Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Οι κοινωνικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην καπιταλιστική Ευρώπη


  Ερνέστ Μαντέλ,
5 Ιανουαρίου 1986
(Inprecor, Νο 212, της 3/2/1986)
    Η μακριά φάση οικονομικής ύφεσης στην οποία βρίσκεται η καπιταλιστική οι­κονομία δε δείχνει κανένα σημάδι α­νόρθωσης. Η ύφεση αυτή χαρακτηρίζε­ται από μια διαρθρωτική άνοδο της α­νεργίας που μπορούμε να την περιγρά­ψουμε συμπυκνωμένα με την εξής δια­τύπωση: Το ποσοστό αύξησης της ανερ­γίας ισούται με το ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, στο ο­ποίο πρέπει να προσθέσουμε το ποσο­στό δημογραφικής αύξησης και να αφαιρέσουμε το ποσοστό οικονομικής ανά­πτυξης. Κατά μέσο όρο, η παραγωγικότητα της εργασίας συνεχίζει να αυξάνει κατά 2,5% με 3% το χρόνο. Καθώς το πο­σοστό της οικονομικής ανάπτυξης είναι μικρότερο από αυτό τον αριθμό, παρατη­ρούμε ήδη επομένως, ακόμα και χωρίς να πάρουμε υπόψη μας τη δημογραφική κίνηση, μια αύξηση της ανεργίας.

ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
    Προφανώς δεν πρόκειται για μια γραμμική οικονομική κρίση. Ο βιομηχανικός κύκλος συνεχίζει να λειτουργεί. Μέσα στο πλαίσιο επομέ­νως αυτής της ύφεσης υπάρχει διαδοχή φάσεων ύφεσης και φάσεων ανάκαμ­ψης. Σήμερα, βρισκόμαστε σε ανάκαμ­ψη πρακτικά σε όλες τις χώρες της καπι­ταλιστικής Ευρώπης. Αλλά μια νέα φάση ύφεσης είναι αναπόφευκτη το 1986 ή το 1987, ακόμα κι αν κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα την ημερομη­νία. Η έκταση αυτών των συγκυριακών κινήσεων διαφέρει ανάλογα με τις περι­πτώσεις. Η ένταξη της καπιταλιστικής Ευ­ρώπης μέσα στην παγκόσμια αγορά, επομένως η σχετική ανάπτυξη των εξαγω­γών, παίζει από αυτή την άποψη σημαν­τικό ρόλο. Αντίθετα απ' ό,τι συνέβη κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, η καπιταλιστική Ευρώπη επωφελείται σήμερα, σε διάφορους βαθμούς, απ' ό­λες τις δομικές αδυναμίες της αμερικάνι­κης οικονομίας, δηλαδή από την υπερ­βολικά υψηλή ισοτιμία του δολαρίου, από τις ελλείψεις της παραγωγικότητας της αμερικάνικης βιομηχανίας, από το τεράστιο έλλειμμα του αμερικάνικου προϋπολογισμού, από το πιο υψηλό πο­σοστό πληθωρισμού των ΗΠΑ από ορι­σμένων χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Αλλά και το αντίστροφο επίσης κινδυνεύει να ισχύσει: Μόλις θα αρχίσει η φάση ύφεσης στις ΗΠΑ, μπορεί να υ­πάρξει μια έντονη πτώση των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ. Εξαιτίας αυτού, η προσεχής ύφεση κινδυνεύει να είναι στην Ευρώπη πιο έντονη απ' ότι το 1980-1982.

   Είναι σημαντικό να ανατραπεί ένας μύθος, ο μύθος της παρακμής της Ευρώπης στον κόσμο, μύθος που εί­ναι πολύ διαδεδομένος κι έχει μια προ­φανή πολιτική λειτουργία, προς την κα­τεύθυνση της συνεργασίας των τάξεων και της αποδοχής μιας πολιτικής λιτότη­τας. Για την ώρα, και χωρίς να κάνουμε υποθέσεις για το μέλλον, αυτό παραμέ­νει μύθος. Το μερίδιο των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών στην παγκόσμια αγορά, τόσο στις εξαγωγές βιομηχανικών εμπο­ρευμάτων όσο και στις εξαγωγές κεφα­λαίων, δεν έχει μειωθεί. Είναι δύσκολο να εντοπιστεί μια γενική τάση, γιατί υ­πάρχουν διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα κι από έτος σε έτος. Αλλά εάν υ­πάρχει μια γενική τάση, αυτή είναι μάλ­λον προς την αντίστροφη φορά, δηλαδή προς μια ελαφριά αύξηση του μεριδίου της Ευρώπης στις εξαγωγές εμπορευμά­των και σε μια τελείως σαφή αύξηση σης εξαγωγές κεφαλαίων. Το τελευταίο είναι μάλιστα εντυπωσιακό, αν και βέβαια μπορεί κανείς να συζητήσει τη σημασία του. Στην Μεγάλη Βρετανία υπάρχει ένας πραγματικός επαναπροσανατολισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου προς χρη­ματιστικές δραστηριότητες, δραστηριό­τητες του Σίτι, και ιδιαίτερα προς εξαγω­γές κεφαλαίων, οι οποίες έχουν φτάσει επίπεδα ρεκόρ, πράγμα που από μόνο του δεν είναι θετικό για τη βρετανική α­στική τάξη, αφού η κίνηση αυτή συνο­δεύεται - αντίθετα από τις χώρες της η­πειρωτικής Ευρώπης - από μια αληθινή και τουλάχιστον προσωρινή αποβιομηχάνιση.
   Από γενική άποψη, η συμμετοχή των ΗΠΑ στο σύνολο του αποθέματος κεφα­λαίων που έχουν επενδυθεί στο εξωτερι­κό είναι τώρα κάτω του 40%. Θα έπρεπε να γυρίσει κανείς στην περίοδο πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να ξαναβρεί αυτό τον αριθμό. Η συμμετοχή της Ιαπωνίας όπως και της Ευρώπης βρί­σκεται σε συνεχή άνοδο. Όσο για τις παγκόσμιες εξαγωγές βιομηχανικών α­γαθών, η συμμετοχή της Ομοσπονδια­κής Γερμανίας είναι πρακτικά σταθερή σε σχέση με το μέσον της δεκαετίας του 1970, δηλαδή λίγο πάνω από το 15% της παγκόσμιας αγοράς, και βρίσκεται σε άνοδο σε σχέση με τις αρχές της δε­καετίας του 1980, όταν είχε πέσει στο 14% περίπου. Οι ΗΠΑ βρίσκονται κάτω από το επίπεδο τους της δεκαετίας του 1970. Στην Ιαπωνία η αντίστοιχη συμμε­τοχή γνωρίζει μια έντονη αύξηση. Σήμερα η Ομοσπονδιακή Γερμανία είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο στις εξαγωγές βιομηχανικών αγαθών (15% έναντι 14% για την Ιαπωνία και 13,5% για τις ΗΠΑ). Δεν πρόκειται ακριβώς για μια ει­κόνα παρακμής της Ευρώπης.
Αυτό που είναι θεαματικό, είναι η ά­νοδος των μισοβιομηχανικών χωρών στις εξαγωγές βιομηχανικών αγα­θών. Το μερίδιο τους πραχτικά διπλα­σιάστηκε κατά τα τελευταία έξι χρόνια: Πέρασε από το 6,3% το 1975 στο 11,2 ή 11,3% σήμερα.
    Άλλος μύθος που πρέπει να ξεσκεπα­στεί: Οι εξαγωγές βιομηχανικών αγα­θών από τις χώρες του τρίτου κόσμου δεν είναι ουσιαστικά εξαγωγές των αμερικάνικων, γιαπωνέζικων ή ευρωπαϊκών πολυεθνικών που έχουν εγκαταστάσεις σ' αυτές τις χώρες. Η τελευταία αυτή κα­τηγορία των εξαγωγών αντιπροσωπεύει το 20 με 25% του συνόλου. Το υπόλοιπο είναι εξαγωγές βιομηχανιών που το κε­φάλαιο τους ανήκει σ' αυτές τις χώρες, με τη μορφή κρατικής ιδιοκτησίας, μει­κτής ιδιοκτησίας ή «joint ventures».
    Σε σχέση με την ηλεκτρονική πλατιάς κατανάλωσης - όχι την ηλεκτρονική αιχ­μής στρατιωτική και διαστημική - υπάρ­χει μια αντιστροφή της κατάστασης που είναι απολύτως θεαματική σε βάρος των ΗΠΑ! Οι τελευταίες εισάγουν δυο φορές περισσότερα απ' ότι εξάγουν, ιδιαίτερα από την Ιαπωνία, αλλά επίσης και από ο­ρισμένες ημιβιομηχανικές χώρες.
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν το­μέα αιχμής από τους πιο σημαντικούς. Σήμερα οι εξαγωγές της Ευρώπης σε υ­λικό τηλεπικοινωνίας είναι οι πιο σημαν­τικές στον κόσμο. Βρίσκονται στο ύψος των 6,5 δις δολαρίων το χρόνο, έναντι 3,2 δις για τις ΗΠΑ και 5 δις για την Ιαπωνία. Αυτό που είναι ακόμα πιο σημαντικό, είναι ότι το εμπορικό ισοζύγιο της Ευρώπης στο χώρο των μηχανικών ή τηλεπικοινωνιακών οργάνων και μηχα­νισμών είναι κατά πολύ πλεονασματικό, όπως και της Ιαπωνίας. Όσο για το εμ­πορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ σε αυτό το χώρο είναι παθητικό κατά δύο τρίτα, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα αυτή ει­σάγει δυο φορές περισσότερα απ' ό,τι εξάγει.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
   Ας κοιτάξουμε την εξέλιξη της απασχόλησης και της ανεργίας κατά κλάδο, πριν να φτάσουμε σε συμπεράσματα για την εξέλιξη της συνολικής απασχόλησης και ανεργίας. Μπορούμε να διακρίνουμε χοντρικά τρεις κατηγορίες κλάδων δραστηριότη­τας: Οι κλάδοι όπου υπάρχει απόλυτη και καθαρή παρακμή της απασχόλησης, οι κλάδοι όπου υπάρχει μια ενδιάμεση κατάσταση και οι κλάδοι όπου υπάρχει μια αύξηση της απασχόλησης.

1. Πολύ σχηματικά, στην πρώτη κατηγορία που είναι η κατηγορία των κλάδων που χτυπιούν­ται περισσότερο, υπάρχει σύμπτωση ανάμεσα σε πτώση της ζήτησης και στις επιπτώσεις από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Η απασχόληση τότε υποχωρεί σημαντικά. Πρόκειται για τους τομείς ναυπηγείων, ορυχείων, χαλυβουργίας, υφαντουργίας, υποδη­ματοποιίας και, σε ένα ορισμένο βαθμό, των πετροχημικών και των διυλιστηρίων πετρελαίου, παρόλο που σε αυτή την τε­λευταία περίπτωση η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη.

2. Η δεύτερη κατηγορία, είναι αυτή όπου η ζήτηση, και επομένως η παραγωγή, συνεχί­ζουν να αυξάνουν, αλλά με πιο αργό ρυθμό απ' ότι στο παρελθόν, και όπου υπάρχει επίσης μια έντονη ώθηση προς νέα τεχνολογία. Πρόκειται για τομείς κλειδιά, που αφορούν σχεδόν το ήμισυ του συνολικού όγκου της βιομηχανικής απασχόλησης: Αυτοκινητοβιομηχανία, ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, οικοδομές και δημόσια έργα. Εδώ, δεν υπάρχει υποχώρηση της ζήτησης μεσοπρόθεσμα. Η ζήτηση συνεχίζει να αυξάνει, αλλά συνοδεύεται από μια αύξηση της παραγωγικότητας και επομένως με την χρησιμοποίηση νέων τεχνολογιών. Σε σχέση με την απασχόληση υπάρχει επομένως μια συνδυασμένη συνέπεια που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αριθμητικά, γιατί λειτουργεί πλήρως ο ανταγωνισμός και η εξέλιξη άρα διαφέρει από χώρα σε χώρα. Μερικές χώρες χάνουν έδαφος στην αγορά, πράγμα που σημαίνει μια καθαρή υποχώρηση της απασχόλησης. Άλλες χώρες, αντί­θετα, αυξάνουν το μερίδιο τους στην αγορά και μπορούν να σταθεροποιούν ή και να αυξάνουν την απασχόληση τους. Για την ώρα, η ισπανική αυτοκινητοβιο­μηχανία φαίνεται να βρίσκεται σε ανά­πτυξη, όπως και η γερμανική αυτοκινη­τοβιομηχανία. Εδώ προσλαμβάνουν, ενώ συνεχίζουν να απολύουν στη γαλλι­κή και στη βρετανική αυτοκινητοβιομη­χανία.

3. Τέλος, υπάρχει η τρίτη κατηγο­ρία, η κατηγορία των κλάδων δραστηριότητας όπου η ανά­πτυξη της ζήτησης και της παραγω­γής παραμένει πάνω από το μέσο όρο. Παραδόξως, σε αυτούς τους τομείς αιχμής, οι νέες τεχνολογίες έχουν πο­λύ λιγότερες επιπτώσεις στην απα­σχόληση απ' ότι στους άλλους κλά­δους. Πρόκειται κυρίως για τις μηχανι­κές κατασκευές, για όλο τον τομέα της κατασκευής μηχανών και εξοπλιστικών αγαθών, για την ηλεκτρονική, τα επιστη­μονικά όργανα, τα ιατρικά και φαρμα­κευτικά προϊόντα. Η ηλεκτρονική έχει μια οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (οι μισθοί προς το υπόλοιπο κόστος παραγω­γής) πάνω από το μέσο όρο των άλλων τομέων.

