της Επαναστατικής Κομμουνιστικής
Νεολαίας και του σπουδαστικού
κινήματος; Μπορούμε να καταλάβουμε
το Μάη του 1968 αν δεν λάβουμε υπόψη τη
γέννηση μιας νέας μαζικής πρωτοπορίας,
των «παιδιών της κουβανικής και
βιετναμικής επανάστασης» που
αναδύθηκαν από την κρίση του ρεφορμισμού
και του σταλινισμού; Για
ποιους λόγους, για πρώτη φορά από το
1914-1917, μια ολόκληρη γενιά που δεν ήταν
εξάλλου μόνο σπουδαστών (ας
θυμηθούμε τις εκρήξεις στην Καν και στη
Μαν που προηγήθηκαν από την έκρηξη
του Παρισιού) δεν
ελκύστηκε από τους παραδοσιακούς
ρεφορμιστικούς μηχανισμούς αλλά έδρασε
ανεξάρτητα από αυτούς; Ο Μάης του
1968 θα ήταν δυνατός χωρίς αυτό το φαινόμενο;
Κατανοώντας
αυτό
που άλλαξε από το 1914,
δηλαδή ένα ποιοτικά ανώτερο βαθμό
εκρηκτικότητας των αντιφάσεων που
ξεσκίζουν τον καπιταλιστικό κόσμο και
ένα ποιοτικά ανώτερο βαθμό αστάθειας
του αστικού καθεστώτος - μαζί και του
αστικού κράτους - αντιλαμβανόμαστε
ταυτόχρονα γιατί ένας τύπος ταξικών
αγώνων που ήτανε σχεδόν αδύνατοι πριν
από το 1914, εκτός από σπάνιες εξαιρέσεις,
μπορούσαν να αναπαραχθούν πολύ πιο
γρήγορα μετά το 1914. Βέβαια, και εδώ
επίσης, πρέπει να προσέξουμε τις
αποχρώσεις και τις διακρίσεις από χώρα
σε χώρα. Όμως, όποιος μελετά τη μετά το
1914 πολιτική και κοινωνική ιστορία θα
παραδεχτεί ότι πολλαπλασιάζονται οι
μαζικοί αγώνες τέτοιας έκτασης που
μπορούν να κλονίσουν βαθιά, αν όχι να
απειλήσουν βραχυπρόθεσμα την ίδια
την ύπαρξη της αστικής κοινωνίας, πράγμα
που ήταν αδύνατο πριν από το 1914. Αν
συγκρίνουμε τη σημερινή σταθερότητα
της κοινωνίας και του κράτους, δηλαδή
της ταξικής κυριαρχίας του Κεφαλαίου,
στη Μεγάλη Βρετανία, στη Γαλλία, στην
Ιταλία με κείνη που υπήρχε πριν από το
1914 θα φανεί με τον πιο συνθετικό τρόπο
ότι δεν υπάρχει κανένα κοινό μέτρο.
Είναι
αλήθεια ότι πριν από το 1914, αισθανόμενη
τη σταθερότητα και τη δύναμη του
αντιπάλου, η εργατική τάξη απέφευγε,
και η ίδια επίσης, από ένστικτο,
αναμετρήσεις δυνάμεων που θα κινδύνευε
να τις χάσει. Αυτό όμως δεν εμπόδιζε
ούτε γενικές απεργίες, ούτε μαζικές
απεργίες, ούτε οικονομικές απεργίες
που σκληραίνανε προοδευτικά, ούτε
εξωκοινοβουλευτικές μαζικές δράσεις
με πολιτικούς στόχους. Αυτό δεν
εμπόδιζε ούτε μιαν ανάπτυξη της ταξικής
συνείδησης ούτε μια νοοτροπία βαθιά
αντικαπιταλιστική. Όλο αυτό δύσκολα
μπορεί να στριμωχτεί στη φόρμουλα
«ρεφορμιστική πρακτική».
Ασφαλώς,
σε μερικές συγκεκριμένες περιπτώσεις,
αλλά που αποτελούν την εξαίρεση και
όχι τον κανόνα, υπήρξε επικράτηση
σταδιακών αυταπατών σε ορισμένα συνδικάτα
προνομιούχων επαγγελμάτων στη Μεγάλη
Βρετανία, έξω από την Ευρώπη στο
«γκομπερσικό» συνδικαλιστικό κίνημα
στις Ενωμένες Πολιτείες, σε ένα μέρος
του συνδικαλιστικού κινήματος στην
Αυστραλία.
Βέβαια
επίσης, στο γεγονός της εμμονής,
χοντρικά, σε αγώνες για τις άμεσες
διεκδικήσεις, στη θέληση αποφυγής
αναμετρήσεων δύναμης, εκτός από
εξαιρετικές στιγμές, υπήρξε σύμπτωση
ανάμεσα στη στάση της εργατικής μάζας
και στην «παλιά δοκιμασμένη τακτική»
των συνδικαλιστικών ηγετών. Να ο «λογικός
πυρήνας» της θέσης του συντρόφου Βεμπέρ.
Αλλά αυτή η σύμπτωση παρουσιάζει πολλές
αμφιλογίες.
Πρώτο,
στην πλειοψηφία των σοσιαλδημοκρατών
ηγετών η θέληση ν’ αποφύγουν μια
μετωπική σύγκρουση με τον ταξικό
εχθρό εξέφραζε ήδη ολοένα περισσότερο
το συντηρητικό φόβο από μια τέτοια μάχη,
φόβο που δεν είχε καμιά σχέση με συγκυριακή
εκτίμηση
των σχέσεων δυνάμεων, αλλά που ήταν
συνάρτηση μιας πραγματικής ενσωμάτωσης
στο αστικό καθεστώς. Το 1914 και ακόμα το
1918 επιβεβαίωσαν αυτό το γεγονός.
Αντίθετα,
μέσα στο κεφάλι της πλειοψηφίας των
οργανωμένων εργαζόμενων, τουλάχιστο
σε μια σειρά χώρες, δεν υπήρχε τέτοιο
κίνητρο. Μόλις η εξουσία αποσταθεροποιούνταν,
η επικρατέστερη τάση της πάλης των
τάξεων ήταν η γοργή ριζοσπαστικοποίηση
των στόχων και των μορφών της πάλης,
ακόμα και με το ενδεχόμενο μιας μετωπικής
σύγκρουσης με τη μπουρζουαζία και το
κράτος της.
Έπειτα,
η πρακτική των ελιγμών λοξοδρόμησης,
της τακτικής των συμβιβασμών, υψωμένη
στο επίπεδο στρατηγικής αρχής κατέληξε
βαθμιαία μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό
μηχανισμό σε μια θετική στάση απέναντι
στο αστικό καθεστώς. Αυτή είχε, με τη
σειρά της, μια πραγματική βάση. Η
μπουρζουαζία - τουλάχιστον η πιο
διορατική πτέρυγα της - είχε παύσει να
θεωρεί αυτούς τους ρουτινιάρηδες και
αστοποιημένους ηγέτες σαν επικίνδυνους.
Ήδη, τους είχαν γίνει επανειλημμένα
προσφορές, σε πολλές χώρες, να συμμετάσχουν
σε κυβερνήσεις συνασπισμού.
Η
κατάσταση της εργατικής τάξης έμενε
βασικά διαφορετική. Πουθενά η εργοδοσία
δεν είχε κλονιστεί, εξασθενήσει, ή
καθηλωθεί σε τέτοιο σημείο ώστε να
αναζητήσει τη σωτηρία της σε προσφορές
λίγο - πολύ μόνιμης ταξικής συνεργασίας
με τους συνδικαλιστικούς αντιπροσώπους
των εργατών στις επιχειρήσεις. Η ταξική
πάλη, εκεί, διατηρούσε μια όψη πολύ
σκληρότερη, πολύ αμεσότερη. Η
αντισυνδικαλιστική καταπίεση υπήρξε
ο κανόνας, όχι η εξαίρεση. Δεν υπήρχε
λοιπόν αντικειμενική βάση, «άμεσο
δεδομένο της εμπειρίας» που να έκανε
αξιόπιστη την ιδέα της συνεργασίας
εργοδοσίας - συνδικάτων. Η μεγάλη στροφή
σ’ αυτό έγινε αργότερα, το 1918.
Απ’
όλο αυτό συνάγεται, ότι αντί να εξελίσσονται
παράλληλα ή να αλληλοπροσεγγίζουν, η
νοοτροπία μιας σημαντικής μερίδας
του εργαζόμενου προλεταριάτου και
εκείνη της ρεφορμιστικής γραφειοκρατίας,
εξελίχτηκαν σε αντίθετες
κατευθύνσεις,
ήδη πριν από τον πόλεμο του 1914. Μια
ιδιαίτερη συγκυρία που προκλήθηκε από
τον πόλεμο και την προδοσία των ρεφορμιστών
αρχηγών τον Αύγουστο του 1914 συγκάλυψε
για
μια περίοδο αυτή την αυξανόμενη
ασυμφωνία. Από το
1916-1917
όμως αυτή εκδηλώνεται καθαρά και σε μια
κλίμακα κολοσσιαία. Καμιά άλλη
ερμηνεία της ταξικής πάλης
και
της ταξικής συνείδησης, πριν από το
1914, δεν επιτρέπει να εξηγηθεί η τεράστια
ανασύνθεση του ευρωπαϊκού εργατικού
κινήματος που αρχίζει από το 1916-1917 και
φτάνει ως το 1928 (σε μερικές χώρες ως το
1936-1937) και που προκαλεί μετατοπίσεις
κομματικών δυνάμεων υπολογιζόμενες
κυριολεκτικά σε εκατομμύρια εργαζόμενους.