    Αν συνθέσουμε όλα αυτά τα δεδομέ­να, το πρώτο που φαίνεται είναι ότι υ­πάρχει αύξηση της μάζας, των άνεργων και των ποσοστών ανεργίας. Αλλά εκτός από τις περιπτώσεις της Ισπα­νίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας - Ιρλανδία, που εξάλλου, δεν μπορούμε να την αφήσουμε στην άκρη, αφού εδώ πρόκειται στην πραγματικότητα για μια μη ιμπεριαλιστική και μη βιομηχανική χώρα το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται γύρω στο 10%. Στη Μεγάλη Βρετανία περάσαμε τα τέσσερα τελευταία χρόνια από το 10,2 στο 10,9%. Αλλά στην Ισπα­νία, το ποσοστό της ανεργίας είναι το δι­πλάσιο. Σε αυτή τη χώρα, οι απώλειες της απασχόλησης στη Βιομηχανία αντιπρο­σωπεύουν πάνω από το ένα τέταρτο της απα­σχόλησης (27%) μετά το 1977, πράγμα που είναι τελείως εξαιρετικό για την Ευρώπη.

    Βέβαια, τα ποσοστά αυτά ανεργίας α­φορούν το σύνολο του ενεργού πληθυ­σμού, και επομένως, δε: λένε πολλά πράγματα για τον όγκο της απασχόλη­σης. Το ποσοστό ανεργίας μπορεί να αυξάνεται μαζί με τον όγκο της απασχό­λησης. Όλα εξαρτώνται λοιπόν από τη δημογραφική εξέλιξη. Συνολικά, οι δια­κυμάνσεις της απασχόλησης είναι ακό­μα αδύναμες. Σε σχέση με αυτό, υπάρχει άλλος ένας μύθος που πρέπει να καταρ­ριφθεί, ο μύθος που λέει ότι βρισκό­μαστε σε πλήρη αποβιομηχανοποίηση ή «απο-μισθοποίηση» στην Ευ­ρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Οι α­ριθμοί για την εξέλιξη του όγκου της α­πασχόλησης στην καπιταλιστική Ευρώ­πη είναι οι εξής: Μείωση κατά 0,5% το 1983, σταθεροποίηση το 1984, ελαφριά αύξηση κατά 0,2% το 1985. Πιο μακρο­χρόνια, το ίδιο φαινόμενο πάνω-κάτω παρατηρείται. Έχουμε μπροστά μας δια­κυμάνσεις της τάξης των -1,2% με -1,1% εδώ και 10 χρόνια. Πρόκειται για διακυ­μάνσεις τελείως ασήμαντες. Εάν τις συγ­κρίνουμε με τις διακυμάνσεις της περιό­δου 1930-1938, η διαφορά είναι εντυ­πωσιακή. Τότε υπήρχαν κάθετες πτώσεις στην απασχόληση, της τάξης του 30%. Ο σημερινές μειώσεις είναι περιθωρια­κές. Πράγμα που δε σημαίνει ότι αυτές δεν είναι σοβαρές ή ότι δεν έχουν κοι­νωνικές συνέπειες. Η πτώση, στην κυ­ρίως βιομηχανία, είναι πιο έντονη. Αλλά το φαινόμενο είναι λιγότερο έντονο απ' ό,τι το αισθάνονται πολλοί κύκλοι.

    Οι αριθμοί για τη Γαλλία είναι πολύ αντιπροσωπευτικοί. Το σύνολο του ε­νεργού πληθυσμού μειώθηκε κατά 2,5% ανάμεσα στις 31 Δεκεμβρίου 1979 και στις 31 Δεκεμβρίου 1984. Ο αριθμός των «ανεξάρτητων απασχολούμενων» μειώθηκε κα­τά 280.000 άτομα, ο αριθμός των μισθω­τών κατά 250.000, δηλαδή μια μείωση 1,4%. Στη βιομηχανία, η μείωση του α­ριθμού των μισθωτών είναι της τάξης του 10%. Αλλά εάν προσθέσουμε τις τηλεπι­κοινωνίες και τον «τριτογενή» μη εμπο­ρικό (δηλ. παραγωγικό) τομέα, η μείωση ελαττώνεται σε λιγότερο από 1%. Η απασχόληση στο εμπόριο και στις πιστωτικές υπηρεσίες είναι στάσιμη. Η απασχόληση στο δη­μόσιο τομέα αυξάνεται.

    Πρέπει πάντως να δοθούν ορισμένες διευκρινίσεις σε σχέση με την απασχό­ληση των γυναικών και των νέων. Η γυ­ναικεία απασχόληση αυξάνεται από την αρχή της κρίσης και μάλιστα με αρκετά σαφή τρόπο. Η ανδρική απα­σχόληση υποχωρεί. Τα ποσοστά αύξη­σης της γυναικείας απασχόλησης δια­φέρουν ανάλογα με τη χώρα. Στη Δανία, το ποσοστό δραστηριότητας των γυναι­κών πέρασε από το 63% το 1975 στο 72% το 1983, δηλαδή αύξηση κατά 15%, πράγμα που είναι τεράστιο για πε­ρίοδο κρίσης. Στη Σουηδία, περάσαμε από το 67% στο 77%, δηλαδή αύξηση σχεδόν 15%. Στο Βέλγιο, το ποσοστό δραστηριότητας των γυναικών πέρασε από το 44% στο 50%, στην Αυστρία από το 48 στο 50%, στη Γαλλία από το 49% στο 51%, στη Γερμανία από το 49% στο 49,6%, στην Ιταλία από το 34,5% στο 40%. Η πιο έντονη αύξηση παρατηρείται στη Νορβηγία, από το 53,3% στο 67%, δηλαδή μια αύξηση 25% μέσα σε δέκα χρόνια.

    Πρέπει αμέσως να μετριάσουμε αυτή τη διαπίστωση με την έκταση της πρόσ­καιρης εργασίας. Το μεγαλύτερο μέ­ρος της αύξησης της γυναικείας ερ­γασίας είναι αύξηση εργασίας μερι­κής απασχόλησης. Κατά μεγάλο μέρος, η αύξηση της εργασίας μερικού χρόνου των γυναικών είναι το αποτέλεσμα ενός διπλού οικονομικού περιορισμού. Το ει­σόδημα του νοικοκυριού μειώνεται σαν συνέπεια της κρίσης και οι γυναίκες προσπαθούν να εργαστούν για να εξου­δετερώσουν αυτές τις απώλειες. Η κρίση κάνει από την άλλη μεριά να υπάρχουν λιγότερες διαθέσιμες θέσεις απασχόλη­σης με πλήρες ωράριο, και μάλιστα για γυναίκες. Αλλά υπάρχει κι ένα κοινωνικο-πολιτιστικό φαινόμενο που παίζει ρόλο, αν λάβουμε υπόψη μας το παραφόρτωμα εργασίας των γυναικών - μη πληρωμένη οικιακή εργασία συν επαγ­γελματική εργασία - πράγμα που δίνει ημέρα εργασίας 13, 14, 15 ή 16 ωρών όταν υπάρχει μισθωτή εργασία με πλή­ρες ωράριο. Υπάρχει επίσης μια ηθελη­μένη επιλογή μιας τουλάχιστον μερίδας της γυναικείας εργατικής δύναμης, του­λάχιστον στις Βόρειες χώρες, υπέρ της εργασίας μερικού χρόνου (μερικής απασχόλησης).

    Η αύξηση της εργασίας μερικού χρό­νου στο σύνολο της διαφέρει πολύ από χώρα σε χώρα. Από το 1973 ως το 1983, σε δέκα χρόνια, η εργασία μερικού χρόνου πέρασε στο 25% στη Σουηδία, από 21% σε 24% στη Δανία, από 16% σε 19% στη Μεγάλη Βρετανία, από 8,7% σε 21% στις Κάτω Χώρες, πράγμα που αποτελεί τη μεγαλύτερη αύξηση εάν οι στατιστικές είναι σωστές. Στο Βέλγιο, το ποσοστό πέρασε από 4% σε 8%, στη Γαλλία από 7% σε 10% και στην Ομο­σπονδιακή Γερμανία από 10% σε 12%. Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα όπου υπήρξε υποχώρηση, καθώς το ποσοστό πέρασε από 6,4% σε 4,6%, αλλά κι εδώ είναι ζήτημα στατιστικών. Πράγματι, στην Ιτα­λία, ένα μεγάλο μέρος της εργασίας με­ρικού χρόνου είναι μαύρη (παράνομη) εργασία, που δεν καταγράφεται από τις επίσημες στατιστικές.

    Η συμμετοχή των γυναικών στην ερ­γασία μερικού χρόνου είναι τεράστια. Οι γυναίκες κάνουν πάνω από το 80% της εργασίας μερικού χρόνου στην Ευρώπη. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, το ποσο­στό είναι μάλιστα 92%, ενώ στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται ανάμεσα στο 80% και στο 85%. Η Σουηδία έρχε­ται μετά τη Γερμανία με 89,6% της εργα­σίας μερικού χρόνου να γίνεται από γυ­ναίκες. Στη Μεγάλη Βρετανία, αυτό το ποσοστό είναι κατώτερο (70%) και άν­τρες κάνουν το 30% αυτής της εργασίας. Η ανεργία των νέων μεταξύ 16 και 25 χρόνων βρίσκεται σε πολύ έντο­νη αύξηση. Η μακροχρόνια ανεργία, της οποίας τη θλιβερή πρωτοπορία την έχει το Βέλγιο, βρίσκεται επίσης σε πολύ έντονη αύξηση. Το ποσοστό ανεργίας των νέων πέρασε στην Ομοσπονδιακή Γερμανία από το 3,9% του συνόλου των ανέργων στο 10% από την αρχή της δε­καετίας του 1980, από 15% σε 26% στη Γαλλία, από 14% σε 22% στη Μεγάλη Βρετανία, από 25% σε 34% στην Ιταλία, κ.ο.κ. Μόνο στη Σουηδία το ποσοστό αυτό έμεινε πραχτικά σταθερό, περνών­τας μόνο από το 5,1 στο 6%. Στους νέους κάτω των 25 χρόνων, το ποσοστό αυτό πέρασε στην Ισπανία από το 28,5% το 1980 στο 44,5% σήμερα. Είναι το πιο υψηλό πο­σοστό σε όλη την Ευρώπη. Κι αυτό που είναι πολύ σοβαρό για όλες τις χώρες είναι ότι μέσα σε αυτή τη μάζα των ανέργων, υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός νέων που δεν έχουν ποτέ δουλέψει, που δεν είχαν καμιά απα­σχόληση αφού εγκατέλειψαν το σχολείο, πράγμα που είναι ένα φαι­νόμενο με προφανείς κοινωνικοπο­λιτικές επιπτώσεις, πηγή σοβαρών απειλών για το εργατικό κίνημα.

     Η μακροχρόνια ανεργία αντικατο­πτρίζει την ίδια τάση για επιδείνωση. Από το 1980 ως το 1984, η ανεργία διάρκειας δύο και πάνω χρόνων πέρασε από το 12% στο 22% του συνόλου των ανέργων στη Γαλλία, από 8% σε 15% στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, από 8% σε 32% στην Ισπανία από 13% σε 20% στην Ιταλία, από 39% σε 49% στο Βέλ­γιο.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ
Ας περάσουμε στο πιο λεπτό και πιο αμφισβητούμενο ζήτημα, της δομής της απασχόλησης από την άποψη των ειδικεύσεων. Προ­φανώς, βρισκόμαστε στη μέση μιας δια­δικασίας με σύνθετες συντεταγμένες. Είναι αδύνατο για την ώρα να ξέρουμε ποια από τις σημερινές τάσεις θα υπερι­σχύσει. Κάθε μονομερής προέκταση της μιας από τις τάσεις που λειτουργούν μέ­σα σε αυτή τη σύνθετη διαδικασία μπο­ρεί να αποτελέσει πηγή πολύ σοβαρών λαθών στην πρόβλεψη.

    Βρισκόμαστε σε μια τελείως αρχική φάση του πλήρους αυτοματισμού. Βρισκόμαστε ακόμα κατά πολύ σε αυτό που ονομάζεται φάση του ημιαυτοματισμού. Δεν τίθεται ζήτημα η χειρωνα­κτική εργασία ή η μισθωτή εργασία να εκδιωχθούν ριζικά από τη βιομηχανία. Σ’ αυτές τις συνθήκες η ανασύνθεση της εργατικής τάξης, οι σχέσεις ανάμεσα σε χειρώνακτες και σε ειδικευμένους εργάτες, ανάμεσα σε παλιές και νέες ειδικότητες, είναι πολύ ρευστές ανάλογα με τους βιομηχανικούς κλάδους ή τις επιχειρήσεις και διαφέρουν πολύ ανάλογα με το αν οι νέες τεχνολογίες εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα, εν μέρει ή απλώς περιφερειακά. Κάθε συμπέρασμα που ξεκινά από την γενίκευση των παραδειγμάτων των τομέων αιχμής, όπου συχνά απασχολούνται ρομπότ, προϋποθέτει κάτι που δεν έχει αποδειχτεί, δηλαδή το ότι κατά τα δέκα επόμενα χρόνια το σύνολο της βιομηχανίας θα αναδιαρθρωθεί πά­νω στη βάση του μοντέλου αυτού. Κα­νείς δεν μπορεί να το υποστηρίξει, γιατί κανείς δεν το ξέρει και για την ώρα, κάτι τέτοιο φαίνεται τελείως απίθανο.