Για να εξηγηθούν οι αισθητές κατά χώρες
διαφορές στην έκταση αυτής της ανασύνθεσης,
για να προσδιοριστούν τα όρια της, για
να εξηγηθεί επίσης η ανωριμότητα των
νεαρών κομμουνιστικών κομμάτων,
ακόμα κι όταν συμβαίνει να είναι μαζικά
κόμματα όπως το γερμανικό Κ.Κ. μετά το
1921, πρέπει να συνυπολογιστούν
συμπληρωματικοί συντελεστές
αναφερόμενοι στην πριν από το 1914 ιστορία
της πάλης των τάξεων.
Πρώτον,
αν μια μακρόχρονη περίοδος ταξικών
αγώνων με κέντρο τις άμεσες διεκδικήσεις
δεν γεννάει αναγκαστικά «σταδιακές
αυταπάτες» και «ρεφορμιστική νοοτροπία»,
δημιουργεί αναπόφευκτα ένα άλλο
φαινόμενο: την έλλειψη έμπειρων και
σφυρηλατημένων στελεχών για άλλες
μορφές αγώνων. Ανάλογα με τη συχνότητα
και την έκταση ριζοσπαστικών αγώνων
σε κάθε χώρα, πριν από το 1914, η πρωτοπορία
με το μίνιμουμ προετοιμασίας της για
αγώνες άλλης φύσης (που γίνονται
συχνότεροι μετά το 1916-1917), ήταν αντίστοιχα
πλατιά, περιορισμένη ή πρακτικά ανύπαρκτη.
Αυτό είχε επιπτώσεις ευδιάκριτες πάνω
στους ρυθμούς και στην κατάληξη της
ανασύνθεσης του εργατικού κύματος σε
κάθε χώρα, κατά και μετά τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έπειτα,
η αλλαγή της περιόδου συνεπαγόταν μια
αναγκαία αλλαγή της τακτικής και της
στρατηγικής. Όμως η τακτική και η
στρατηγική δεν αποκτώνται μονάχα
από την πείρα. Απαιτούν επίσης
πολιτικό, θεωρητικό, προγραμματικό
ξεκαθάρισμα. Σ’ αυτό το σημείο υπήρξε
μια μεγάλη καθυστέρηση μέσα στην, πριν
από το 1914, σοσιαλιστική αριστερά, παρόλο
που η προσπάθεια για το ξεκαθάρισμα
των απόψεων υπήρξε πραγματική (σε
διαφορετικούς βαθμούς από χώρα σε
χώρα). Η δυνατότητα, η ικανότητα, η
θέληση να μεταδοθεί σε ευρύτερα εργατικά
στρώματα αυτό το ξεκαθάρισμα διαφέρανε
πιο πολύ ακόμα από χώρα σε χώρα,
καταλήγοντας σε όχι λιγότερο διαφορετικούς
συσχετισμούς των δυνάμεων ανάμεσα σε
συνεπείς διεθνιστές μαρξιστές, σε
κεντριστές της αριστεράς, κεντριστές
της δεξιάς και υπεραριστερούς σ’
ολόκληρη την περίοδο 1916-1921. Αυτό με τη
σειρά του βάρυνε πολύ πάνω στους ρυθμούς
και το πραγματικό περιεχόμενο της
ανασύνθεσης του εργατικού κινήματος.
Η
περιοδοποίηση των ταξικών αγώνων
Δεν
αμφισβητούμε λοιπόν ότι το 1914-1918 αποτελεί
μια τομή. Αλλά βλέπουμε προπάντων
την αιτία στη ριζική αλλαγή του συσχετισμού
δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις, στην
ποιοτική εξασθένιση του αστικού
καθεστώτος. Αυτό έκανε δυνατούς,
αναπόφευκτους και προπάντων συχνούς,
τους αγώνες διαφορετικής φύσης από
κείνους που επικρατούσαν πριν το 1914.
Αλλά δεν υπήρξε ούτε τομή στην επικρατούσα
νοοτροπία του οργανωμένου προλεταριάτου,
τουλάχιστο σε μια σειρά χώρες, ούτε
προπάντων αλλαγή στη γενικά ανοδική
τάση του εργατικού κινήματος, της
εργατικής μαχητικότητας και της ταξικής
συνείδησης. Η μόνη αληθινή διαπίστωση
είναι ότι επιταχύνθηκε
ο
ρυθμός
των εξελίξεων, όχι ότι άλλαξε
κατεύθυνση.
Έτσι
είναι μια άλλη τομή που πρέπει να
αναζητήσουμε για να εξηγήσουμε τη
μεταστροφή της ανερχόμενης τάσης των
εργατικών αγώνων και της ταξικής
συνείδησης. Τούτη η άλλη τομή
τοποθετείται ακριβώς στη διάρκεια
της περιόδου που ο σύντροφος Βεμπέρ
χαρακτηρίζει σαν τόσο ευνοϊκή για το
ξέσπασμα μιας επαναστατικής νοοτροπίας,
και μάλιστα για τη «σύγκρουση με τη
ρεφορμιστική νοοτροπία»: στη δεκαετία
του 1930.
Βέβαια,
και εδώ επίσης πρέπει να επισημάνουμε
τις διαφορές από χώρα σε
χώρα.
Στην Ιταλία, στην Ουγγαρία, στην Πολωνία
η τομή βρίσκεται ήδη στη διάρκεια
της δεκαετίας του 1920. Στη Μεγάλη Βρετανία
μπορούμε να συζητήσουμε αυτό που
έγινε ανάμεσα στην ήττα της γενικής
απεργίας του 1926 και τον τραυματικό
κλονισμό του 1931 (ρήξη του πρωθυπουργού
των Εργατικών Μακ Ντόναλντ με το κόμμα
του). Στη Γερμανία και στην Αυστρία, αν
οι αποφασιστικές ήττες βρίσκονται
στο 1933 και στα 1934-1938, μικρότερες ήττες,
αλλά χωρίς επιπτώσεις στην κατοπινή
εξέλιξη των γεγονότων, σημειώνονται το
1923 και το 1927. Αλλά πιστεύουμε ότι καμιά
απ’ αυτές τις ήττες δεν έκανε αδύνατες,
στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930, τις
αποφασιστικές νίκες. Αυτό φαίνεται
καθαρότερα στη Γαλλία και στην Ισπανία,
όπου σημειώθηκαν πρόσκαιρες οπισθοδρομήσεις
της εργατικής μαχητικότητας στη
διάρκεια της δεκαετίας του 1920, αλλά που
δεν εμποδίσανε καθόλου τις θεαματικές
ανόδους του 1931, 1934, 1936 στην Ισπανία, του
1934-1937 στη Γαλλία.
Η
φύση αυτής της δεύτερης τομής στην
ιστορία του ευρωπαϊκού εργατικού
κινήματος είναι φανερή: ήττες
ιστορικής έκτασης σπάζουν για μια μεγάλη
περίοδο τον αναρχικό χαρακτήρα της
μαχητικότητας και της ταξικής συνείδησης
του προλεταριάτου.
Η έκταση της ήττας παραλλάζει από χώρα
σε χώρα (δεν υπάρχει κοινό μέτρο σύγκρισης
Χίτλερ και Πεταίν). Αλλά είναι βέβαιο
ότι μετά το 1923, το 1933 και προπάντων το
1937 γίνεται καθοριστικό το συσσωρευτικό
αποτέλεσμα όλων αυτών των ήττων (στη
σειρά των οποίων πρέπει ασφαλώς να
προσθέσουμε την ιστορικά βαρύτερη κατά
κάποιο τρόπο ήττα: την πολιτική
απαλλοτρίωση του σοβιετικού προλεταριάτου
από τη σταλινική γραφειοκρατία).
Βρισκόμαστε τώρα μπροστά σε μια ευρωπαϊκή
εργατική τάξη που η αυτοπεποίθηση
της, η συνολική μαχητικότητα της, η πίστη
της στο σοσιαλιστικό μέλλον της
ανθρωπότητας, η ταξική συνείδηση της
έχουν βαθιά κλονιστεί και υποχωρήσει
για μια μεγάλη περίοδο.
Είναι
αλήθεια ότι κατά και μετά το 2ο Παγκόσμιο
Πόλεμο σημειώθηκε μια νέα σημαντική
άνοδος της εργατικής μαχητικότητας.
Και πάλι εδώ είναι χτυπητές οι διαφορές
κατά χώρες. Δεν υπάρχει σύγκριση
ανάμεσα στη νέα αυτή άνοδο στη
Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα (όπου πήρε
μορφή επαναστατική) και σε μικρότερο
βαθμό στην Ιταλία και στη Γαλλία, από
το ένα μέρος, και στην άνοδο σε μια
σειρά χώρες όπου αυτή υπήρξε είτε
σχεδόν μηδαμινή είτε περιορίστηκε
σε αγώνες στρωμάτων πολύ μειοψηφικών,
από το άλλο μέρος. Αλλά δεν είναι εδώ το
βάθος του ζητήματος.