    Όταν εισάγεται μια ριζικά νέα τεχνο­λογία, αυτό συνεπάγεται μια αναδιορ­γάνωση του συνόλου της διαδικασίας της εργασίας. Αλλά επίσης υπάρχουν μια σειρά από αναγκαιότητες που συνο­δεύουν αυτή την αλλαγή, για τις οποίες δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τι διάρκεια θα έχουν: Η εκμάθηση, ο πειραματι­σμός της νέας αυτής τεχνολογίας,η α­ναδιοργάνωση της διαδικασίας της εργασίας, απαιτούν πολύ εργατική δύναμη, ακόμα και - πράγμα που δεν είναι αμελητέο - έναν επανεξοπλισμό, δηλαδή την προηγούμενη κατασκευή νέων επιχειρήσεων, νέων μηχανών, με αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στην απα­σχόληση. Επιπτώσεις που διαφέρουν πολύ από μια κατάσταση όπου αυτή η τε­χνολογία θα ήταν ήδη εγκατεστημένη. Η αστική τάξη, η εργοδοσία, η συνδικα­λιστική γραφειοκρατία και προφανώς, το αστικό κράτος και οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν ηθελημένα όλη αυτή τη συλλογιστική γύρω από τη ρομποτοποίηση για να εκφοβίσουν τους εργαζόμενους. Μπορεί πάντα να προ­βλέψει κανείς ότι αυτή θα είναι η πραγ­ματικότητα σε δέκα χρόνια, είναι δυνα­τό, αλλά σε σχέση με τη σημερινή πραγ­ματικότητα τα λόγια αυτά έχουν μια λει­τουργία καθαρά απλοποίησης και χειρα­γώγησης.

    Έτσι, οι αριθμοί δεν αποδεικνύουν καμία από-ειδίκευση της εργατικής δύναμης στη Γαλλία. Από το 1975 ως το 1983, ο αριθμός των ειδικευμένων ερ­γατών αυξήθηκε στη βιομηχανία, περ­νώντας από 2,8 εκατομμύρια στα 2,9 ε­κατομμύρια. Ενδέχεται να πρόκειται για κάτι προσωρινό, αλλά αυτοί είναι οι α­ριθμοί. Στο ίδιο διάστημα, ο αριθμός των ανειδίκευτων εργατών μειώθηκε, περ­νώντας από 4 σε 3,5 εκατομμύρια. Το ποσοστό των ειδικευμένων εργατών στο σύνολο των εργατών της βιομηχανίας πέρασε από το 39% στο 45%. Οι αριθ­μοί αυτοί δε μας επιτρέπουν να διαχω­ρίσουμε τις παλιές από τις νέες ειδικότη­τες. Η εργατική απασχόληση παλιάς ει­δικότητας προφανώς μειώθηκε. Το σύ­νολο αυξήθηκε μόνο κατά 100.000 και οι νέες ειδικότητες είναι πολλές. Επομέ­νως, το συμπέρασμα είναι προφανές: Για τις παλιές ειδικότητες υπάρχει μείωση.

    Πού βρίσκεται λοιπόν η πραγματική δυσκολία εκτίμησης; Βρίσκεται στο ότι στις περισσότερες προβολές για το μέλ­λον σε σχέση με τον αριθμό των ρομπότ και την τάση προς ρομποτοποίηση, γίνε­ται τελείως αφαίρεση των δυνητικών α­γορών, δηλαδή του όγκου της παραγω­γής και των πωλήσεων. Οι συλλογισμοί γίνονται σαν οι νέες τεχνολογίες να ει­σάγονταν και να χρησιμοποιούνταν μό­νο σε συνάρτηση με κριτήρια τεχνικής α­ποτελεσματικότητας και μείωσης του κόστους εργασίας, χωρίς να παίρνεται υ­πόψη το γεγονός ότι οι νέες αυτές τε­χνικές συνεπάγονται μια τεράστια αύξηση του όγκου της παραγωγής και απαιτούν επομένως μια μεγάλη ανάπτυξη της αγοράς για να μπο­ρούν να εφαρμοστούν με αποδοτικό τρόπο.

    Στην παραγωγή του κινητήρα του FIAT UNO, για παράδειγμα, η παραγω­γικότητα της εργασίας υπερδιπλασιάστη­κε, εξαιτίας της χρησιμοποίησης υπολο­γιστών και ρομπότ. Προηγουμένως, χρειάζονταν 250 λεπτά για να παραχθεί ένας κινητήρας και τώρα χρειάζονται μόνο 107. Η αλυσίδα έχει έτσι οργανω­θεί που να παράγεται ένας κινητήρας κάθε 20 δευτερόλεπτα. Αλλά ο παραγω­γικός μηχανισμός χρησιμοποιείται μόνο στο 30% των δυνατοτήτων του. Γιατί; Ε­πειδή, για να μπορούσε να λειτουργεί 100%, θα έπρεπε να πουλάει δύο με τρεις φορές περισσότερα αυτοκίνητα απ' ό,τι σήμερα. Και πού θα πουληθούν τρεις φορές περισσότερα αυτοκίνητα; Η αύξηση των πωλήσεων αυτοκινήτων εί­ναι σήμερα της τάξης του 2,5 με 3% το χρόνο. Προφανώς, υπάρχει ανταγωνι­σμός στο εσωτερικό του τομέα. Η FIAT μπορεί να ελπίζει ότι θα αυξήσει το μερί­διο της αγοράς της σε βάρος άλλων κα­τασκευαστών αυτοκινήτων, αλλά μόνο λίγο. Να τι περιορίζει την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Πρέπει να πάρουμε υπό­ψη μας την οικονομική ανάπτυξη στο σύνολο της, τις αγορές, την αγοραστική δύναμη, τις πωλήσεις συνολικά. Οι προ­βλέψεις, οι προοπτικές των ίδιων των βιομηχάνων πάνε προς την ίδια κατεύ­θυνση. Σε μια διεθνή συνδιάσκεψη των βιομηχάνων της ρομποτικής που έγινε πριν ένα χρόνο οι αριθμοί που προτάθη­καν ήταν εξαιρετικά μετριασμένοι: Προέβλεπαν ότι από τώρα ως το 1990, το 1%, 1,5% ή 2% της βιομηχανικής ερ­γασίας θα ρομποτοποιηθεί. Αυτό δε ση­μαίνει ότι σε ορισμένους κλάδους οι α­ριθμοί δεν μπορεί να είναι πολύ πιο ψη­λοί, αλλά στο σύνολο η τάση προς ρομ­ποτοποίηση είναι πολύ περιθωριακή.
  
    Στο περίφημο εργαστήριο αιχμής της FIAT που αναφέραμε πιο πάνω και στο οποίο υπάρχουν 103 υπολογιστές και 56 ρομπότ, η συνολική εργατική απα­σχόληση πέρασε από 3.100 σε 2.670 εργαζόμενους, υπήρξε δηλαδή μια α­πώλεια της απασχόλησης κατά 13%. Α­κόμα και με την εισαγωγή νέων τεχνολο­γιών, το εργοστάσιο απέχει πολύ από το να είναι τελείως αυτοματοποιημένο.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
     Από γενική άποψη, εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, παρατηρείται μια υποχώρηση - αν και λι­γότερο έντονη απ' ό,τι θεω­ρείται γενικά - της απασχόλησης στη βιομηχανία και μια καθαρή αύ­ξηση της απασχόλησης στο λεγόμε­νο τομέα των υπηρεσιών.

    Για το σύνολο της καπιταλιστικής Ευ­ρώπης, η απασχόληση στη Βιομηχανία μειώθηκε ετησίως κατά 1,2% μεταξύ 1973 και 1975, κατά 0,6% ετησίως μετα­ξύ 1975 και 1979, κατά 2,9% την περίο­δο 1980 με 1982 και κατά 2,6% το 1983, πράγμα που μας δίνει μια συσσω­ρευμένη μείωση κατά 17% σε έντεκα χρόνια. Συγχρόνως, η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών αυξήθηκε ε­τησίως κατά 1,8% μεταξύ 1973 και 1975, κατά 1,9% μεταξύ 1975 και 1979, κατά 1,2% μεταξύ 1980 και 1982 και κα­τά 0,9% το 1983. Οι μέσοι όροι αυτοί, κρύβουν έντονες διαφορές ανάμεσα στις χώρες. Έτσι, στην Ιταλία, στην Ισπα­νία, στη Φιλανδία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, η βιομηχανική απασχόληση ε­ξακολούθησε να αυξάνει μεταξύ 1973 και 1975. Στην Ελλάδα, στην Ισλανδία και στην Πορτογαλία αυξανόταν μάλι­στα ως το 1982. Στην Ιταλία, η πτώση εί­ναι σχετικά μικρή ως το 1984. Είναι πολύ πιο έντονη στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ι­σπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ομοσπονδιακή Γερμα­νία.

    Αντίστροφα, η αύξηση της απασχόλη­σης σης υπηρεσίες είναι κάτω από το μέσο όρο στο Βέλγιο, στη Δυτική Γερμα­νία, στη Δανία, στην Ελβετία, στην Ισπα­νία και στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι ελα­φρώς πιο έντονη στη Γαλλία, στη Σουηδία και στην Ολλανδία και είναι πολύ έντονη στην Αυστρία, στο Λουξεμβούρ­γο και στην Ιταλία.

    Ωστόσο, οι στατιστικές αυτές πρέπει να επανεξεταστούν με κριτικό τρόπο, εάν θέλουμε να τις ερμηνεύσουμε από μαρ­ξιστική άποψη. Πράγματι, πολλές επιχει­ρήσεις που οι επίσημες στατιστικές ταξι­νομούν στον τομέα των υπηρεσιών, στην πραγματικότητα έχουν θέση στη βιομη­χανία, από την άποψη της παραγωγής της αξίας και επομένως της υπεραξίας. Πρόκειται κυρίως για τον τομέα των μεταφορών, του ηλεκτρικού-αερίου-νερού, του τομέα των τηλεπικοινωνιών και του ηλεκτρονικού τομέα software (πλη­ροφορική, προγραμματισμός).

    Όταν κάνουμε αυτή την αναταξινόμηση, ο πίνακας που παίρνουμε αλλάζει ρι­ζικά. Διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται για κάποια «αποβιομηχανοποίηση». Ο ύστερος καπιταλισμός μάλλον χαρα­κτηρίζεται από μια πιο έντονη βιομη­χανοποίηση του συνόλου της οικο­νομικής ζωής, πράγμα που εκδη­λώνεται ιδιαίτερα από μια έντονη μηχανικοποίηση (και επομένως και μια δυνητική πτώση της απασχόλη­σης) στον εμπορικό και στο χρημα­τικό τομέα, τους κατεξοχήν τομείς των υπηρεσιών.

Μόνο στο δημόσιο τομέα βρισκόμα­στε μπροστά σε μια καθαρή ανάπτυξη της μη-βιομηχανικής απασχόλησης, α­νάπτυξη που δεν έχει σταματήσει. Αλλά και εδώ πρέπει να αποφύγει κανείς τις βιαστικές προβολές στο μέλλον. Η όλο και πιο έντονη κρίση των δημοσιονομι­κών και οι μειώσεις των δαπανών που συνεπάγεται προοδευτικά για όλες τις χώρες θα μπορούσαν σύντομα να ανα­τρέψουν αυτή την τάση.

    Οι μεταθέσεις αυτές από τομέα σε τομέα της απασχόλησης οδηγούν αναμφισβήτητα σε μια ανασύνθεση της εργατικής τάξης. Συνεπάγονται άραγε μοιραία μια εξασθένιση του οργανωμέ­νου εργατικού κινήματος; Και εδώ πρέ­πει να αποφύγει κανείς τα βιαστικά συμπεράσματα. Η μόνη σταθερά που φαίνε­ται να αναδύεται είναι η σχετική αύξη­ση του βάρους των μισθωτών - επο­μένως και των συνδικάτων - του δη­μόσιου τομέα σε σχέση με τους πα­ραδοσιακούς τομείς. Αλλά αυτό δε σημαίνει αυτόματα μια εξασθένιση της εργατικής μαχητικότητας ούτε της δύνα­μης κρούσης του συνδικαλιστικού κινή­ματος. Το να παραλύσουν τα κέντρα τη­λεπικοινωνιών, οι μεγάλες επιχειρήσεις μεταφορών-συγκοινωνιών, οι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί ή ακόμα και οι τράπε­ζες, αυτό μπορεί να χτυπήσει εξίσου δυ­νατά μια καπιταλιστική οικονομία, όπως το έκανε χτες η παράλυση των ορυχείων, της χαλυβουργίας ή ακόμα και της αυ­τοκινητοβιομηχανίας. Σε πολλές χώρες, ορισμένα συνδικάτα των δημοσίων υπηρεσιών βρίσκονται σήμερα στην αιχμή της εργατικής μαχητικότητας. Τίποτα δεν εμποδίζει εκ των προτέρων αυτή την τάση να ενισχυθεί.