Το
μεταπολεμικό κύμα ξεκίνησε από ένα
επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης
ποιοτικά χαμηλότερο από εκείνο του
1918.
Εδώ και πουθενά αλλού - ασφαλώς όχι στην
ανεπτυγμένη δύναμη της μπουρζουαζίας,
στην ανεπτυγμένη ικανότητα του
ιμπεριαλισμού ή στις αποτελεσματικότερες
μανούβρες των μηχανισμών τους - βρίσκεται
ο κύριος λόγος της ευκολίας με την οποία
ρεφορμιστές και σταλινικοί μπόρεσαν
να καναλιζάρουν το κύμα 1944-1948 με μιαν
αποτελεσματικότητα ποιοτικά ανώτερη
παρά το 1918. (Σ' αυτή την κύρια αιτία
μπορούμε βέβαια να προσθέσουμε
δευτερεύουσες αιτίες όπως η εξαιρετική
αδυναμία το 1944 των οργανωμένων
επαναστατικών πυρήνων. Επίσης η παρουσία
κεντριστικών συνδικαλιστικών ρευμάτων,
όπως το ρεύμα Ρενάρ στο Βέλγιο, επέτρεψε
να προβληθεί μια εργατική αντίσταση
ισχυρότερη στα 1944-46 στην προδοτική
πολιτική των μηχανισμών παρά στις
περισσότερες άλλες χώρες).
Το
κύμα 1944-1946 κατέληξε λοιπόν με τη σειρά
του σε μια ήττα της ευρωπαϊκής εργατικής
τάξης. Αυτή η ήττα είναι που δημιούργησε
τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες
ενός οικονομικού «μπουμ» (ξεχάστηκαν
κάπως γρήγορα οι συνθήκες της αστάθειας
και του οικονομικού χάους της περιόδου
αμέσως μετά τον πόλεμο), για το οποίο
άλλωστε μια από τις «καθαρά» οικονομικές
πηγές υπήρξε η επίτευξη σημαντικής και
μακροπρόθεσμης αύξησης του ποσοστού
της υπεραξίας, επομένως του ποσοστού
κέρδους, επομένως το ρυθμού συσσώρευσης
του κεφαλαίου, που την έκαναν δυνατή
οι εργατικές ήττες (φασισμός, πόλεμος,
ψυχρός πόλεμος).
Αλλά
οι ήττες του 1947-1948 (του 1950 στη Μεγάλη
Βρετανία) είναι ήττες πιο περιορισμένες,
πιο μέτριες από εκείνες στις δεκαετίες
1920 και 1930. Η οπισθοχώρηση δεν έθιξε
καθόλου την ύπαρξη των μαζικών εργατικών
οργανώσεων (εκτός από την Ελλάδα). Αν
πάνω στη μέση συνείδηση των μαζών
είχε επιδράσεις πραγματικές και
αρνητικές, αυτές είχαν τις αποχρώσεις
τους: υπήρξαν μικρότερες στην Ιταλία
παρά στη Γαλλία, πολύ πιο περιορισμένες
στη Μεγάλη Βρετανία παρά στη Δυτική
Γερμανία. Και προπάντων: επικαλύφθηκαν
εν μέρει από τους αντίχτυπους που
σημείωσαν στην αντίθετη κατεύθυνση
δυο ευρύτερες ιστορικές διεργασίες:
από το ένα μέρος, οι λαμπρές νίκες της
παγκόσμιας επανάστασης έξω από την
Ευρώπη, προπάντων η νίκη της κινέζικης
επανάστασης το 1949 και τα επακόλουθα
της και από το άλλο μέρος, το δυνάμωμα
της εργατικής τάξης από άποψη
αριθμητική, πολιτιστική, ακόμα και
της μέσης ειδίκευσης της (αυτό το
τελευταίο σημείο αμφισβητείται
περισσότερο) που υπήρξε το αναπόφευκτο
αποτέλεσμα της μεταπολεμικής επιταχυνόμενης
οικονομικής ανάπτυξης.
Οι
επιδράσεις αυτών των δυο ιστορικών
διεργασιών έγιναν πρώτα αισθητές από
έναν αργό μετασχηματισμό του συσχετισμού
των ταξικών δυνάμεων. Έπειτα έγιναν
αισθητές στον τομέα της ταξικής
συνείδησης. Μετά τη φάση των «μοριακών»
μεταβολών που εκτείνονται στη δεκαετία
του 1960, ακολούθησε ο κεραυνός του Μάη
1968 που άνοιξε μια νέα περίοδο άνθησης
της μαχητικότητας, της ριζοσπαστικοποίησης
των αγώνων και της ταξικής συνείδησης
του προλεταριάτου, παρόμοια με εκείνη,
διατηρώντας τις αναλογίες, που ακολούθησε
τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο. (Λέγοντας
παρόμοια, δεν εννοούμε βέβαια ταυτόσημη,
κάθε άλλο! Η έλλειψη ενός πόλου έλξης
και έμπνευσης σαν εκείνου που εξασφάλισε
τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης
γίνεται ωμά αισθητή).
Η
δική μας περιοδοποίηση της ιστορίας
των ταξικών αγώνων και του εργατικού
κινήματος στην Ευρώπη είναι λοιπόν
αισθητά διαφορετική από εκείνη του
συντρόφου Βέμπερ. Νομίζουμε ότι
ανταποκρίνεται καλύτερα στην
πραγματικότητα, δηλαδή ότι απεικονίζει
καλύτερα το πραγματικό κίνημα της
ταξικής πάλης, που μπορεί επίσης να
προσμετρηθεί. Η διαφορά συνοψίζεται σ'
αυτό: για το σύντροφο Βεμπέρ υπάρχει
κάποια εσωτερική και καθοριστική
συσχέτιση (δεν τον κατηγορούμε για πλήρη
και απόλυτη συσχέτιση) ανάμεσα στους
μεγάλους κύκλους της συμπεριφοράς και
της νοοτροπία του προλεταριάτου από τη
μια μεριά και στα «μακρά κύματα» της
οικονομίας (είτε είναι επεκτατικά είτε
είναι πτωτικά) απ’ την άλλη. Για μας,
αντίθετα, οι
κύκλοι των ταξικών αγώνων
(σε κάθε χώρα, σε κάθε τμήμα της Ευρώπης
και στο σύνολο της Ευρώπης) είναι
σχετικά αυτόνομοι από
την οικονομική συγκυρία. Προσδιορίζονται
από την εσωτερική διαλεκτική της
εργατικής τάξης και του εργατικού
κινήματος και από το μεγάλο ιστορικό
περίγραμμα στο σύνολο του. Το συσσωρευτικό
αποτέλεσμα των περασμένων ηττών ή νικών,
η καθοδική ή ανοδική τάση της δύναμης
κρούσης των οργανωμένων εργατών, που
δεν εξαρτώνται άμεσα από τις οικονομικές
συνθήκες και που είναι πιο σημαντικές
από αυτές για να δείξουνε τη γενική
τάση, η σχετική έκταση και ριζοσπαστικοποίηση
των αγώνων, επεμβαίνουν εδώ με τρόπο
καθοριστικό.
Βέβαια
δεν υπερασπίζουμε τη θέση - που θα ήταν
απαράδεκτη για ένα μαρξιστή - ότι δεν
υπάρχει καμιά σχέση ανάμεσα στις μεγάλες
(μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες)
μεταστροφές της οικονομικής συγκυρίας
και στις δυνατότητες και εκβάσεις των
εργατικών αγώνων. Λέμε ότι οι μεγάλοι
κύκλοι της πάλης των τάξεων είναι σχετικά
ανεξάρτητοι από τις μακροπρόθεσμες
οικονομικές διακυμάνσεις και ότι δεν
υπάρχει καμιά απόδειξη ούτε καμιά λογική
στους συσχετισμούς του τύπου: η
οικονομική άνοδος σημαίνει (ή ευνοεί)
ρεφορμιστικούς αγώνες, η σχετική
στασιμότητα και οι οικονομικές
κρίσεις σημαίνουν (ή ευνοούν) επαναστατικούς
αγώνες.
Η
επίπτωση της συγκυρίας πάνω στους
επαναστατικούς αγώνες και τις δυνατές
εκβάσεις τους είναι πραγματική. Πρέπει
ωστόσο να μεταβιβαστεί από τους εξής
συντελεστές: πώς η εργατική τάξη είναι
ικανή να αντιδράσει σε τούτη ή σ’ εκείνη
τη μεταστροφή της συγκυρίας (τη γοργή
καθώς και τη μακροπρόθεσμη), εξαρτάται
από τη δύναμη που έχει συγκεντρώσει
στην προηγούμενη φάση; Πώς βλέπει τις
αλλαγές που συντελούνται στις δικές
της συνθήκες ύπαρξης; Σαν το μοιραίο
προϊόν ενός αναντικατάστατου καθεστώτος
ή σαν το προϊόν των ίδιων των αγώνων
της; Σε ποιο βαθμό είναι ιδεολογικά
και πολιτικά προετοιμασμένη για να
αντιμετωπίσει απότομες (ή πιο
μακροπρόθεσμες) αλλαγές της οικονομικής
συγκυρίας; Είναι η αλληλεπίδραση
αυτών των συντελεστών (και πολλών άλλων
ακόμα) με τις αντικειμενικές επιπτώσεις
της συγκυρίας που θα προσδιορίσουν τη
γενική τροχιά της ταξικής πάλης. Απλώς
είναι ακατανόητο γιατί η ύπαρξη δυο
εκατομμυρίων ανέργων στη Μεγάλη Βρετανία
έσπασε ξεκάθαρα κάθε απεργιακή κίνηση
και εξασθένισε σοβαρά τη συνδικαλιστική
δύναμη στη δεκαετία του 1930, ενώ είχε
κυριολεκτικά το αντίθετο αποτέλεσμα
από το 1974 κι έπειτα. Ακόμα μια φορά
παρουσιάζεται το αιώνιο πρόβλημα της
διαλεκτικής των αντικειμενικών και
υποκειμενικών παραγόντων.