Άλλο πράγμα είναι το ζήτημα, αν τα παραδοσιακά οχυρά του εργατικού κι­νήματος, από την άποψη της συγκέντρω­σης εργατικής δύναμης και της μαχητι­κής παράδοσης, μπορούν να αντικατα­σταθούν από νέα οχυρά. Θα επανέλ­θουμε αργότερα σε αυτό το ζήτημα. Ας σημειώσουμε απλώς ότι η συγκέντρωση μισθωτών στους σιδηροδρόμους, τα τα­χυδρομεία και τα κέντρα τηλεπικοινω­νιών, τα αεροδρόμια, την ηλεκτρονική βιομηχανία, είναι σημαντική. Νέα συν­δικαλιστικά οχυρά θα μπορούσαν πράγ­ματι να αναδυθούν εδώ.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
    Ποιες ήταν οι μακροχρόνιες συ­νέπειες της κρίσης πάνω στο ε­πίπεδο των άμεσων πραγματικών μισθών, των κοινωνικών επιδομάτων και πάνω στην προβληματική της εξαθλίω­σης; Σε αυτό το χώρο, πραχτικά υπάρ­χει γενική υποχώρηση της αγορα­στικής δύναμης των εργαζομένων, εκτός ίσως από την περίπτωση της Νορ­βηγίας. Αλλά αυτή η υποχώρηση δια­φέρει πολύ ανάλογα με τις χώρες και εδώ, η πιο έντονη υποχώρηση βρίσκεται στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επί­σης, σαφής είναι στο Βέλγιο, αφού η α­γοραστική δύναμη του μέσου μισθού μειώθηκε κατά 16% σε διάστημα 7 χρό­νων, πράγμα που είναι πολύ. Στη Μεγά­λη Βρετανία και στην Ομοσπονδιακή Γερμανία αυτή η πτώση είναι κάπως λι­γότερο έντονη. Στην Ιταλία και τη Γαλλία είναι ακόμα λιγότερο έντονη. Στη Με­γάλη Βρετανία παρατηρείται μια απώ­λεια της αγοραστικής δύναμης του μέ­σου μισθού, από το 1979, κατά 7,6%. Η απώλεια αυτή είναι 10% για τους χειρώ­νακτες εργάτες στα δέκα τελευταία χρό­νια. Είναι μειώσεις που κυμαίνονται από 1 ως 1,5% το χρόνο. Στην Ιταλία, οι α­πώλειες φαίνεται να είναι της ίδιας τάξης μεγέθους, 1,2% με 1,5% το χρόνο. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, επίσης, είναι της ίδιας τάξης, με μειώσεις κατά 1,2% με 1,3% το χρόνο, από το 1979.
    Αυτό που είναι πιο δύσκολο να υπο­λογιστεί είναι η υποχώρηση των επιδο­μάτων της κοινωνικής ασφάλισης. Εδώ, δυο κινήσεις διασταυρώνονται. Πρώτον, υπάρχει υποχώρηση του ατομικού επι­δόματος, αλλά δεύτερον τα επιδόματα αυξάνουν στο σύνολο τους, αν μη τι άλ­λο, εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας. Χοντρικά μπορούμε να πούμε ότι οι κοι­νωνικές επιδοτήσεις μειώθηκαν σε όρους αγοραστικής δύναμης αλλά λιγότερο απ' ότι οι μισθοί.
Υπάρχουν δυο λόγοι που το εξηγούν αυτό. Πρώτον, η αστική τάξη εκτίμησε - και σωστά εξάλλου - ότι η κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στην κοινω­νική ασφάλιση θα προκαλούσε πιο σκληρές αντιδράσεις απ' ότι οι επιθέ­σεις ενάντια στους μισθούς. Ιδιαίτερα, αν πειραχτεί ο κλάδος υγείας, η αντίδραση κινδυνεύει να είναι γενικευμένη και όχι στιγμιαία. Η αστική τάξη θέλει να κατα­κερματίσει την εργατική αντίδραση. Τη συμφέρει λοιπόν να καθυστερήσει τις ε­πιθέσεις ενάντια στην κοινωνική ασφά­λιση σε σχέση με τις επιθέσεις ενάντια στους μισθούς. Έπειτα, εάν το συμφέ­ρον της αστικής τάξης για να μειωθούν οι πραγματικοί μισθοί είναι έκδηλο και κα­θολικό, βρίσκεται ωστόσο διχασμένη στο ζήτημα της κοινωνικής α­σφάλισης. Ακόμα και η κυβέρνηση της Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία είναι διχασμένη σε αυτό το ζήτημα. Πράγματι, ακριβώς χάρη στο πλέγμα προστα­σίας της κοινωνικής ασφάλισης οι κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις της κρίσης ήταν ως τώρα πιο μειωμένες απ' ό,τι κατά τη δεκαετία του 1930. Σε αυτές τις συνθήκες, θα ήταν προφα­νώς σαν να παίζουν με τη φωτιά αν έσκι­ζαν βίαια αυτό το πλέγμα.
     Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα υπάρξει ε­πίθεση ενάντια στην κοινωνική ασφάλι­ση, αντίθετα. Το έλλειμμα της κοινω­νικής ασφάλισης αυξάνεται με την παράταση της κρίσης. Σε αυτές τις συνθήκες, το σύστημα της κοινωνι­κής προστασίας θα τεθεί σε αμφι­σβήτηση πιο έντονα στο μέλλον, πα­ρόλο που η αστική τάξη θα προσπα­θήσει όσο είναι δυνατόν να μετριά­σει και να διαφοροποιήσει τις επι­θέσεις της. Για ακόμα μια φορά, το ι­σπανικό κράτος είναι που βρίσκεται στην πρωτοπορία με την ενορχηστρωμένη του επίθεση ενάντια στα επιδόματα α­νεργίας, με την επίθεση του ενάντια στην πιο τρωτή μειονότητα της εργατικής τά­ξης που δεν μπορεί να αμυνθεί. Σε αυτή τη χώρα, τα τρία τέταρτα των ανέργων έ­χουν σταματήσει πραχτικά να παίρνουν επίδομα ανεργίας. Στην υπόλοιπη Ευ­ρώπη, δε βρισκόμαστε ακόμα σε αυτό το επίπεδο, αλλά οι επιθέσεις ενάντια στα ε­πιδόματα ανεργίας θα αυξηθούν. Το αποτέλεσμα, από όλα αυτά, είναι ότι ακόμα και αν αυξάνονται οι συνολικές δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση, ο αριθμός των προσώπων και των νοικοκυ­ριών που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας γνωρίζει έν­τονη άνοδο. Υπάρχει μια σημαντική συζήτηση για τον ορισμό της φτώχειας. Είναι λογικό, σαν μαρξιστές, να μη δε­χόμαστε τα κριτήρια των αστών και των ειδικών τους. Όμως, η αληθινή συζήτη­ση δε βρίσκεται στον ορισμό, αλλά στην τάση. Όποιον ορισμό και να δεχτούμε για τη φτώχεια, όταν ο αριθμός των φτω­χών αυξάνεται, η εξαθλίωση επιδεινώνε­ται. Ο αριθμός των φτωχών αντιπρο­σωπεύει σήμερα στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης περίπου το 15% του πληθυσμού. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Νότιο Ιταλία, το ποσοστό αυτό είναι προ­φανώς πιο υψηλό.
Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, ο α­ριθμός των ατόμων που ζουν από δημό­σια επιδόματα έχει σχεδόν διπλασιαστεί, από 1,4 σε 2,5 εκατομμύρια άτομα. Ο αριθμός των ανέργων που δεν παίρνουν κανένα επίδομα πέρασε από 800.000 σε 2 εκατομμύρια. Εάν προσθέσουμε τους δύο αυτούς αριθμούς, είναι σχεδόν 5 εκατομμύρια τα άτομα που ζουν σήμε­ρα σε μια κατάσταση προφανώς έντονης φτώχειας. Στη Μεγάλη Βρετανία, ο αριθ­μός των ατόμων που μπορούν να θεω­ρηθούν σαν φτωχοί, επίσης διπλασιά­στηκε, περνώντας από 4,5 εκατομμύρια το 1975 στα 8,5 εκατομμύρια άτομα το 1984. Αυτοί που παίρνουν το μέσο ονο­μαζόμενο «social benefit» (επίδομα α­πορίας, περίπου 20.000 δρχ. το μήνα) αυξήθηκαν από 3,7 σε 5,4 εκατομμύρια άτομα και αυτοί που παίρνουν 10% πε­ρισσότερα από το «social benefit», ποσό που παραμένει άθλιο, αυξήθηκαν από 1 εκατομμύριο σε 1,7 εκατομμύρια. Αυτοί που παίρνουν ακόμα λιγότερα από την κρατική αυτή εγγύηση προστασίας, αυ­ξήθηκαν από 1,8 σε 3,2 εκατομμύρια ά­τομα. Αυτό κάνει ένα σύνολο ατόμων που αυξήθηκαν από 6,5 σε 10,4 εκατομ­μύρια για μια χώρα 50 εκατομμυρίων κατοίκων.
Στις σκανδιναβικές χώρες η κατάστα­ση είναι αρκετά καλύτερη. Το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Γαλλία βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Η Ιταλία, η Με­γάλη Βρετανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία βρίσκονται σε πολύ πιο άσκημη θέση. Στην Ιταλία εξάλλου παρατηρούνται περιφερειακές διαφορές, ιδιαίτερα ανά­μεσα στο Βορά, όπου υπάρχει πάνω-κάτω το ίδιο ποσοστό φτωχών με την υ­πόλοιπη Ευρώπη, και στο Νότο, όπου η κατάσταση πλησιάζει την κατάσταση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Υπάρχει και ένα ενδιάμεσο φαινόμενο ανάμεσα στην καθαρά υλική εξαθλίωση και στον αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών, που προκαλεί την απώλεια των παλιών ειδικοτήτων και ό,τι αυτό συνεπάγεται σαν ηθική αθλιότητα, πίκρα, ανησυ­χία, φόβο, απελπισία, αίσθηση κοι­νωνικής αχρηστίας και απογοήτευ­ση.
Η ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
     Ο αντίχτυπος των νέων τεχνολο­γιών πάνω στην οργάνωση της εργασίας, αποτελεί το πέρασμα ανάμεσά στην περιγραφική ανάλυση και στην προβληματική των συσχετι­σμών των δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις.
Στην ιστορία του καπιταλισμού, κάθε φορά που υπήρξε μια μακρόχρονη ύφεση, υπήρξε μια αναδιοργάνωση της διαδικασίας της εργασίας που δεν είναι μόνο, ούτε και κατά κύριο λόγο, τεχνολογική. Είναι δύσκολο να ει­δωθεί ποσοτικά το πράγμα, αλλά η ου­σία αυτού που συνέβη μέσα στις επιχει­ρήσεις σε αυτό το χώρο είναι το αποτέλε­σμα μιας ορθολογικοποίησης χωρίς νέα τεχνολογία. Επιπλέον, η αστική τάξη επωφελείται από την ανεργία και από το φόβο της ανεργίας για να εκδικηθεί τους πρωτοπόρους αγωνιστές της προηγού­μενης περιόδου. Υπήρξαν και θα υπάρ­ξουν επιλεκτικές απολύσεις των πιο μαχητικών συνδικαλιστών. Προφα­νώς, πρέπει να αντιδράσουμε, δεν πρέ­πει να αφήσουμε το πράγμα να περάσει, αλλά πολύ συχνά η συνενοχή της συνδι­καλιστικής γραφειοκρατίας, είναι εκ των προτέρων δεδομένη για τέτοιου είδους εργοδοτικές επιθέσεις.
     Η αναδιοργάνωση της διαδικασίας της εργασίας, έχει προφανώς συγκεκριμένους στόχους από οικονομική άποψη. Η αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας είναι ένα γενικότερο χαρακτηριστικό μιας μακροχρόνιας περιόδου ύφεσης. Είναι ο πιο καθαρός τρόπος για να αυξηθεί η παραγωγή υπεραξίας. Πολλά απ' τα πράγματα για τα οποία γίνεται λόγος σήμερα γύρω από την ελαστικότητα της εργασίας, τη χρησιμοποίηση για πιο με­γάλο χρονικό διάστημα των εργαλείων της εργασίας, τη γενίκευση της συνεχούς εργασίας, παίζουν αυτόν ακριβώς το ρόλο.
Υπάρχει η αποδιάρθρωση των κατα­χτήσεων του συνδικαλιστικού ελέγχου πάνω στις αλυσίδες παραγωγής (που συνόδευε την αμφισβήτηση του τεϋλορισμού), για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που είναι στη μόδα. Και πάλι, δεν πρόκειται για ένα καθαρά τεχνολογικό φαινόμενο, αλλά για μια εξέλιξη που επίσης έχει μια κοινωνική διάσταση. Ο στόχος είναι να αυξηθεί ο έλεγχος του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, να αυξηθεί η πίεση πάνω στους εργάτες, να απο­διαρθρωθούν οι κατακτήσεις του παρελθόντος. Στην προηγούμενη φά­ση, είχαν εισαχθεί στοιχεία εργατικού και συνδικαλιστικού ελέγχου σε σχέση με το ρυθμό των αλυσίδων ή τους ρυθ­μούς της εργασίας. Σήμερα βρισκόμα­στε μπροστά σε μια σημαντική οπισθο­δρόμηση σε αυτό τον τομέα.

     Το ζήτημα αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με δυο άλλα προβλήματα. Υπάρχει βιομηχανική αποσυγκέντρωση; Υπάρχει διάλυση ή τουλάχιστον εξασθένιση των μεγάλων εργατικών, συνδικαλιστικών οχυρών στους χώρους υψηλής εργατικής μαχητικότητας, που κυριάρχησαν στην πάλη των τάξεων στην Ευρώπη κατά τα 20-25 τελευταία χρόνια; Η απάντηση πρέπει να είναι προσεχτική.