Δεν
υπάρχει «επίμονη κυριαρχία των
ρεφορμιστικών μηχανισμών» πάνω στη
δυτικοευρωπαϊκή εργατική τάξη
Το
συμπέρασμα που συνάγεται απ’ όλη αυτή
την ανάλυση είναι ότι στην ιστορία του
20ου αιώνα δεν υπάρχει μια «επίμονη
κυριαρχία των ρεφορμιστικών μηχανισμών
πάνω στην εργατική τάξη της Δυτικής
Ευρώπης». Αυτή η κυριαρχία, ήδη αβέβαιη
στις παραμονές του 1ου Παγκόσμιου
Πολέμου σε χώρες όπως η Φινλανδία, η
Ιταλία, η Ισπανία, η Πολωνία, ισχυρά
αμφισβητούμενη από μια μειοψηφία του
προλεταριάτου στη Μεγάλη Βρετανία
και στη Γαλλία (το συνδικαλιστικό ρεύμα),
κλονίζεται σε βασικά στρώματα της
ισπανικής, γερμανικής και ιταλικής
εργατικής τάξης από το 1917 και σε πολλές
χώρες στα 1919, 1920, 1921, μαζί και στη Γαλλία.
Αποκαταστάθηκε
σε διάφορες αναλογίες ανάμεσα στο
1923 και στο 1933. Αλλά ο καθοριστικός
συντελεστής αυτής της επανάστασης είναι
όχι το οικονομικό «μπουμ», αλλά τα
ολέθρια πολιτικά λάθη της 3ης Διεθνούς,
της μόνης εναλλακτικής ηγεσίας που
υπήρχε μετά την εξαφάνιση της 2ης και
της 2½
Διεθνούς.
Το καλύτερο παράδειγμα είναι εκείνο
της Μεγάλης Βρετανίας όπου στα χρόνια
1923-1926 η διευθυνόμενη από τους κομμουνιστές
συνδικαλιστική αριστερά κερδίζει
ολόκληρους τομείς του μαζικού κινήματος,
πράγμα που επέδρασε επίσης στη δυνατότητα
της έναρξης της γενικής απεργίας του
1926. Όλο αυτό το επίτευγμα, όλος αυτός ο
τεράστιος δυναμισμός έσπασε από την
πολιτική της Αγγλορωσικής Επιτροπής,
που δημιούργησαν η Κομμουνιστική Διεθνή
και το βρετανικό Κ.Κ.
Η
ρεφορμιστική κυριαρχία αμφισβητήθηκε
πάλι με ολοένα εντονότερο τρόπο μετά
τη νίκη των ναζιστών το 1933 (γεγονός
πολύ πιο καθοριστικό σ’ αυτό, παρά η
οικονομική κρίση). Αυτή η κυριαρχία
αρχίζει να σπάζει στην Ισπανία προπάντων
από το 1934, πράγμα που επαληθεύτηκε με
θεαματικό τρόπο στην περίοδο 1936-1937.
Ράγισε αρκετά, αν δεν έσπασε στη Γαλλία
από τον Ιούνη του 1936. Κλονίστηκε στην
Αυστρία και στο Βέλγιο, όπου κεντριστικές
δυνάμεις κατάφεραν ωστόσο να ξαναφέρουν
προς την
σοσιαλδημοκρατία
μαζικά ρεύματα εξεγερμένων.
Το
τρίτο κύμα της αμφισβήτησης το ζούμε
τώρα, δηλαδή στην περίοδο που άνοιξε
τον Μάη του 1968. Όπως τα δύο προηγούμενα
ρεύματα, αγκαλιάζει ήδη πάνω στην ήπειρο
μας πολλά εκατομμύρια εργαζόμενους.
Ολοφάνερα δεν είναι καθοριστικό εδώ το
εκλογικό κριτήριο, αλλά ο βαθμός του
ελέγχου και του καναλιζαρίσματος που
οι ρεφορμιστές ασκούν πάνω στις
διεκδικήσεις, τους αγώνες και τη
ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής
τάξης. Ακόμα μια φορά το φαινόμενο
είναι τόσο πραγματικό που μπορεί εύκολα
να προσμετρηθεί.
Η
αληθινή ιστορία των σχέσεων ρεφορμιστικών
μηχανισμών - μαζών είναι λοιπόν μια
ιστορία εναλλαγής φάσεων «σταθερής
κυριαρχίας», «κυριαρχίας αμφισβητούμενης
μαζικά», «μερικής επανάκτησης της
κυριαρχίας» και «ανανεωμένης μαζικής
αμφισβήτησης της». Είναι εκπληκτικό
ότι αυτή η εναλλαγή απεικονίζει
ακριβώς το κυκλικό κίνημα των ταξικών
αγώνων που αναλύσαμε προηγούμενα;
Η
αντίρρηση σύμφωνα με την οποία το ίδιο
το γεγονός της επανάκτησης αποδείχνει
τη «σταθερή κυριαρχία» είναι αντίθετη
με τη λογική, θα ήταν σαν να ισχυριζόταν
κάποιος ότι ένας άνθρωπος που αρρωσταίνει
πολλές φορές έχει στην πραγματικότητα
μόνιμα καλή υγεία, για μόνο το λόγο ότι
αυτές οι αρρώστιες δεν καταλήγουν στο
θάνατο. Σωστά, αν η αρρώστια ήταν ένα
μοναδικό γεγονός. Αλλά αν αυτή τον
προσβάλλει τακτικά, πρέπει προηγουμένως
να διαγνώσουμε την αρρώστια, προτού
προσδιορίσουμε τους λόγους στους
οποίους οφείλονται οι πρόσκαιρες
αναρρώσεις.
Μια
άλλη αντίρρηση αφορά στην αμφιλογία
της ανασύνθεσης του εργατικού κινήματος
πολλών ευρωπαϊκών χωρών στη διάρκεια
της δεκαετίας του 1930. Κανένας δεν θα
αρνηθεί ότι τον Ιούνη του 1936 το Κ.Κ.
Γαλλίας απόκτησε την ηγεμονία πάνω στις
«μεγάλες μονάδες» της γαλλικής εργατικής
τάξης, ηγεμονία που διατήρησε μέχρι
σήμερα (ακόμα κι αν αυτή είναι σήμερα
πιο διαβρωμένη και αμφισβητημένη παρά
σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στα τελευταία
σαράντα χρόνια). Αλλά εκείνη την εποχή,
μήπως το ΚΚΓ δεν εφάρμοζε ήδη μια
ρεφορμιστική πολιτική συνεργασίας των
τάξεων: πώς λοιπόν βλέπουμε, στο πέρασμα
των σοσιαλιστών εργαζομένων από τη ΓΣΕ
του Ζουώ στο ΚΚΓ, τη ρήξη με τους
ρεφορμιστικούς μηχανισμούς;
Ο
σύντροφος Τρότσκι απάντησε κιόλας
σ' αυτή την αντίρρηση στο τελευταίο του
(ατέλειωτο) άρθρο του 1940 «Η Τάξη, το
Κόμμα και η Ηγεσία». Για να μπορέσουν
οι εργαζόμενοι να διαπιστώσουν τον
εκφυλισμό της ηγεσίας ενός μαζικού
κόμματος χρειάζονται γεγονότα εκρηκτικά,
πολύ μεγάλης σημασίας, που συνδέονται
με την άμεση πάλη των τάξεων. Οι
Γάλλοι
εργαζόμενοι, όπως και οι Ισπανοί
εργαζόμενοι, ταυτίσανε το Κ.Κ. στα 1936 με
την Οκτωβριανή Επανάσταση και με την
Κομμουνιστική Διεθνή και όχι με το
ρεφορμισμό. Την αποφασιστική στροφή
του 7ου Συνεδρίου της Κομμουνιστικής
Διεθνούς, τις δίκες της Μόσχας, τη φύση
του σταλινισμού την αντιλήφθηκε μόνο
μια μικρή, πολύ πολιτικοποιημένη
πρωτοπορία, όχι η νέα εργατική
πρωτοπορία στα εργοστάσια, που έπαιξε
ηγετικό ρόλο τον Ιούνη του 1936.
Η
αληθινή αντεπαναστατική και ρεφορμιστική
φύση του σταλινισμού και του μηχανισμού
του ΚΚΓ άρχισε να κατανοείται από μια
πλατύτερη
εργατική πρωτοπορία, αναμφίβολα μόνο
από το Μάη του 1968 και από την εισβολή
στην Τσεχοσλοβάκικη Σοσιαλιστική
Δημοκρατία (ακόμα και η συντριβή της
ουγγρικής επανάστασης και το 20ο
Συνέδριο του ΚΚΣΕ είχανε πολύ μικρότερο
αντίχτυπο μέσα στα εργοστάσια παρά μέσα
στους διανοούμενους κομμουνιστές). Δεν
υπάρχει λοιπόν αντίφαση ανάμεσα στο
γεγονός ότι οι μαχητικοί εργαζόμενοι
εκφράζοντας τη δυσπιστία τους απέναντι
στο Λαϊκό Μέτωπο, στην αντίληψη των
σταδίων και του εκλογικισμού, εξαπολύσανε
τη γενική απεργία με κατάληψη των
εργοστασίων, υπερφαλαγγίζοντας έτσι
τους ρεφορμιστικούς μηχανισμούς στο
σύνολο τους, και ταυτόχρονα πέρασαν
στην πλειοψηφία τους κάτω από την
πολιτική στέγη του ΚΚΓ αντί να υφίστανται
την πολιτική ηγεμονία του Σ.Κ.
Υπάρχει
εξάλλου ένας ενδιαφέρων παραλληλισμός
ανάμεσα σ' αυτό το μαζικό πέρασμα των
εργαζομένων της γαλλικής πρωτοπορίας
στο ΚΚΓ στα 1935-1936 και στην προσχώρηση
στη σοσιαλδημοκρατία, όχι λίγων εργατών
της πρωτοπορίας, σε πολλές χώρες της
καπιταλιστικής Ευρώπης στη διάρκεια
της δεκαετίας του 1970. Αυτό το τελευταίο
φαινόμενο συνδέεται βέβαια, με
την προλεταριοποίηση πολλών στρωμάτων
των «νέων μεσαίων τάξεων». Αλλά δεν
αντανακλά μονάχα αυτή την αντικειμενική
τάση. Είναι επίσης το προϊόν μιας
μαζικής αντισταλινικής και
αντιγραφειοκρατικής συνειδητοποίησης
πλατιών στρωμάτων του ευρωπαϊκού
προλεταριάτου, κυρίως ύστερα από την
εμπειρία του στρατιωτικού πνιξίματος
της «Άνοιξης της Πράγας» που την
αντιλήφθηκε πλατιά η εργατική τάξη της
Δύσης.
Αφού
το ΚΚ φαινόταν αποκρουστικό σ' αυτά τα
στρώματα και οι επαναστατικές
οργανώσεις ήταν ακόμη πολύ ασθενικές
για να χρησιμεύσουν σαν εναλλακτικός
οργανωτικός πόλος στις πλατύτερες
μάζες, προχωρημένα στρώματα εργαζομένων
προσχώρησαν στα σοσιαλδημοκρατικά
κόμματα, κυρίως διαμέσου των συνδικάτων,
σαν συνάρτηση όχι «αυξανόμενων σταδιακών
αυταπατών» αλλά αντίθετα σαν «μικρότερο
κακό» σε σχέση με τα ΚΚ μέσα σε συνθήκες
αυξανόμενης ριζοσπαστικοποίησης.
Προσχώρησαν παρά τη ρεφορμιστική φύση
της σοσιαλδημοκρατίας, όπως άλλα είχαν
προσχωρήσει στο ΚΚΓ στα 1935-1936, παρά το
μετασχηματισμό του σε κόμμα που
πέρασε στο πλευρό του αστικού καθεστώτος.
Ο Μιτεράν το αντιλήφθηκε καλά. Αυτή
υπήρξε η βάση όλης της πολιτικής
επιχείρησης του. Ένα παράλληλο
φαινόμενο έγινε στο Εργατικό
Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Ισπανία και εν
μέρει επίσης στο Σοσιαλιστικό Κόμμα
στην Πορτογαλία, έστω και για μια πολύ
σύντομη φάση. Αυτό το παιχνίδι της
ταλάντευσης θα μπορούσε εξάλλου να
επαναληφθεί στην αντίθετη κατεύθυνση,
στο μέτρο πάντοτε που δεν υπάρχει μια
οργανωτικά αξιόπιστη επαναστατική
εναλλακτική λύση.
Το
πρόβλημα της επανάκτησης (που δεν είναι
ποτέ πλήρης) της ρεφορμιστικής ηγεμονίας
μετά τις «ρήξεις» του 1913-1923, της δεκαετίας
του 1930 και του Μάη του 1968 θέτει ωστόσο
βαθύτερα θεωρητικά ερωτήματα που
παραπέμπουν, ακόμα μια φορά, στην ίδια
τη φύση της εργατικής τάξης και του
εργατικού κινήματος.
Ας
θυμίσουμε πρώτα τον εξαναγκασμό
της
εργατικής τάξης να πουλά την εργατική
της δύναμη. Αυτό συνεπάγεται ότι κάθε
προεπαναστική έκρηξη μπορεί να έχει
δυο εκβάσεις: να μετασχηματιστεί σε
κατάσταση επαναστατική, δηλαδή σε λίγο
- πολύ γενικευμένη κατάσταση δυϊσμού
της εξουσίας (που θα καταλήξει με τη
σειρά της είτε στη νίκη είτε στην ήττα
της προλεταριακής επανάστασης) ή να
ξαναγυρίσει στο «κανονικό» δηλαδή στην
επανάληψη της εργασίας και στην προσωρινή
σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας.
Η
«επιστροφή στο κανονικό» δεν σημαίνει
αναγκαστικά ότι η έκρηξη τίποτε δεν
άλλαξε, ότι ξαναγυρίζουμε σ' αυτό που
υπήρξε πριν. Ο συσχετισμός δυνάμεων
μπορεί να έχει αλλάξει αισθητά και για
χρόνια, τόσο αναφορικά με τις δυνάμεις
του Κεφαλαίου και της Εργασίας, όσο και
με εκείνες των μηχανισμών και της
εργατικής πρωτοπορίας. Οπωσδήποτε είναι
μία επιστροφή στο κανονικό, με την έννοια
μιας κατάστασης όπου τα προβλήματα της
καθημερινής ταξικής πάλης ξαναπαίρνουν
για την ώρα το προβάδισμα πάνω στις
«μεγάλες επιλογές» της ταξικής πάλης
σε ιστορική κλίμακα.
Αυτό
κιόλας αρκεί για να εξηγήσει την
ουσιαστική αιτία της «ρεφορμιστικής
επανάκτησης». Γιατί μέσα στην καθημερινή
πάλη το προλεταριάτο έχει την ανάγκη
μιας
οργάνωσης
(ή οργανώσεων) που επιτρέπει τη μεταφορά
του βάρους των εκατομμυρίων ανοργάνωτων,
στις συγκρούσεις που αντιπαρατάσσουν
μερικές χιλιάδες, μερικές εκατοντάδες
ή κάποτε και ένας μονάχα εργαζόμενος
στο αφεντικό (και στο κράτος). Όταν λείπει
ένα μαζικό επαναστατικό κόμμα, οι
εργαζόμενοι είναι λοιπόν υποχρεωμένοι
να απευθυνθούν, τουλάχιστον για τις
καθημερινές συγκρούσεις, στους υπάρχοντες
μηχανισμούς, ακόμα κι όταν έχουν υπόψη
τους τις ανεπάρκειες και τις συνδιαλλαγές
με τον εχθρό, για τις οποίες ευθύνονται
οι εργατικές γραφειοκρατίες. Οι
εργαζόμενοι θεωρούν τις μαζικές
οργανώσεις τους σαν εργαλεία. Είναι
ασφαλώς αναγκασμένοι να προτιμούν
εργαλεία φθαρμένα και ατελή.
Η
«επανάκτηση» ωστόσο συνοδεύεται από
ένα άλλο φαινόμενο που δεν πρέπει καθόλου
να το παραγνωρίζουμε. Κάθε σημαντικός
αγώνας που προδίδεται από την εργατική
γραφειοκρατία προκαλεί μια συνειδητοποίηση
σε έναν αριθμό πρωτοπόρων αγωνιστών,
συχνά σε ηγέτες της πάλης ή σε αγωνιστές
που έπαιξαν σπουδαίο ρόλο σ' αυτή.
«Ιδεολογικές» ρήξεις, με τη συμφιλίωση
και τη συνεργασία των τάξεων, έγιναν
από αναρίθμητα άτομα, ύστερα από τέτοιες
εμπειρίες των 45 τελευταίων χρόνων,
δηλαδή από τότε που ο εκφυλισμός της
Κομμουνιστικής Διεθνούς προστέθηκε
στον εκφυλισμό της σοσιαλδημοκρατίας.
Όποιος γνωρίζει την ιστορία της ταξικής
πάλης στη χώρα του στη διάρκεια αυτής
της περιόδου θα μπορέσει εύκολα να κάνει
τον κατάλογο αυτών των ατόμων. Περιλαμβάνει
χιλιάδες ονόματα κατά χώρα, και μάλιστα
δεκάδες χιλιάδες στις σημαντικότερες
χώρες.
Το
δυστύχημα είναι ότι με την έλλειψη μιας
επαναστατικής οργάνωσης που να είναι
αρκετά ισχυρή για να χρησιμεύσει σαν
πόλος ανασυγκρότησης και ενσάρκωσης
μιας αξιόπιστης εναλλακτικής πολιτικής
- αφού η αριθμητική αύξηση της οργάνωσης
κατά
την προηγούμενη περίοδο,
η πολιτική ωριμότητα της, η εμφύτευση
της μέσα στην τάξη, ήταν πάλι ένας σχετικά
αυτόνομος
συντελεστής του αντιρρεύματος της
ταξικής πάλης - το κανονικό αποτέλεσμα
αυτής της συνειδητοποίησης είναι είτε
ο σκεπτικισμός και η απογοήτευση είτε
η ατομική επίδοση σε μια πάλη ξεμοναχιασμένη
και κομματιασμένη. Κατά 99% αυτό ισοδυναμεί
με το διασκορπισμό, τουλάχιστον τελικά.