     Πρώτα-πρώτα, σε σχέση με την αποσυγκέντρωση. Στην πραγματικότητα είναι πολύ περιθωριακή. Σύμφωνα με τις στατιστικές του Οργανισμού Οικονομι­κής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το μερίδιο στη συνολική απασχόλη­ση, των επιχειρήσεων άνω των 500 μι­σθωτών, αυξήθηκε στη Σουηδία από το 1975 ως το 1983. Μειώθηκε κατά λιγό­τερο του 2% στο Βέλγιο και του 3% στη Γαλλία στην ίδια περίοδο. Το μερίδιο στη συνολική απασχόληση των επιχει­ρήσεων άνω των 100 μισθωτών αυξήθη­κε στην Ολλανδία, αλλά μειώθηκε κατά 2% στη Δανία.
Στη Μεγάλη Βρετανία, στον τομέα της μεταποίησης, το μερίδιο της απασχόλη­σης στις επιχειρήσεις άνω των 500 μι­σθωτών πέρασε από το 70% το 1977 στο 68% το 1982, που είναι μια σχεδόν αμε­λητέα διακύμανση. Στην Ιταλία, αναφέ­ρεται ο αριθμός του 46,4% από το σύνο­λο των μισθωτών της μεταποίησης που εργάζονταν το 1981 σε επιχειρήσεις με πάνω από 500 μισθωτούς. Εάν λάβουμε υπόψη μας την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρε­σιών, όπου το μέσο μέγεθος είναι κατώ­τερο από το αντίστοιχο μέγεθος της με­ταποιητικής βιομηχανίας, η εντύπωση μιας σχεδόν σταθερότητας ενισχύεται α­κόμα περισσότερο.
     Ένα σημαντικό φαινόμενο πρέπει να εντοπιστεί στη μείωση του αριθμού των εργαζομένων των πολύ μεγάλων ε­πιχειρήσεων. Αλλά η δυσκολία να εκτι­μηθεί αυτή η εξέλιξη βρίσκεται στο γεγο­νός ότι ακόμα και μετά από μια τέτοια μείωση, οι επιχειρήσεις αυτές παραμέ­νουν να έχουν σημαντικές διαστάσεις. Ας πάρουμε τον αριθμό που αναφέρεται στις επιχειρήσεις αυτοκινήτων. Όταν μια πολύ μεγάλη επιχείρηση μειώνει από 80.000 σε 60.000 τους εργάτες της, πρέπει να ειπωθεί ότι πρόκειται για μια μεγάλη μείωση της εργατικής συγκέν­τρωσης. Αλλά ένα εργοστάσιο 60.000 εργατών παραμένει μια πολύ μεγάλη ε­πιχείρηση. Προφανώς, υπάρχουν το­μείς που έχουν καταρρεύσει, όπως τα ναυπηγεία, η χαλυβουργία κλπ. Αλλά ε­κεί όπου οι τομείς χοντρικά αντιστάθη­καν ή αυξήθηκαν, οι επιχειρήσεις που υπερισχύουν, συνεχίζουν να είναι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτή εί­ναι ιδιαίτερα η περίπτωση του αυτοκινή­του, της αεροναυτικής, της ηλεκτρονικής και της χημείας στις περισσότερες χώρες: FIAT, Volkswagen, Ford, General Motors, Daimler Benz, Seat, Renault, Volvo, Citroen-Peugeot, Siemens, Philips, Gec, Plessey, οι τρεις «μεγάλες» της γερ­μανικής χημείας, οι τρεις «μεγάλες» της ελβετικής χημείας, Phones-Pouleng, ICI, Mondedison κλπ. Αλλά εδώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Δεν υπάρχει μηχανική σχέση ανάμεσα στο μέγε­θος της επιχείρησης, στη δύναμη του συνδικάτου και στην εργατική μαχητικότητα. Είναι απολύτως δυνατό βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα η μεγάλη επιχείρηση να επιβιώνει, αλλά το ποσοστό συνδικαλισμού να μειώνεται και η εργατική μαχητικότητα να μειώνε­ται ακόμα περισσότερο. Πρέπει επομέ­νως να διακρίνουμε αυτές τις κινήσεις χώρα με χώρα:

α) Αναμφισβήτητα ορισμένα εργατικά οχυρά έπεσαν: British Leyland, η βιομηχανία του Τύπου, η χαλυβουργία και τα ναυπηγεία στη Με­γάλη Βρετανία. Η χαλυβουργία και τα ναυπηγεία στην Ισπανία. Η χαλυβουρ­γία στη Βαλλονία. Η χαλυβουργία στη Γαλλία. Άλλα έχουν εξασθενίσει αλλά δεν έχουν πέσει, όπως η χαλυβουργία της Ρούρ και της Σάαρ στην Ομοσπον­διακή Γερμανία.

β) Ωστόσο, πολλά οχυρά εξακο­λουθούν να παραμένουν. Στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ομο­σπονδιακή Γερμανία, στις σκανδιναβι­κές χώρες, στις περισσότερες χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ολλανδία), στην Αυστρία, δεν υπάρχει καμιά συνολική εξασθένιση των συνδι­καλιστικών δυνάμεων. Υπάρχει μια μείωση του ποσοστού συνδικαλισμού, αλλά είναι λιγότερο έντονη από τη μείω­ση της απασχόλησης, πράγμα εξαιρετικό, γιατί πρέπει να θυμηθούμε ότι στην ανάλογη περίοδο κρίσης της δεκαετίας του 1930 η συνδικαλιστική εξασθένιση ήταν τρομερή. Τα αγγλικά συνδικάτα, όπως και τα συνδικάτα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, έχασαν ορισμένες φορές έως και το ήμισυ των μελών τους. Αυτή τη φορά στις χώρες που αναφέρα­με πιο πάνω, η εξασθένηση είναι περι­θωριακή.

γ) Υπάρχουν οι ενδιάμεσες κατα­στάσεις της Ελλάδας και της Πορ­τογαλίας, όπου υπάρχει πραγματική αλλά όχι ακόμα πολύ έντονη απο-συνδικαλιστικοποίηση. Αντίθετα, πρέπει να σημειώσουμε τις περιπτώσεις κάθετης πτώσης του συνδικαλισμού, κυρίως στην Ισπανία και στη Γαλλία. Εκεί μπορούμε να μιλήσουμε για συνδικαλιστική κατάρ­ρευση. Το φαινόμενο είναι πιο σαφές και από τη δεκαετία του 1930.

    Με αυτό δεδομένο, πρέπει να προσ­θέσουμε ότι δεν υπάρχει άμεση και μη­χανική συσχέτιση ανάμεσα, από τη μια μεριά, στη συνέχεια της ύπαρξης των πα­ραδοσιακών οχυρών του εργατικού κι­νήματος από αριθμητική άποψη, στην έ­κταση των επιχειρήσεων, στο οικονομι­κό βάρος των επιχειρήσεων και, από την άλλη μεριά, στη συνδικαλιστική δύναμη. Ούτε και υπάρχει αυτόματη συσχέτι­ση ανάμεσα στο ποσοστό συνδικαλι­σμού και στην εργατική μαχητικότη­τα. Αποκλίσεις μπορούν να εμφανι­στούν και προς τις δύο κατευθύνσεις. Έ­τσι, μπορεί να υπάρξει μείωση του συν­δικαλισμού που να συνδυάζεται με μια λιγότερο εξασθενισμένη ή ακόμα και α­νοδική εργατική μαχητικότητα. Στην Ι­σπανία, η καμπύλη των απεργιών βρί­σκεται μάλλον σε άνοδο εδώ και δυο χρόνια ή τουλάχιστον βρισκόταν σε άνο­δο το 1983 και 1984. Στη Μεγάλη Βρε­τανία μάλλον το αντίστροφο πρέπει να διαπιστώσουμε. Εκεί, το ποσοστό συνδι­καλισμού παραμένει υψηλό, αλλά η εργατική μαχητικότητα βρίσκεται σε έκδη­λη υποχώρηση. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις συνέπειες της ήττας των ανθρα­κωρύχων που είναι πολύ σοβαρές. Ή­ταν περισσότερο από μια συμβολική μά­χη, αφού άγγιζε τους συνολικούς συσχετισμούς των δυνάμεων ανάμεσα στις τά­ξεις. Οι ανθρακωρύχοι αγωνίστηκαν θαρραλέα, αλλά παρέμειναν απομονω­μένοι. Μια απομονωμένη μάχη τέτοιου είδους ενάντια σε ολόκληρη κυβέρνηση και σε ολόκληρη την εργοδοσία είναι πολύ σκληρή. Καθώς η μάχη ήταν πολύ μακρόχρονη, υπήρξαν πολύ βαριές θυ­σίες για τους εργάτες και αυτό κάνει τις συνέπειες της ήττας πολύ αισθητές. Αυτό που γίνεται τώρα στους ανθρακωρύχους - συνδικαλιστική διάσπαση στο ΝUΜ, εμφάνιση ενός νέου δεξιού συνδικάτου που κινδυνεύει να διασπάσει και άλλους τομείς της εργατικής τάξης ή και το σύνο­λο του συνδικαλιστικού κινήματος - βάζουν μπροστά μια εξαιρετικά επικίν­δυνη δυναμική, που δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις συνέπειες της για το εργατικό κίνημα στο σύνολο του.
ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
     Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να φοβηθούμε, με όποια πρό­φαση και να υπήρχε, τους αγώ­νες για διασπασμένες, περιορισμένες, συγκυριακές διεκδικήσεις. Αντίθετα, κάθε εργατική νίκη, κάθε νικηφό­ρος αμυντικός αγώνας, ακόμα και στα πιο μικρά ζητήματα, είναι σήμε­ρα πιο σημαντικός από παχιά λόγια για γενικά ζητήματα. Η εργατική τάξη πρέπει να ξαναμάθει το γεγονός ότι είναι ικανή να κερδίζει επιτυχίες, ακόμα και σε περίοδο ύφεσης και ανεργίας. Μπορεί να τις πετύχει, αλλά όχι άμεσα σε συνολι­κούς στόχους. Όταν καταλάβει κανείς αυτό, τότε μάχεται με αποφασιστικότητα, ακόμα και για πολύ συγκεκριμένους στόχους, όταν η νίκη και η επιτυχία είναι τόσο σημαντικές. Η παιδαγωγική της επιτυχίας, η απόδειξη στην πράξη ότι ο αγώνας μπορεί να αποδώσει, είναι σήμερα πιο σημαντικά.
Ο σκεπτικισμός των εργατών σε σχέση με μια δυνατή νίκη του αγώνα τους, είναι πολύ πιο μειωμένος όταν πρόκειται για μικρές διεκδικήσεις που βρίσκονται στην εμβέλεια τους στο επίπεδο της επιχείρη­σης, απ' όταν πρόκειται για μεγάλα προ­βλήματα. Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να καταπολεμήσει την ανεργία μέσα σε μια μόνο επιχείρηση. Αλλά το να εμπο­διστεί μια αλλαγή στην κλίμακα των μι­σθών ή στις ταξινομήσεις μέσα σε ένα εργοστάσιο, αυτό βρίσκεται πράγματι στην εμβέλεια των εργατών του εργο­στασίου σε μια καθορισμένη στιγμή. Και αν, μέσα σε τέτοιους αγώνες, οι εργαζό­μενοι πετύχουν αρκετές φορές ικανο­ποίηση, αυτό μπορεί να αρχίσει να έχει θετικές επιπτώσεις σε πιο πλατύ επίπεδο.
Αυτό που υποστηρίζουμε εδώ είναι καθαρά συγκυριακό. Δεν αποκλεί­ουμε με κανέναν τρόπο μια ανατρο­πή της κατάστασης. Πρέπει να συγ­κρίνουμε τη σημερινή κατάσταση με α­νάλογες καταστάσεις που γνώρισε το ερ­γατικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πρέπει να κάνουμε αυτή τη μελέτη για κάθε χώρα, για να καθορί­σουμε πώς οι εργατικοί αγώνες είχαν ξα­ναρχίσει μετά από μια αρκετά μακριά αναδίπλωση. Γενικά, το επαναξεκίνημα των αγώνων δεν άρχισε από θεαματικά ζητήματα ούτε σε όλες τις επιχειρήσεις συγχρόνως, ούτε ακόμα σε ολόκληρους κλάδους. Άρχισε με μικρές επιτυχίες που συσσωρεύονταν. Προφανώς, το πολιτικό κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό. Υπάρχουν εξω-οικονομικοί πα­ράγοντες που έπαιξαν ρόλο, όπως το ζήτημα του φασισμού στη δεκαετία του 1930. Στη δεκαετία του 1960 υπήρχε ένα κοινωνικό κλίμα πολύ πιο ευνοϊκό στο σύνολο του, με πλήρη απασχόληση. Αλλά ξεχνάμε κάπως γρήγορα, για πα­ράδειγμα, ότι μετά το πραξικόπημα των στρατηγών στο Αλγέρι, υπήρχαν αγωνι­στές στη Γαλλία που ήταν έτοιμοι να ξεκι­νήσουν αντάρτικο και να μπουν στην πα­ρανομία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε πόσο γρήγορα εξελίχτηκε η συνείδηση των εργαζομένων. Το 1962-1963, η α­τμόσφαιρα στη Γαλλία δεν ευνοούσε τόσο την αισιοδοξία, και δε μιλάμε καν για την ατμόσφαιρα στην Ομοσπονδια­κή Γερμανία.
ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
    Σήμερα υπάρχει ένα συνολικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο της αστικής τάξης, δηλαδή των συντηρητικών και των νεοφιλελεύθερων, δεν ενδιαφέρουν και πολύ τα επίθετα. Το σχέδιο αυτό προχωράει πολύ περισσότερο από την προσπάθεια απλώς να παρθεί ένα πρόσθετο ποσοστό στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων μαζών ή να αυξηθεί το ποσοστό υπεραξίας και να α­νορθωθεί το ποσοστό του κέρδους.