Μόνο
μια ελάχιστη μειοψηφία εργαζομένων,
απογοητευμένων από τις προδοσίες των
μηχανισμών, συνδέεται με τις μικρές
επαναστατικές οργανώσεις που η
αποτελεσματικότητα τους στην ταξική
πάλη δεν είναι φανερή. Αλλά κι αυτή
η ελάχιστη μειοψηφία δεν μπορεί να
παραμείνει γενικά πολύ καιρό σ' αυτές
παρά μόνο αν αποκτήσει γρήγορα μια
σταθερή πολιτική εκπαίδευση που θα την
κάνει να καταλάβει όχι μόνο τις αιτίες
των γραφειοκρατικών προδοσιών, αλλά
ακόμα και τους ιστορικούς λόγους της
σχετικής αδυναμίας των επαναστατικών
οργανώσεων και τη δυνατότητα (καθώς και
μια ρεαλιστική ιδέα του ρυθμού) για
το ξεπέρασμα της.
Η
ιστορία της «επανάκτησης» των μαζών
από τους ρεφορμιστικούς μηχανισμούς
είναι λοιπόν επίσης η ιστορία της
τραγικής διασποράς μαζών από αγωνιστές
που αντιλήφθηκαν την προδοσία των
μηχανισμών.
Πράγμα που σημαίνει ότι η έκταση της
πρωτοπορίας, τα πιο μακροπρόθεσμα
«μοριακά» αποτελέσματα των εκρήξεων
μέσα στις πλατύτερες μάζες και οι
σχετικές επιτυχίες της οικοδόμησης του
επαναστατικού κόμματος γίνονται
όλοι συντελεστές που προσδιορίζουν την
έκταση της «επανάκτησης» που μπορεί
λοιπόν να είναι, κατά την περίσταση,
πολύ πιο περιορισμένη από όσο φαίνεται
στην πρώτη ματιά (προπάντων όταν αυτή
εκφράζεται με τα εκλογικά αποτελέσματα).
Η
φύση της τωρινής περιόδου
Η
προσεκτική εξέταση αυτού που έγινε μετά
το Μάη του 1968 στη Γαλλία και σε άλλες
χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης
(όχι μονάχα σ' εκείνες που χαρακτηρίστηκαν
ιδιαίτερα από τη νέα άνοδο των εργατικών
αγώνων) επιβεβαιώνει, κατά την άποψη
μας, τη βασιμότητα αυτής της ανάλυσης.
Όταν λέμε ότι μετά το 1968 υπάρχει ποιοτική
μεταβολή στο συσχετισμό δυνάμεων
ανάμεσα στο Κεφάλαιο και την Εργασία,
στο παγκόσμιο όπως και στο ευρωπαϊκό
επίπεδο, και ποιοτική αλλαγή στο
συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στους
γραφειοκρατικούς μηχανισμούς και την
πλατιά εργατική πρωτοπορία, δεν
θέλουμε να ισχυριστούμε ότι η επανάσταση
είναι παντού και διαρκώς στην ημερήσια
διάταξη. Όμως σημειώνουμε το γεγονός
ότι - αντίθετα μ' αυτό που έγινε στη
δεκαετία του 1930 - η μπουρζουαζία δεν
κατόρθωσε να επιβάλει μια κάμψη, έστω
και λίγο σημαντική, της αγοραστικής
δύναμης των μαζών και μια επαρκή ανύψωση
του ποσοστού του κέρδους για να
μπορέσει «να λύσει» την κρίση με τον
τρόπο της. Η κρίση θα διαρκέσει λοιπόν
πολύ. Το προλεταριάτο διατηρεί τις
δυνάμεις του άθικτες και τα «σημεία
της ρήξης» θα είναι πολλά.
Η
περίοδος χαρακτηρίζεται από τη βασική
αστάθεια της,
από τον πολλαπλασιασμό των κρίσεων των
πιο διαφορετικών τύπων (ακόμα κι αν δεν
πρόκειται για την
καταστροφική κρίση και ακόμα λιγότερο
για την
κρίση της τελικής κατάρρευσης που
είναι άλλωστε ένας επικίνδυνος
μοιρολατρικός, όχι μαρξιστικός και
προπάντων όχι λενινιστικός μύθος).
Εκείνο που την χαρακτηρίζει είναι ο
μεγάλος αριθμός, καταστάσεων
μεταβατικών, γοργών δυναμικών περασμάτων
από καταστάσεις φαινομενικής σταθερότητας
σε καταστάσεις προεπαναστατικές, από
προεπαναστατικές καταστάσεις σε
καταστάσεις επαναστατικές ή
αντεπαναστατικές, από σύντομες
μεταστροφές σε καταστάσεις φαινομενικής
σταθερότητας και από βραχυπρόθεσμες
μεταβατικές φάσεις ανάμεσα σ' αυτές
και στις άλλες. Ας θυμηθούμε την
Πορτογαλία, του 1974-1975-1976, έπειτα του
1978-1979, την Ισπανία του 1975-1977, έπειτα του
1978-1979, καθώς επίσης και τη Γαλλία του
1977, 1978 και 1979. Από την άποψη αυτή είναι
χτυπητός ο παραλληλισμός με την κατάσταση
των δεκαετιών του 1920 και του 1930 όπως την
είχε αναλύσει ο Τρότσκι και με αυτή την
έννοια η περίοδος είναι αντίθετη με
την πριν από το 1914 περίοδο που χαρακτηριζόταν
από μια ποιοτικά ανώτερη σταθερότητα
του καπιταλιστικού τρόπου και του
αστικού κράτους.
Ταυτόχρονα
βλέπουμε ότι οι γραφειοκρατικοί
μηχανισμοί είχαν εντυπωσιακές αποτυχίες
μέσα
στο οργανωμένο εργατικό κίνημα στις
προσπάθειες τους να εξασφαλίσουν την
εγγύηση των εργαζομένων στα σχέδια
τους για την υποστήριξη της πολιτικής
της λιτότητας. Ας απαριθμήσουμε αυτό
που έγινε σε λιγότερο από ένα χρόνο
(και ο κατάλογος δεν είναι πλήρης):
-
Στη Δυτική Γερμανία η ηγεσία του συνδικάτου εργατών μετάλλου και εκείνη της Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας DGB ηττήθηκαν στα διαδοχικά συνέδρια της οργάνωσης τους πάνω στο ζήτημα των 35 ωρών. Παρά την αντίθεση τους η πλειοψηφία των αντιπροσώπων τάχθηκε υπέρ της πάλης γι' αυτό το στόχο.
-
Στη Μεγάλη Βρετανία το σχέδιο της εργατικής κυβέρνησης για να περιορίσει τις μισθολογικές αυξήσεις σε 5% σαρώθηκε αρχικά από την απεργία στην επιχείρηση Φορντ και ακόλουθα από ένα κύμα απεργιών στο δημόσιο τομέα.
-
Στην Ισπανία η άνοδος των αντιπολιτευτικών ψήφων στο «Σύμφωνο Μονκλόα» μέσα στα εργατικά συνέδρια, που κυμαινόταν από 25% ως περισσότερο από 50% των αντιπροσώπων, υποχρέωσε τις ηγεσίες τόσο των Εργατικών Επιτροπών όσο και της ΓΣΕ να μην ανανεώσουν αυτό το σύμφωνο, παρά τις αντίθετες προθέσεις των γραφειοκρατιών του ΚΚ και του ΣΚ.
-
Στη Γαλλία, στο συνέδριο της Γαλλικής Δημοκρατικής Συνομοσπονδίας Εργασίας, η ηγεσία του Εντμόν Μαιρ ηττήθηκε πάνω στο ζήτημα της σύνδεσης των 35 ωρών με τη δυνατότητα να μειωθούν οι εβδομαδιαίοι μισθοί. Ακόμη και πάνω στο γενικό σχέδιο της για την «επικέντρωση» της συνδικαλιστικής τακτικής στην κατεύθυνση της αποδοχής μιας πολιτικής της λιτότητας, σκόνταψε σε μια σημαντική αντιπολίτευση που ξεπερνούσε το 40% των πληρεξουσίων.
-
Στην Ιταλία στην εθνική συνέλευση των αντιπροσώπων της μεταλλουργίας FLM (Δεκέμβρης 1978) η συνδικαλιστική ηγεσία ηττήθηκε πάνω στο ζήτημα της επέκτασης, στο σύνολο της σιδηρουργίας, της ελάττωσης του χρόνου εργασίας.
-
Στην Ιρλανδία ένα σχέδιο συμφωνίας εργοδοσίας - συνδικάτου - κυβέρνησης πάνω στην εισοδηματική πολιτική, υπογραμμένο από τη συνομοσπονδιακή ηγεσία των συνδικάτων, απορρίφθηκε με πλειοψηφία δύο τρίτων των αντιπροσώπων στο συνέδριο της Συνομοσπονδίας.