     Επωφελούμενη από τη μακροχρόνια οικονομική ύφεση και από τη σχετική εξασθένιση του εργατικού κινήματος - φαινόμενο που ισχύει γενικά αν και άνισα ανάλογα με τις χώρες - η αστική τάξη επιχειρεί να τροποποιήσει μό­νιμα τους συσχετισμούς των δυνά­μεων ανάμεσα στις τάξεις και να θεσμοθετήσει αυτή την τροποποίηση, πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει: Να εξαρθρώσει τις πιο σημαντικές κατα­κτήσεις του εργατικού κινήματος του τελευταίου τέταρτου του αιώνα, αν όχι των τελευταίων πενήντα χρόνων. Εάν θέλουμε να συμπυκνώσουμε σε μια μόνο διατύπωση αυτές τις κατακτήσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εργατικό κίνημα είχε καταφέρει να επιβάλει μια ποσοτική αύξηση του αντικειμενικού επιπέδου ταξικής αλληλεγγύης, μέσα από ένα συνδυασμό κοινωνικής νομο­θεσίας, συνδικαλιστικής δύναμης, ελέγχου της διαδικασίας της εργασίας και πολιτικού βάρους. Η διατύπωση αυτή μπορεί να φανεί «αντικειμενικίστικη» και θολή, αλλά είναι πολύ πραγματική και κατεξοχήν μαρξιστική. Το βάρος του εργατικού κινήματος μέσα στην κοινωνία προστάτευσε καλύτερα όλα τα λιγότερο ευνοημένα στρώματα. Να ποιο είναι το πιο γενικό περιεχόμενο όλων αυτών που συνέβησαν μετά την κρίση της δεκαετίας του 1930.

     Αυτή η κατάκτηση ήταν πολύ σημαντι­κή. Οι επαναστάτες Μαρξιστές, πρέπει να έχουν συνείδηση αυτού του γεγονό­τος, γιατί αυτό αγγίζει τον ίδιο τον ορι­σμό του ποια είναι η προλεταριακή συν­θήκη για τον Μαρξ, δηλαδή η θεμελιακή ανασφάλεια των συνθηκών ύπαρξης. Αυτό είναι συνέπεια της οικονομικής α­ναγκαιότητας να πουλάς συνεχώς την εργατική σου δύναμη, πώληση που δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη και της οποίας το χρηματικό προϊόν δεν είναι ούτε αυτό εξασφαλισμένο. Το σύνολο αυτών των κατακτήσεων προφανώς δεν κατάργη­σαν την ανασφάλεια της προλεταριακής συνθήκης, αλλά μείωσαν την έκταση της για ορισμένα στρώματα του εργατικού πληθυσμού. Το αντικειμενικό γεγονός ότι ένας άνεργος πληρώνεται καλύτερα από πριν, ότι ένας άρρωστος, ότι ένας συνταξιούχος πληρώνονται καλύτερα, ότι οι λιγότερο ειδικευμένοι και οι ανορ­γάνωτοι προστατεύονται με έναν ελάχι­στο μισθό (π.χ. στη Γαλλία το SΜΙG), έ­χει μιαν αντικειμενική επίπτωση πάνω στη συνοχή και στη δύναμη κρούσης της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από τη συ­νείδηση που έχουν, για το γεγονός αυτό, όλοι εκείνοι και εκείνες που έδωσαν τη μάχη για να αποσπάσουν αυτές τις διεκ­δικήσεις ή και αυτοί που επωφελήθηκαν χωρίς να έχουν αγωνιστεί.

    Μόλις αυτές οι κατακτήσεις αποδιαρ­θρώνονται μερικά ή συνολικά, η αλλη­λεγγύη αντικειμενικά μειώνεται. Διάφο­ρα στρώματα χτυπιούνται διαφορετικά και εγκαταλείπονται πάνω-κάτω στη μοίρα τους, κυρίως οι πιο αδύναμοι: οι μετανάστες, οι γυναίκες, οι νέοι, οι α­νάπηροι, οι γέροι. Αλλά η σωρευτική ε­πίπτωση αυτής της αλλαγής πάνω στην εργατική τάξη γίνεται αισθητή από τη στιγμή που το φαινόμενο φτάνει ένα ο­ρισμένο ποσοτικό επίπεδο. Προφανώς, υπάρχει ένα ζήτημα μετατροπής της πο­σότητας σε ποιότητα. Εάν το 5% των προλετάριων περιθωριοποιηθεί, οι ε­πιπτώσεις στο σύνολο της τάξης δε θα είναι δραματικές. Αλλά εάν το 30% ή το 35% χτυπηθούν, τότε η σωρευτική επί­πτωση γίνεται σοβαρή. Όμως, αυτός είναι ο στόχος προς τον οποίο προσα­νατολίζεται η αστική τάξη, τουλάχιστον στις μεγάλες χώρες. Εξάλλου η αστική τάξη δεν το κρύβει: Το σχέδιο της είναι να χτυπήσει με μόνιμο τρόπο όχι μόνο το εισόδημα αλλά και την κοι­νωνική θέση του ενός τρίτου ή του 40% της εργατικής τάξης. Για το λό­γο αυτό ο όρος της «δυαδικής κοινω­νίας» δικαιολογείται για να χαρακτηρί­σει το αστικό σχέδιο, γιατί αν ο στόχος επιτευχθεί, εάν από το 40% της εργατι­κής τάξης αφαιρεθεί η ελάχιστη προσ­τασία και συλλογική αλληλεγγύη, τότε θα επανέλθουμε στην πριν το 1914 κα­τάσταση, για χώρες όπως το Βέλγιο.

     Αυτό που πάνω απ' όλα διευκολύνει την εξέλιξη αυτή είναι η ανεύθυνη στάση της συνδικαλιστικής κι γενι­κά εργατικής γραφειοκρατίας, η οποία είναι είτε συνένοχος από την αρχή είτε ασυνείδητα στην αρχή και κατόπιν οδηγείται στην πλήρη συνθηκολόγηση μπροστά στην καπιταλιστική επίθεση, με όλων των ειδών τις προφάσεις, για εκλογικίστικους λόγους, ακόμα και από εγωι­σμό των θέσεων τους και υπεράσπιση των προνομίων τους. Πράγμα που εξάλ­λου είναι ηλίθιο, γιατί αυτά τα μικροπρονόμια μακροχρόνια θα αμφισβητηθούν, εάν το εργατικό κίνημα εξασθενίσει δο­μικά. Έπειτα, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας τις αντικειμενικές επιπτώσεις της κρίσης. Τις υποχωρήσεις και τις ήττες. Μια εργατική τάξη που διαπιστώνει ότι έ­χει χάσει 2, 3, 4 μάχες κι ότι η ανεργία αυξάνει, δεν αντιδράει πια με τον ίδιο τρόπο με μια εργατική τάξη που εξακο­λουθεί να βρίσκεται σε πλήρη έλεγχο των δυνάμεων της.

     Πρέπει ασφαλώς να διαπιστώσουμε ότι ο ταξικός εχθρός διαθέτει μια πο­λιτική ηγεσία, ένα σχέδιο, ένα πλά­νο, ένα πολύ πιο αποφασισμένο και αποφασιστικό προσανατολισμό απ' ό,τι το ηγετικό προσωπικό του εργα­τικού κινήματος, που δυστυχώς δε δείχνει να έχει τα ίδια αυτά προτερήμα­τα.

    Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε ότι οι μαχητικές δυνάμεις του συνδικαλισμού και της πολιτικής άκρας αριστεράς, ανε­ξάρτητα από το εάν ενδυναμώνουν, δε διαθέτουν πάντως μια τέτοια πειστικότη­τα που να μπορέσουν άμεσα να αντισταθμίσουν την ανάπτυξη των άλλων παραγόντων. Ακόμα κι αν αναπτύσσον­ται οι δυνάμεις αυτές, παραμένουν αρκε­τά μικρές και δεν μπορούν από μόνες τους να εξουδετερώσουν όλες τις αρνητι­κές επιπτώσεις που αναφέραμε πιο πά­νω. Δεν υπάρχει λοιπόν ακόμα συνολι­κή πειστική πολιτική εναλλακτική λύση, πειστική δηλαδή για μια σημαντική με­ρίδα της εργατικής τάξης που να θεω­ρούσε την εναλλακτική αυτή λύση σαν μια προοπτική για την οποία θα μπο­ρούσε να κινητοποιηθεί με ορισμένες ελπίδες επιτυχίας βραχυπρόθεσμα. Η α­πουσία μιας τέτοιας πειστικής συνο­λικής εναλλακτικής προοπτικής εί­ναι από μόνη της ένας παράγοντας της κατάστασης.

     Η μόνη εξαίρεση από αυτή την άπο­ψη είναι ίσως η Μεγάλη Βρετανία, αλ­λά ακόμα κι αυτή η εκτίμηση είναι αβέ­βαιη. Προφανώς, η αριστερά του εργα­τικού κόμματος και του συνδικαλιστικού κινήματος αποτελεί μια σημαντική δύ­ναμη που βαραίνει πάνω στην κατάστα­ση. Αλλά δεν είναι σίγουρο ότι αντιπρο­σωπεύει μια πειστική εναλλακτική προο­πτική στο επίπεδο της εργατικής τάξης. Ίσως να υπάρχει μια ανάλογη κατάστα­ση στη Δανία.

     Σε τέτοιες λοιπόν συνθήκες, το σχέ­διο της αστικής τάξης δεν πρέπει να υ­ποτιμηθεί. Ολόκληρο το εργατικό κίνη­μα ωθείται σε άμυνα. Οι περισσότε­ρες δυνάμεις του παραδοσιακού μετριοπαθούς εργατικού κινήματος πηγαίνουν προς τα δεξιά, πράγμα που δε σημαίνει ότι το σχέδιο αυτό της αστικής τάξης θα επιτύχει αυτομάτως. Αυτό εξαρτάται από το σημερινό συσχε­τισμό των δυνάμεων κι όχι από εκείνους τους συσχετισμούς δυνάμεων που θα ήθελε η αστική τάξη να δημιουργήσει μέσα σε πέντε ή δέκα χρόνια. Σήμερα οι συσχετισμοί αυτοί είναι τέτοιοι που βάζουν ακόμα, στις περισσότε­ρες χώρες, ισχυρά εμπόδια στο δρόμο της πραγματοποίησης του α­στικού σχεδίου. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, στην Ιταλία, στη Μεγάλη Βρετανία, στις σκανδιναβικές χώρες, στις χώρες της Μπενελούξ, η εργατική τάξη διατηρεί μια ικανότητα αντίδρασης τέτοια ώστε, μόλις οι προκλήσεις ξεπε­ράσουν ένα ορισμένο όριο, διαπιστώνε­ται ότι η αστική τάξη αναγκάζεται να υ­ποχωρήσει, να ελιχθεί, να κατευνάσει τις διαμαρτυρίες. Δεν μπορεί να επιβάλ­λει όλες τις λύσεις της, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, με γραμμικό τρόπο.

     Πρέπει πάντως να έχουμε συνείδηση του κινδύνου και των επιπτώσεων της πολιτικής της. Όλα τα σχέδια της αστι­κής τάξης τείνουν να αυξήσουν και να θεσμοθετήσουν τους διαχωρισμούς και τις διασπάσεις μέσα στην εργα­τική τάξη, διαχωρισμούς ανάμεσα σε αυτόχθονες και σε ξένους, ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, ανάμεσα σε νέους και ηλικιωμένους, ανάμεσα σε ειδικευ­μένους και ανειδίκευτους, ανάμεσα σε τομείς δραστηριότητας που υποχωρούν και σε τομείς αιχμής, ανάμεσα σε δη­μόσιο και σε ιδιωτικό τομέα, ανάμεσα σε εργαζόμενους διαφορετικών χωρών. Η τελευταία περίπτωση γίνεται με την προσπάθεια να υποκατασταθεί η διε­θνής αλληλεγγύη από την αποδοχή της μείωσης των μισθών για χάρη της διε­θνούς ανταγωνιστικότητας, με την πρό­φαση της «προστασίας της απασχόλη­σης», πράγμα που οδηγεί σε μειώσεις των πραγματικών μισθών σε όλες τις χώρες. Σε όλα τα επίπεδα, η πολιτι­κή της αστικής τάξης στοχεύει στο να προκαλέσει, να διευρύνει, να θε­σμοθετήσει αυτούς τους διαχωρι­σμούς, να προτείνει διαφορετικά μέτρα ανάλογα με την περίπτωση, για να πα­γιωθούν αυτοί οι διαχωρισμοί και να αυξηθεί το βάρος τους στις σχέσεις α­νάμεσα σε Κεφάλαιο και Εργασία στο σύνολο τους. Ορισμένες επιτυχίες έ­χουν ήδη επιτευχθεί, θα ήταν λάθος να το αρνηθούμε. Παρά τις πολύ θετι­κές αντιδράσεις των νέων ενάντια στο ρατσισμό, σε σχέση με την ενηλικιωμένη εργατική τάξη, οι επιπτώσεις της ξενοφοβίας και του ρατσισμού εί­ναι πραγματικές σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης. Μπορούμε να συ­ζητήσουμε για την έκταση του φαινομέ­νου, αλλά υπάρχουν σήμερα εκλογικά αποτελέσματα που το επιβεβαιώνουν, όπως του Εθνικού Μετώπου του Λε Πεν στη Γαλλία ή των δυνάμεων της άκρας δεξιάς στη Γενεύη, στη Λοζάννη ή στις Βρυξέλλες. Πρόκειται για στοιχεία που δεν πρέπει να υποτιμηθούν και τα οποία δεν αφορούν μόνο τη μι­κροαστική τάξη. Είναι η συνέπεια όχι μόνο της κρίσης, αλλά της κρίσης σε συνδυασμό με όλους τους πολιτικούς παράγοντες που αναφέραμε προηγου­μένως.