Όλα
αυτά δείχνουν την ύπαρξη μιας ουσιαστικής
εργατικής πρωτοπορίας, κριτικής
απέναντι στους μηχανισμούς, ικανής
κιόλας να αντιταχτεί σ' αυτούς πάνω σε
σημαντικά ζητήματα της άμεσης ταξικής
πάλης, ικανής να επηρεάσει πολύ πλατιές
μάζες. Ας το πούμε καθαρά: ποτέ
στη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και
του 1930 οι μηχανισμοί δεν έχουν υποστεί
τέτοιες ήττες στους κόλπους του
συνδικαλιστικού κινήματος,
μιας τέτοιας ευρύτητας και σε τόση
διεθνή έκταση.
Θα
αντιπαρατηρήσει κανείς ότι αυτό
περιορίζεται, ουσιαστικά, σε ζητήματα
άμεσων διεκδικήσεων και «καθαρά
συνδικαλιστικά». Ας μην επιμείνουμε
υπέρμετρα στο γεγονός ότι σε μια φάση
οικονομικής κάμψης, όπου τα περιθώρια
των παραχωρήσεων της μπουρζουαζίας
έχουν γίνει πολύ στενά, η εξασθένηση
του ελέγχου των μηχανισμών πάνω σε
μια,
τόσο πλατιά και με τόση επιρροή
πρωτοπορία,
ακόμα και σε ζητήματα,
«καθαρά συνδικαλιστικά»,
επιδεινώνει την κρίση του συστήματος
και συνεπάγεται αυξημένες απειλές
εκρήξεων. Ας μην επιμείνουμε επίσης
πάνω στην ολοένα μεγαλύτερη παρά
ποτέ επικαιρότητα, μέσα στο συνδικαλιστικό
κίνημα, ολόκληρης της προβληματικής
του εργατικού ελέγχου που δεν είναι
ακριβώς «ρεφορμιστική».
Αν
θέλει κανείς να πει ότι η εργατική
πρωτοπορία δεν είναι ικανή να «επινοήσει
αυθόρμητα» (ή μισοαυθόρμητα) ολόκληρο
εναλλακτικό πολιτικό πρόγραμμα
απέναντι στο σταδιακό πολιτικό πρόγραμμα
των μηχανισμών και ότι, από αυτό το
γεγονός, η «υπερφαλάγγιση» εκδηλώνεται
ευκολότερα στο συνδικαλιστικό τομέα
παρά στον πολιτικό τομέα, τότε ασφαλώς
παραβιάζει ανοιχτές πόρτες. Αν δεν
είχαμε αυτή τη βαθιά πεποίθηση, δεν
θα μπορούσαμε να θεωρούμε την
οικοδόμηση του επαναστατικού - μαρξιστικού
κόμματος και της Διεθνούς σαν το καθήκον
- κλειδί της εποχής μας, σαν το μόνο
μέσο για να λυθεί η κρίση της ανθρωπότητας.
Αλλά
αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί κανείς
να μιλά για μιαν ανεξαρτησία δράσης και
υπερφαλάγγιση των μηχανισμών που θα
περιοριζόταν μονάχα σε «ζητήματα
οικονομικά». Η συμπεριφορά των
Βρετανών εργαζομένων είναι ιδιαίτερα
ενδεικτική πάνω σ' αυτό. Κανείς δεν
μπορεί να αρνηθεί ότι το κύμα των απεργιών
του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1978
υπήρξε πρόκληση όχι μονάχα στη
μισθολογική πολιτική του Κάλαχαν,
αλλά και σε ολόκληρη
την κυβερνητική πολιτική της «διαχείρισης
της κρίσης». Το αποτέλεσμα των εκλογών
εξάλλου το επιβεβαίωσε. Το ίδιο
συμβαίνει και με την πρόκληση που
απευθύνουν από δω και πέρα ένα
εκατομμύριο εργαζόμενοι - δεν πιστεύουμε
ότι είναι υπερβολικός αυτός ο αριθμός
- ακόμα και στον εκλογικό τομέα, στη
ρεφορμιστική πολιτική στη Γαλλία ή στην
πολιτική του «ιστορικού συμβιβασμού»
στην Ιταλία.
Το
πραγματικό πρόβλημα βρίσκεται αλλού.
Ενώ η αμφισβήτηση του ρεφορμισμού πάνω
στο συνδικαλιστικό και «οικονομικό»
επίπεδο μπορεί να εκφραστεί
με πράξεις θεαματικές, ορατές από
όλους, αποτελεσματικές, συχνά νικηφόρες,
η αμφισβήτηση του πάνω στο πολιτικό
επίπεδο είναι απείρως δυσκολότερο
να μεταφραστεί
στην πράξη.
Να «υπερφαλαγγίσουμε» τα σταδιακά
σχέδια πάνω στο πολιτικό επίπεδο δεν
σημαίνει μονάχα να διατυπώσουμε ένα
πρόγραμμα αντικαπιταλιστικής δράσης,
να προβάλλουμε το σύνθημα της κυβέρνησης
των εργαζομένων, να χαράξουμε τον
προσανατολισμό της γενικής απεργίας,
να δεχτούμε την ιδέα να στοχεύσουμε
τις μεγάλες επιλογές με την εξωκοινοβουλευτική
κινητοποίηση και δράση των μαζών, να
εργαστούμε για να υιοθετήσουν ολοένα
μεγαλύτερα στρώματα εργαζομένων την
ιδέα και την πρακτική της αυτοοργάνωσης
(αυτό αναμφίβολα είναι το συγκεκριμένο
περιεχόμενο της φόρμουλας «καταπολέμηση
των ρεφορμιστικών αυταπατών των
μαζών» που χρησιμοποιεί ο σύντροφος
Ανρί Βεμπέρ και που δεν θα περιοριστεί,
είμαστε βέβαιοι, σε μια απλή, τυπική
«καταγγελία»). Είναι να κάνουμε
αξιόπιστο έναν τέτοιο προσανατολισμό,
είναι να κάνουμε αξιόπιστο στα μάτια
των πλατιών μαζών ένα επαναστατικό
σχέδιο. Μια τέτοια αξιοπιστία δεν
αποκτιέται κυρίως με την προπαγάνδα,
με το λόγο και με το γραφτό. Προϋποθέτει
συγκεκριμένες εμπειρίες και πράξεις.
Όμως,
για να καταλήξουν οι εμπειρίες και
οι πράξεις σε τέτοιες συνειδητοποιήσεις,
πρέπει να είναι πολύ πλατιές, γενικευμένες.
Γι'
αυτό το λόγο η πάλη για το ενιαίο μέτωπο,
για την ενοποίηση των αγώνων, για την
προετοιμασία της γενικής απεργίας,
κατέχει κεντρική θέση στη σημερινή
πολιτική μας. Αλλά για τον ίδιο λόγο,
το «επαναστατικό αντι-σχέδιο» είναι
καταδικασμένο να μείνει πολύ μειοψηφικό
όσον καιρό η ενοποίηση και η γενίκευση
των αγώνων δεν θα μεταφράζονται στα
γεγονότα.
Θα
υπάρξουν καινούργιοι Μάηδες ‘68 (χωρίς
να υπερβάλουμε την τυπική αναλογία)
χωρίς κανένας να μπορεί να καθορίσει
ακριβώς πότε. Θα δείξουν όλη την πρόοδο
που πραγματοποιήθηκε από το 1938, όλο το
βεληνεκές της νέας εργατικής πρωτοπορίας,
τη δεκαπλασιασμένη απήχηση των ίδιων
των δυνάμεων μας αν θα είμαστε ικανοί
να χρησιμοποιήσουμε την προθεσμία
που μας μένει για να ενισχύσουμε το
κόμμα, για να συνεχίσουμε με επιμονή
και την πολιτική της συσσωμάτωσης των
επαναστατών - μαρξιστών και την πολιτική
της αδελφικής προσέγγισης των αριστερών
μειοψηφιών που θα αυξάνουν μέσα στις
μαζικές οργανώσεις και με τις οποίες ο
εποικοδομητικός διάλογος είναι στο
εξής δυνατός.
Όμως
όσον καιρό αυτός ο νέος Μάης ‘68 δεν
είναι παρών ή όσο τουλάχιστον πλατιές
μάζες δεν τον βλέπουν να χαράζει στον
ορίζοντα, η πολιτική δραστηριότητα
τους θα ανταποκρίνεται αναγκαστικά
στο σχέδιο των ρεφορμιστών, χωρίς ωστόσο
να το επιδοκιμάζει εντελώς, χωρίς
ακόμη να είναι μη-κριτική ή ουραγός.
Χωρίς επίσης να σημαίνει αναγκαστικά
ότι αυτοί οι προχωρημένοι εργάτες είναι
διαποτισμένοι από σταδιακές αυταπάτες
Ας το επαναλάβουμε ακόμα μια φορά: αυτός
είναι ο λόγος για τον οποίο, μέσα στο
περίγραμμα και με τις διασαφηνίσεις
που αναφέραμε παραπάνω, έχουν τόση
σημασία σήμερα η ενωτική όψη του
πολιτικού προσανατολισμού μας, η
πολιτική μας του ενιαίου μετώπου και η
κορωνίδα της στην προπαγάνδα για την
κυβέρνηση ΚΚ-ΣΚ.
Γι’
αυτό το λόγο σκεφτόμαστε ότι δεν είναι
βάσιμα τα συμπεράσματα του συντρόφου
Βεμπέρ πάνω στη δυνατότητα που έχει
η
έκκληση για «ιερή ένωση απέναντι
στην κρίση και στη διεθνή συγκυρία... να
βρει απήχηση στην αρχή σ' έναν αρκετά
μεγάλο αριθμό μισθωτών» («Κομμουνιστική
Κριτική»,
Νο 26, σ. 51) ή, ακόμα χειρότερα, ότι «δεν
πρέπει να περιμένουμε τρανταγμούς
που μπορεί να προκαλέσουν κρίση
κατάρρευσης του Κράτους» (στο ίδιο σ.
52).
Δεν
είναι περισσότερο παραδεκτή η προσπάθεια
του συντρόφου Βεμπέρ να δώσει μια
οικονομική δικαιολόγηση στα συμπεράσματα
του, αντιτάσσοντας τη σημερινή
«έρπουσα κρίση» (σ. 50) στη μετά το 1929
«καταστροφική κρίση». Όπως ο ίδιος ο
σύντροφος Βεμπέρ το θυμίζει στο δεύτερο
άρθρο του, είμαστε μπροστά σε μια
παρατεινόμενη φάση συνδυασμένων κρίσεων,
που είναι πολύ πιο εκρηκτικές από ότι
αφήνει να υποτεθεί η φόρμουλα «έρπουσα
κρίση». Αυτό, αντί να διατηρεί, περιορίζει
τα
περιθώρια ελιγμών της μπουρζουαζίας
και των ρεφορμιστικών μηχανισμών. Και
είναι πάρα πολύ περιορισμένη η
δυνατότητα για τη μπουρζουαζία να βγει
από τη μεγάλη πτωτική φάση χωρίς να
επιβάλει μια βαριά ήττα στην εργατική
τάξη.
Είναι
αλήθεια ότι, αφού προβλέψαμε επαναστατικές
εκρήξεις σε πολλές χώρες της Δυτικής
Ευρώπης για τα μέσα της δεκαετίας του
1970, πρέπει σήμερα να παραδεχτούμε
ότι η πορτογαλική επανάσταση, που
υπήρξε πραγματική, δεν είχε μιαν άμεση
συνέχεια.
Πρέπει
να εργαστούμε με μια υπόθεση μακρύτερων
προθεσμιών. Ως ένα μέρος, η «κρίση της
αγωνιστικής πρωτοπορίας», στο μέτρο
που δεν οφείλεται σε συντελεστές
κοινωνικής σύνθεσης, οφείλεται σ' αυτή
την αναγκαία αναπροσαρμογή: άλλη
ένταση απαιτεί η ιδέα του αγώνα με την
ελπίδα ότι η επανάσταση είναι για αύριο
και άλλη ένταση η ιδέα ότι η επανάσταση
δεν μπορεί να γίνει πριν περάσουν
δέκα χρόνια.
Ναι,
η ανασύνθεση του εργατικού κινήματος
είναι μια εργασία μακράς πνοής. Αλλά
αυτό συμβαίνει όχι γιατί είχαμε υποτιμήσει
τους πόρους, τα αποθέματα, τη σταθερότητα
της μπουρζουαζίας. Συμβαίνει επειδή η
οικοδόμηση ενός επαναστατικού κόμματος
αρκετά ισχυρού για να χρησιμεύσει σαν
πόλος έλξης της πλατιάς εργατικής
πρωτοπορίας χρειάζεται περισσότερο
χρόνο από ότι προβλεπόταν, είναι μια
επιχείρηση πιο περίπλοκη από όσο
νομιζόταν, απαιτεί βαθύτερη εμφύτευση
στα βασικά στρώματα του προλεταριάτου,
ζητεί μια λειτουργία του κόμματος, που
το κάνει χρήσιμο και αποτελεσματικό
στα μάτια των εργαζομένων και επειδή,
χωρίς αυτό τον πόλο ανασύνταξης, η
διασπορά των πελώριων, μη ρεφορμιστικών
ενεργειών, που υπάρχουν ήδη μέσα στην
τάξη παρατείνει την επιβίωση των
μηχανισμών που έχουν κιόλας δυσφημιστεί.
Ο
ιδιαίτερος αυτόνομος ρόλος της οικοδόμησης
του κόμματος σαν συμπροσδιοριστικός
συντελεστής για το ξέσπασμα των
επαναστατικών δυνατοτήτων της περιόδου
- σε στενό σύνδεσμο με τις αριστερές
τάσεις και συσσωματώσεις μέσα στα
συνδικάτα και στα μαζικά εργατικά
κόμματα - αυτό είναι το συμπέρασμα που
αντιτάσσουμε στο συμπέρασμα του συντρόφου
Βεμπέρ. Είναι συνεπές με όλη την
προηγούμενη ανάλυση.
Για
να συνοψίσουμε με την πιο παράδοξη
μορφή: δεν είναι η σχετική δύναμη του
Κεφαλαίου και του Κράτους του, δεν είναι
οι ρεφορμιστικές αυταπάτες των μαζών,
αλλά είναι η σχετική αδυναμία των
επαναστατών εκείνη που δίνει σήμερα
μεγαλύτερη επιρροή, απ’ όση θα μπορούσε
να έχουν, σαν συνάρτηση των βαθιών
εξελίξεων που συντελούνται σήμερα μέσα
στην αστική οικονομία και κοινωνία και
μέσα στην ίδια την εργατική τάξη.
Σημειώσεις:
1.
Η έκθεση που ο Όττο Μπάουερ είχε
προετοιμάσει για το Συνέδριο της
Σοσιαλιστικής Διεθνούς, το προβλεπόμενο
για τον Αύγουστο του 1914 στη Βιέννη
(«το Συνέδριο που δεν έγινε») έδειχνε
ότι ύστερα από μια ισχυρή άνοδο των
πραγματικών μισθών μεταξύ 1890 και
1900, αυτοί είχαν αρχίσει να πέφτουν μετά
τη χρονολογία αυτή σε πολλές χώρες της
Ευρώπης: 8% στη Μεγάλη Βρετανία, 14% στα
Βέλγιο, 17% στην Πρωσία. Ανάμεσα στις
μεγάλες χώρες μόνη η Γαλλία αποτελούσε
εξαίρεση. Όσο κι αν αυτοί οι αριθμοί
είναι συζητήσιμοι, η γενική τάση φαίνεται
καθαρά.
2.
Ανάμεσα στους σκληρούς απεργιακούς
αγώνες που προηγήθηκαν του 1914 στην
Ευρώπη, ας θυμίσουμε τη μεγάλη απεργία
(και τα λοκ-άουτ) των εργατών μεταλλουργίας
στη Σουηδία το 1909, τις εκρηκτικές απεργίες
της Ιταλίας το 1912 (γενική απεργία των
εργατών μεταλλουργίας) και το κύμα
των απεργιών στη Μεγάλη Βρετανία από
το 1911 ως το 1913 (1,5 εκατομμύριο απεργοί
το 1912).
3.
Αυτή η θέση, που πρωτοϋποστηρίχτηκε από
τους ριζοσπάστες αναρχικούς και ως ένα
μέρος ενσωματώθηκε στο κομμουνιστικό
λεξιλόγιο κατά τις «υπεραριστερές» ή
καθαρά προπαγανδιστικές φάσεις του,
επαναλαμβάνεται σήμερα από τους
εξτρεμιστές «τριτοκοσμίτες». Αυτοί
πραγματικά υμνολογούν μια συμμαχία με
την αποικιακή μπουρζουαζία ενάντια στο
δυτικό προλεταριάτο, με το πρόσχημα
ότι αυτό αντικειμενικά και αναπόφευκτα
ενδιαφέρεται για μια συμμαχία με τον
ιμπεριαλισμό. Η πάλη ανάμεσα στα έθνη
υποκαθιστά την πάλη των τάξεων σαν
θεμελιακή αντίφαση μέσα στο σημερινό
κόσμο.
4.
Χωρίς ίχνος αλαζονείας, ας μας επιτραπεί
να υπενθυμίσουμε ότι δεν προβλέψαμε
μονάχα τη μεταστροφή του «μακρού
κύματος» της οικονομικής επέκτασης από
το 1964, αλλά είχαμε επίσης προβλέψει
εκρήξεις του τύπου του Μάη 1968 και
μάλιστα σε πλήρη φάση επιταχυνόμενης
επέκτασης. Βλέπε το άρθρο μας, του Μάη
1965: «Μια σοσιαλιστική στρατηγική για
τη Δυτική Ευρώπη» που δημοσιεύτηκε στη
«Διεθνή Επιθεώρηση του Σοσιαλισμού»,
Νο 9. Λέμε σ’ αυτό ιδιαίτερα ότι, παρά
το κλίμα της «καπιταλιστικής ευημερίας»
και χωρίς καταστροφική κρίση ούτε
κατάρρευση του Κράτους σαν αποτέλεσμα
πολέμων, είναι ολότελα δυνατό να
δούμε μια προοδευτική ριζοσπαστικοποίηση
των εργαζομένων, ότι αυτοί θα
εξαπολύσουν αγώνες ολοένα πιο σκληρούς
που θ' αρχίσουν να συνδέουν τις μεταβατικές
διεκδικήσεις με τις άμεσες διεκδικήσεις
και ότι αυτό μπορεί να καταλήξει σε
μια γενική απεργία που θα μπορούσε
να ανατρέψει την κυβέρνηση και ν' ανοίξει
μια φάση δυϊσμού της εξουσίας.