      Ένα από τα μεγάλα προβλήματα από αυτή την άποψη είναι η οργάνωση των ανέργων. Όταν συγκρίνουμε τη σημε­ρινή στάση του εργατικού κινήματος με τη στάση του κομμουνιστικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το ο­ποίο έκανε μια τεράστια δραστηριότητα στους άνεργους με σημαντική επιτυχία στην οργάνωση τους, η οπισθοδρόμηση είναι προφανής. Στη Μεγάλη Βρετανία το φαινόμενο είναι εντυπωσιακό. Εάν μελετήσουμε προσεκτικά την άνοδο αυ­τού που οι αστοί ονομάζουν «βία των συνοικιών», εάν μελετήσουμε αυτά που συμβαίνουν με τους νέους άνεργους στις εξαθλιωμένες βιομηχανικές συνοικίες, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην εκτίμηση του φαινο­μένου. Η ριζοσπαστικοποίηση των νεα­ρών μαύρων είναι θετικό φαινόμενο, αλλά η «ριζοσπαστικοποίηση», εάν μπο­ρούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο αυτό, των νεαρών χούλιγκανς του πο­δοσφαίρου, είναι τελείως άλλο πράγ­μα. Εάν ακούσουμε τις εξηγήσεις που οι τελευταίοι δίνουν για τον εαυτό τους στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αυτές θυμίζουν περισσότερο μια φασιστική νοοτροπία παρά οτιδήποτε άλλο: προ­βολή του ανδρισμού, της αναγκαιότητας της φυσικής σύγκρουσης, εξύμνηση της βίας για τη βία. Είναι θέματα που ανα­πτύχθηκαν από τους φασίστες κατά τη δεκαετία του 1930. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ό,τι συμβαίνει στους απογοητευμένους νέους που δεν έχουν ποτέ δουλέψει, που είναι άνεργοι εδώ και 4 ή 5 χρόνια, που δεν έχουν καμιά προοπτική, στους οποίους το εργατικό κίνημα δεν προσφέρει καμιά προοπτική και στους οποίους οι επαναστατικές οργα­νώσεις προσφέρουν απλώς μερικές λύ­σεις στα όρια των ακόμα πολύ περιορι­σμένων διαστάσεων τους.
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ
     Απέναντι σε αυτή την κατάσταση υπάρχουν χοντρικά για την ώρα τρεις τύποι αντίδρασης από το σύνολο της εργατικής τάξης στην καπιτα­λιστική Ευρώπη. Υπάρχει μια σχετικά απαθής μειοψηφία, υπάρχει μια ριζοσπαστικοποιημένη μειοψηφία και υπάρχει και μια πλειοψηφία που είναι διαθέσιμη για συγκεκριμένες αντι­δράσεις αλλά και δύσκολα κινητοποιήσιμη για συνολικούς στόχους. Αυτό προφανώς είναι πολύ σχηματικό, αλλά φαίνεται ότι αντιστοιχεί στην κατά­σταση των περισσότερων σχετικών χω­ρών. Η χαλάρωση του ελέγχου των γρα­φειοκρατικών μηχανισμών πάνω στην εργατική τάξη δε συνεπάγεται αναγκα­στικά ένα φαινόμενο οπισθοχώρησης. Αυτή είναι ίσως η περίπτωση της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά σίγουρα δεν είναι η περίπτωση της Ισπανίας και της Δανίας.

    Ας πάρουμε το παράδειγμα των απει­λών για καταστολή και για απολύσεις που βαραίνουν, σε μια περίοδο κρίσης, πάνω στους πιο μαχητικούς αγωνιστές. Στο παρελθόν, κατά τη δεκαετία του 1930 και ακόμα και στις αρχές της δε­καετίας του 1950, αυτοί δεν είχαν πραχτικά καμιά άμυνα. Σήμερα, για τη συν­δικαλιστική γραφειοκρατία, θα ήταν πε­ριπέτεια να ριχτεί σε ανοιχτή υποστήριξη των απολύσεων συνδικαλιστών εκπρο­σώπων από την εργοδοσία. Είναι αναγ­κασμένοι να ελίσσονται, καθώς οι συ­σχετισμοί των δυνάμεων έχουν αλλάξει. Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ακρι­βώς η ίδια κατάσταση με τη δεκαετία του 1930.

   Η ανασύνθεση του εργατικού κινήματος, η χαλάρωση του ελέγχου των γραφειοκρατιών στο σύνολο της ορ­γανωμένης εργατικής τάξης είναι ένα πάρα πολύ σύνθετο φαινόμενο. Βέβαια, για όσο καιρό συμπίπτει με μια αμυντική υποχώρηση των εργατικών α­γώνων, αυτή η χαλάρωση του ελέγχου των γραφειοκρατικών ηγεσιών δεν έχει προφανώς το ίδιο βάρος και την ίδια δυναμική με το όταν συμπίπτει με μια άνοδο των αγώνων. Βρισκόμαστε λοι­πόν σε αυτή τη δύσκολη, ενδιάμεση φάση. Για να εκτιμήσουμε τη δυναμική αυτή χώρα με χώρα, σε σχέση με την πραγματικότητα και τη συμπεριφορά της εργατικής τάξης, αυτό απαιτεί ένα ρίζω­μα των οργανώσεων μας και μια σημαν­τική γνώση του τι γίνεται μέσα στην ερ­γατική τάξη. Δεν μπορούμε να αρκε­στούμε από αυτή την άποψη σε γενικό­τητες, σε αφαιρέσεις και κυρίως σε αυ­θαίρετες υποθέσεις.

    Τα μόνα συνολικά στοιχεία που δια­θέτουμε για την ώρα είναι τα στοιχεία για τα μεγάλα κινήματα αντίδρασης της εργατικής τάξης. Από αυτή την άποψη, ο απολογισμός διαφέρει ανάλογα με τις χώρες. Στη μεγάλη ιταλική κινητοποίη­ση για την υπεράσπιση της κινητής κλί­μακας, που ξεκινώντας από την αυτο-καλεσμένη συνέλευση των εργοστασιακών αντιπροσώπων κατέληξε στη διαδήλωση στη Ρώμη σχεδόν ενός εκατομμυρίου εργαζομένων, υπήρξε χαλάρωση του ελέγχου των γραφειοκρατικών μηχα­νισμών, η οποία ακολουθή­θηκε από μια μερική αποκατάσταση του ελέγχου αυτής της κινητοποίησης. Στη γενική απεργία των δημοσίων υπηρε­σιών στο Βέλγιο, καθώς και στη γενική απεργία της Δανίας, η χαλάρωση του ε­λέγχου αυτού ήταν ορατή, καθώς και η στενή εξάρτηση του κινήματος από τη συνδικαλιστική πρωτοβουλία. Στην Ι­σπανία, η γενική απεργία επίσης χαρα­κτηρίστηκε από μια πραγματική μείωση του ελέγχου των συνδικαλιστικών γρα­φειοκρατιών. Αντίθετα, στην Ομοσπον­διακή Γερμανία, το μεγάλο κίνημα των μεταλλουργών, στην αρχή για τις 35 ώ­ρες και κατόπιν για την υπεράσπιση του δικαιώματος της απεργίας, παραμένει κάτω από στενό συνδικαλιστικό έλεγχο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μακρόχρο­νη απεργία των ανθρακωρύχων στη Μεγάλη Βρετανία καθώς και με τις διά­φορες κινητοποιήσεις εργατικής αντί­δρασης στην Πορτογαλία.

   Τα κινήματα αυτά, που συνέβησαν κατά τους 18 τελευταίους μήνες, επιβε­βαιώνουν εξάλλου τον, πάντως προσε­χτικό, ορισμό που έχουμε δώσει για την αντίδραση του συνόλου των εργαζομέ­νων. Δύσκολα μπορούμε να χαρακτη­ρίσουμε τους αγώνες αυτούς σαν αντι­δράσεις ριζοσπαστικοποιημένων μειο­ψηφιών. Επιβεβαιώνουν ότι σημαντι­κά τμήματα της εργατικής τάξης, αν όχι η πλειοψηφία της, παραμένουν διαθέσιμα για μαχητικές αντιδρά­σεις, αλλά κάθε φορά με συγκεκρι­μένους τρόπους και σε ιδιαίτερες συγ­κυρίες. Η Γαλλία αποτελεί από αυτή την άποψη την εξαίρεση κι όχι τον κανόνα. Πρέπει να παρακολουθήσουμε με ι­διαίτερη προσοχή την εξέλιξη στην Ο­μοσπονδιακή Γερμανία, της οποίας η εργατική τάξη βρίσκεται σε κατάσταση ανοδικής ικανότητας αντίδρασης σε σχέση με τις άλλες μεγάλες χώρες της Ευρώπης.

   Εδώ και πολλά χρόνια, στις διάφορες χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης, έ­χουν ενεργοποιηθεί τάσεις για ανασύν­θεση του οργανωμένου εργατικού κινήματος και του βάρους των διάφο­ρων πολιτικών ρευμάτων στο εσωτε­ρικό του. Ας θυμίσουμε μερικά από τα πιο χτυπητά φαινόμενα. Θεαματική οπι­σθοχώρηση της εκλογικής επιρροής του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΡCF), παρόλο που η υποχώρηση του κόμματος αυτού στο εσωτερικό του προ­λεταριάτου στις επιχειρήσεις είναι λιγό­τερο έντονη. Εξίσου θεαματική οπισθο­χώρηση του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΡCΕ). Κατάρρευση μερικών μικρών κομμουνιστικών κομμάτων (στη Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία). Θεαματική άνοδος αριστε­ρών και κεντριστικών ρεφορμιστικών οργανώσεων στη Δανία. Άνοδος της εργατικής αριστεράς στη Μεγάλη Βρε­τανία. Άνοδος των Πράσινων στην Ο­μοσπονδιακή Γερμανία.
 
   Βρισκόμαστε ακόμα στις αρχές αυτής της ανασύνθεσης και το συνο­λικό της διάγραμμα παραμένει αρκετά θολό. Θα ήταν πάντως τουλάχιστον πρόωρο να εξαχθούν γενικά συμπερά­σματα σε σχέση με μια καθολική παρα­κμή των ΚΚ, μια καθολική άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας, μια γενικευμένη έκφραση της νέας εργατικής ριζοσπαστικοποίησης μέσα από τη σοσιαλδημο­κρατία ή για ένα γενικό γλίστρημα του εργατικού κινήματος προς τα δεξιά. Για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, το φαινόμενο των Πράσινων διαφέρει έν­τονα από χώρα σε χώρα. Στο Βέλγιο μάλιστα διαφέρει αισθητά από τη Φλάν­δρα στη Βαλλονία. Δεν μπορούμε λοι­πόν απέναντι σε αυτό το πολιτικό φαι­νόμενο να τα βολέψουμε με μια αφη­ρημένη φόρμουλα που θα χαρακτήριζε τους Πράσινους σαν ένα «μικροαστικό ρεύμα» ή διατεινόμενοι ότι «δεν αποτε­λούν τμήμα του οργανωμένου εργατι­κού κινήματος». Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, για παράδειγμα, είναι αδύ­νατο να εξηγήσει κανείς αυτό που συ­νέβη υποστηρίζοντας ότι η άνοδος των Πράσινων εκφράζει μια πολιτική εξέλι­ξη προς τα δεξιά. Αντίθετα. Όχι μόνο στα μάτια των πλατιών μαζών, αλλά επί­σης και αντικειμενικά, η εκλογική και κοινοβουλευτική ανάπτυξη των Πράσι­νων εξάσκησε μια πίεση προς τα αριστε­ρά στην πολιτική ζωή, στη σοσιαλδημο­κρατία και εν μέρει ακόμα και στα συν­δικάτα. Φαίνεται να αποτελεί την έκ­φραση ή, αν προτιμάμε, την εκλογική ι­διοποίηση των στοιχείων ριζοσπαστικοποίησης της περασμένης δεκαετίας, ι­διοποίηση που ξέφυγε από τη σοσιαλ­δημοκρατία ακριβώς σαν συνέπεια της πολιτικής της συνεργασίας των τάξεων και της ντροπιαστικής συνθηκολόγησης μπρος στην αστική τάξη στα ζητήματα του αντιπολεμικού αγώνα, της οικολογικής προσέγγισης, των φεμινιστικών διεκδικήσεων κλπ.

    Μπορεί κανείς να λυπηθεί που αυτά τα «νέα κοινωνικά κινήματα» ανα­πτύχθηκαν έξω από το οργανωμένο ερ­γατικό κίνημα, ή και συχνά, χωρίς καν ε­νιαίο μέτωπο με αυτό, αλλά η ευθύνη πέφτει στις παραδοσιακές ηγεσίες του εργατικού κινήματος, που στάθηκαν α­νίκανες να αναλάβουν διεκδικήσεις τε­λείως θεμιτές και προοδευτικές και αι­σθητές εξάλλου σαν τέτοιες από αυξα­νόμενες μερίδες της ίδιας της εργατικής τάξης, όπως το επιβεβαιώνει το κίνημα για την ειρήνη και το κίνημα ενάντια στο NATO στην Ισπανία, στην Ομοσπον­διακή Γερμανία, στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, στο Βέλ­γιο, καθώς και ο αντίκτυπος του οικολο­γικού ζητήματος στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, στην Αυστρία ή στην Ελβε­τία.

   Αυτό δε σημαίνει ότι διατυπώνουμε μια αισιόδοξη πρόγνωση για τη δυναμι­κή των Πράσινων. Το πιο πιθανό ενδε­χόμενο, για την Ομοσπονδιακή Γερμα­νία, είναι η εξέλιξη τους προς μια ρε­φορμιστική κατεύθυνση, η μετατροπή τους σε μια κλασική σοσιαλδημοκρατι­κή τάση, ακόμα και με τη μορφή μιας κυβερνητικής συνεργασίας. Σε άλλες χώρες, μπορεί να εκδηλωθούν πιο δε­ξιές τάσεις, όπως είναι η περίπτωση στην Αυστρία. Αλλά αυτή η μετατροπή θα προκαλέσει αντιδράσεις και διαφο­ροποιήσεις στο εσωτερικό αυτών των ρευμάτων, στις οποίες οι επαναστάτες πρέπει να είναι ευαίσθητοι.

    Σε σχέση με τις αντιπολεμικές, αντιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις, οι διαμαρ­τυρίες των νέων, όλα αυτά τα αυτόνομα κινήματα είναι το αποτέλεσμα ενός δι­πλού αποσυγχρονισμού. Από τη μια με­ριά, ενός αντικειμενικού αποσυγχρονι­σμού, που είναι το αποτέλεσμα του γε­γονότος ότι διαφορετικά κοινωνικά στρώματα χτυπιούνται με διαφορε­τικό τρόπο από την κρίση της αστι­κής κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, ενός υποκειμενικού αποσυγχρονισμού των αντιδράσεων ανάμεσα στο οργανω­μένο εργατικό κίνημα και σε διάφορα άλλα στρώματα της κοινωνίας. Οι ερ­γατικές οργανώσεις είχαν καθυστέ­ρηση σε σχέση με αυτά τα ζητήμα­τα. Ήταν αναπόφευκτο άλλοι να τα α­ναλάβουν. Αυτό που συνέβη με τη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας θα έπρε­πε να είχε ετοιμάσει το εργατικό κίνημα να καταλάβει αυτό που συνέβη και στους άλλους τομείς.

   Τώρα το ζήτημα που τίθεται είναι να ανασυγκροτηθεί η μαχητική ενότη­τα ενάντια στην αστική κοινωνία, α­νάμεσα στο σύνολο από αυτές τις συνιστώσες της δυνητικής αμφι­σβήτησης του καπιταλισμού που βρίσκεται σε κρίση. Είναι εύκολο να γί­νει μια τέτοια επανενοποίηση στο χαρτί, αλλά στην πραχτική οι συσχετισμοί των δυνάμεων είναι αποφασιστικοί, τα επα­ναστατικά ρεύματα ακόμα αδύναμα και οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί α­κόμα πολύ ισχυροί. Σε αυτές τις συνθή­κες, η επανενοποίηση στην πράξη θα είναι μακρόχρονη και δύσκολη. Επι­πλέον απαιτεί να ξαναγίνει το σοσια­λιστικό σχέδιο, το σοσιαλιστικό πρόγραμμα, πειστικό στα μάτια των πλατιών μαζών. Οι μαρξιστές επανα­στάτες πρέπει να δώσουν συστηματικά τη μάχη γι’ αυτό. Είναι ένα από τα κύρια καθήκοντα τους, μολονότι πρέπει να ξέρουν ότι δε θα μπορέσουν από μόνοι τους να τροποποιήσουν τους σημερι­νούς συσχετισμούς των δυνάμεων. Ε­πομένως, σε αυτές τις σχετικά μη ευνοϊ­κές συνθήκες, αυτή η επανενοποίηση των δυνάμεων στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό δε θα γνωρίσει γρήγορη κατάληξη. Θα μπορέσει να πραγματο­ποιηθεί σαν τάση, κυρίως όταν θα υ­πάρξει μια ανάκαμψη των συνολικών μαζικών αγώνων.

    Σε αυτές τις συνθήκες, ο μεγάλος κίν­δυνος είναι όλα αυτά τα κοινωνικά κι­νήματα να πάρουν μια ρεφορμιστική στροφή. Αλλά αυτός δεν μπορεί να εί­ναι λόγος για να αποκοπούμε από το ε­νιαίο μέτωπο ή για να απομακρυνθούμε από αυτά τα κινήματα, αντίθετα. Ο ρε­φορμιστικός πειρασμός των «νέων κοι­νωνικών κινημάτων» δίνει στους μαρξι­στές επαναστάτες μια ευκαιρία να ενι­σχυθούν. Οι νέοι κυρίως που έχουν στρατευτεί σε αυτά τα κινήματα δεν είναι αυθόρμητα ρεφορμιστές. Συχνά είναι ε­ξεγερμένοι και απωθούνται από τον ρεφορμισμό. Εάν οι ηγεσίες των μεγάλων αυτών κινημάτων γλιστρήσουν προς τη ρεφορμιστική κατηφόρα, υπάρχει ένας πολιτικός χώρος που ανοίγεται για τους επαναστάτες μαρξιστές. Αυτό δεν εμπε­ριέχει καμιά αντίφαση, εάν κρατήσουμε την αίσθηση των αναλογιών. Ένα μαζι­κό κίνημα 100.000 ατόμων μπορεί να εξελιχτεί προς τα δεξιά και την ίδια στιγ­μή εμείς να κερδίσουμε 500 ή 1.000 άτομα στο επαναστατικό σχέδιο και στις οργανώσεις μας, κυρίως στις νεολαιίστι­κες οργανώσεις μας. Οι επαναστάτες μαρξιστές πρέπει εξάλλου να εξοπλι­στούν με ένα συγκεκριμένο και α­κριβολόγο πρόγραμμα για το διάλο­γο με αυτά τα κινήματα, πρόγραμμα που το έχουμε ήδη σε σχέση με τον αντι­πολεμικό, φεμινιστικό, νεολαιίστικο α­γώνα και που το τελευταίο παγκόσμιο συνέδριο της 4ης Διεθνούς, μας ανέθεσε το καθήκον να το διατυπώσουμε σε σχέ­ση με την οικολογία.
ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
     Πιο σημαντικά από αυτά τα φαι­νόμενα των «νέων κοινωνικών κινημάτων» και από το πολιτι­κό τους βάρος πάνω στην εργατική τάξη είναι τα φαινόμενα ανασύνθεσης στο ίδιο το εσωτερικό του οργανω­μένου εργατικού κινήματος. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε δυο σταθε­ρές της ανάλυσης μας.

    Από τη μια μεριά είναι αδύνατο, σε όλες τις χώρες όπου οι παραδοσιακές οργανώσεις παραμένουν πολιτικά ηγε­μονικές μέσα στην εργατική τάξη, να παρατηρηθούν φαινόμενα μαζικής ριζοσπαστικοποίησης χωρίς να επεκτα­θούν έως και μέσα σε αυτές τις ίδιες τις παραδοσιακές οργανώσεις. Από την άλ­λη πλευρά, προβλέψεις ή και υποθέσεις για το τι μπορεί να συμβεί αύριο ή με­θαύριο μέσα σε αυτές τις παραδοσιακές οργανώσεις δεν πρέπει να μας εμποδίσουν από το να επωφεληθούμε από τις ευκαιρίες να ενισχυθούμε σήμερα κερ­δίζοντας αναμφισβήτητα πιο περιορι­σμένες δυνάμεις που ριζοσπαστικοποιούνται έξω ή και σε ρήξη με αυτές τις ορ­γανώσεις.

     Όχι μόνο δεν υπάρχει καμιά αντίφα­ση ανάμεσα σε αυτές τις δυο αναλύσεις, αλλά από την άποψη της οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος, η δεύτερη επηρεάζει ως ένα μεγάλο βαθμό την πρώτη. Γιατί, αν εξαιρέσουμε τη Μεγά­λη Βρετανία, το τελικό αποτέλεσμα αυ­τής της μελλοντικής ριζοσπαστικοποίησης μέσα στα παραδοσιακά κόμματα ε­ξαρτάται ως ένα μεγάλο βαθμό από τους οργανωτικούς, αριθμητικούς συ­σχετισμούς των δυνάμεων ανάμεσα στους επαναστάτες μαρξιστές και στις άλλες πολιτικές τάσεις. Όσο περισσότε­ρο ενισχυόμαστε σήμερα, οργανωτικά και σε αυτόνομη πολιτική επιρροή, τόσο καλύτερες θα είναι οι πιθανότητες να α­ποφευχθεί μια μελλοντική μαζική ριζοσπαστικοποίηση, μέσα από τα κομμουνι­στικά και σοσιαλιστικά κόμματα, να ξε­φύγει για μια ακόμα φορά προς τον αρι­στερό ρεφορμισμό ή τον κεντρισμό.

    Το κύριο, αποφασιστικό βάρος της συνδικαλιστικής δουλειάς σε μια σει­ρά από χώρες γίνεται έτσι ακόμα πιο προφανές. Η ικανότητα των επα­ναστατών μαρξιστών να αποδείξουν στην πράξη τη χρησιμότητα των ορ­γανώσεων τους μέσα σε αμυντικούς αγώνες που διεξάγονται σήμερα τους προσφέρει τη δυνατότητα να κερ­δίσουν μαχητικούς εργάτες αγωνιστές μέσα στα συνδικάτα και τις επιχειρήσεις. Στο επίπεδο του συνδικαλιστικού κινή­ματος στο σύνολο του, αυτό μοιάζει να ξεπερνάει τις δυνάμεις μας, αλλά σε ο­ρισμένους τομείς και σε ορισμένες επι­χειρήσεις, είναι τελείως δυνατό. Επίσης συνδέεται με την ικανότητα μας να πα­λεύουμε με συστηματικό τρόπο για μια μακρόχρονη πολιτική γραμμή με άξονα ένα συνολικό πρόγραμμα ενάντια στην κρίση. Πρόκειται για μια πάλη ουσιαστικά προπαγανδιστική, που βραχυπρόθεσμα δε θα οδηγηθεί σε μαζικές κινητοποιήσεις. Οι επανα­στάτες μαρξιστές δε βρίσκονται στο ση­μείο να μπορούν να οργανώσουν τη γε­νική απεργία για τις 35 ή τις 32 ώρες. Αλλά η προπαγανδιστική μάχη είναι πο­λύ σημαντική. Δεν είναι μόνο το να ξαναδοθεί εμπιστοσύνη στην εργατική τά­ξη. Είναι επίσης και το να ξαναδοθεί εμπιστοσύνη στην πρωτοπορία. Η ίδια η μαχητική πρωτοπορία δεν έχει μεγάλη πίστη στο σοσιαλιστικό στοιχείο, κι αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε. Έχει αποκαμωθεί κι έχει χάσει έδαφος. Η μάχη αυτή είναι λοιπόν μια σημαντική μάχη προπαγάνδας γύ­ρω από ένα πρόγραμμα, γύρω από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να καταπολεμηθεί η κρίση, γύρω από τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να ε­πιτύχουμε την υποχώρηση της οικονο­μίας της αγοράς, με τον οποίο θα μπο­ρέσει να χτυπηθεί η ανεργία, με την προϋπόθεση ότι έχουμε την πολιτική θέληση να το κάνουμε. Πρέπει λοιπόν να επιστεγαστεί το πρόγραμμα αυτό συ­νολικής αντικαπιταλιστικής κατεύθυν­σης με έναν πολιτικό στόχο που μπο­ρεί να διατυπωθεί με ακρίβεια σε πολ­λές χώρες. Ο κεντρικός αυτός πολιτικός στόχος δεν πρέπει να μπει σε παρένθε­ση αν δε θέλουμε να πέσουμε στον κα­θαρό συνδικαλισμό, τον οικονομισμό, και να χάσουμε σε πειστικότητα τόσο στο επίπεδο της πρωτοπορίας όσο και στο επίπεδο των μαζών. Κανένας δεν πιστεύει πραγματικά ότι μπορούμε να αντιταχθούμε στην ανεργία και στην οι­κονομική κρίση τομέα με τομέα, εργο­στάσιο με εργοστάσιο, κλάδο με κλάδο. Η ύπαρξη λοιπόν μιας πολιτικής λύσης, ακόμα κι αν δεν είναι βραχυπρόθεσμα «ρεαλιστική», παραμένει περισσότερο από ποτέ η προϋπόθεση για την πειστι­κότητα ενός συνολικού προγράμματος ενάντια στην κρίση.

     Μπορούμε και πρέπει να συζητήσου­με για τα χρονικά περιθώρια, τους ρυθ­μούς, τις δυνατότητες ενδιάμεσων μα­χών ανάμεσα στους συγκεκριμένους ά­μεσους αμυντικούς αγώνες και στους μεγάλους στόχους, κάτω από το φως των πολιτικών, οικονομικών και κοινω­νικών συσχετισμών των δυνάμεων σε κάθε χώρα, που διαφέρουν πολύ. Από αυτή την άποψη δε θα προτείνουμε μια οποιαδήποτε ανάλυση για ολόκληρη την καπιταλιστική Ευρώπη. Δε θα κατα­λήξουμε σε ένα πολιτικό σύνθημα που να είναι κοινό για το σύνολο των καπι­ταλιστικών χωρών της Ευρώπης, σε μια φόρμουλα ή σε ένα μοντέλο για την α­νασύνθεση του εργατικού κινήματος που να είναι το ίδιο για όλη την Ευρώ­πη. Κάτι τέτοιο θα ήταν βαθιά λαθεμέ­νο, γιατί η πραγματική διάρθρωση του οργανωμένου εργατικού κινήματος εί­ναι τόσο διαφορετική στα διάφορα μέρη της Ευρώπης που δεν επιτρέπεται ένα τέτοιο κοινό υπόδειγμα.

     Κάθε ένα όμως από τα ευρωπαϊκά τμήματα της 4ης Διεθνούς θα πρέπει να εντάξει τα συμπεράσματα από μια τέτοια ανάλυση στο πρόγραμμα δράσης του. Και κάθε ένα τους, θα πρέπει να συνει­δητοποιήσει το γεγονός ότι η διεθνής διάσταση της πάλης των τάξεων αντικει­μενικά ενισχύεται, ανεξάρτητα από τη συνείδηση που έχουν γι’ αυτό οι εργα­ζόμενοι, και δε μειώνεται από τις συνέ­πειες της κρίσης. Η αναγκαιότητα για ένα διεθνή συντονισμό της αντίστασης των εργαζόμενων απέναντι στη διεθνή επίθεση του Κεφαλαίου είναι πιο ση­μαντική από ποτέ. Αυξανόμενες μερίδες της εργατικής τάξης θα το συνειδητο­ποιήσουν προοδευτικά.