Ερνέστ Μαντέλ,
5 Ιανουαρίου 1986
(Inprecor, Νο 212, της 3/2/1986)
Η μακριά φάση οικονομικής ύφεσης στην οποία βρίσκεται η καπιταλιστική οικονομία δε δείχνει κανένα σημάδι ανόρθωσης. Η ύφεση αυτή χαρακτηρίζεται από μια διαρθρωτική άνοδο της ανεργίας που μπορούμε να την περιγράψουμε συμπυκνωμένα με την εξής διατύπωση: Το ποσοστό αύξησης της ανεργίας ισούται με το ποσοστό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας, στο οποίο πρέπει να προσθέσουμε το ποσοστό δημογραφικής αύξησης και να αφαιρέσουμε το ποσοστό οικονομικής ανάπτυξης. Κατά μέσο όρο, η παραγωγικότητα της εργασίας συνεχίζει να αυξάνει κατά 2,5% με 3% το χρόνο. Καθώς το ποσοστό της οικονομικής ανάπτυξης είναι μικρότερο από αυτό τον αριθμό, παρατηρούμε ήδη επομένως, ακόμα και χωρίς να πάρουμε υπόψη μας τη δημογραφική κίνηση, μια αύξηση της ανεργίας. 5 Ιανουαρίου 1986
(Inprecor, Νο 212, της 3/2/1986)
ΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Προφανώς δεν πρόκειται για μια γραμμική οικονομική κρίση. Ο βιομηχανικός κύκλος συνεχίζει να λειτουργεί. Μέσα στο πλαίσιο επομένως αυτής της ύφεσης υπάρχει διαδοχή φάσεων ύφεσης και φάσεων ανάκαμψης. Σήμερα, βρισκόμαστε σε ανάκαμψη πρακτικά σε όλες τις χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης. Αλλά μια νέα φάση ύφεσης είναι αναπόφευκτη το 1986 ή το 1987, ακόμα κι αν κανείς δεν μπορεί να προβλέψει με βεβαιότητα την ημερομηνία. Η έκταση αυτών των συγκυριακών κινήσεων διαφέρει ανάλογα με τις περιπτώσεις. Η ένταξη της καπιταλιστικής Ευρώπης μέσα στην παγκόσμια αγορά, επομένως η σχετική ανάπτυξη των εξαγωγών, παίζει από αυτή την άποψη σημαντικό ρόλο. Αντίθετα απ' ό,τι συνέβη κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του 1970, η καπιταλιστική Ευρώπη επωφελείται σήμερα, σε διάφορους βαθμούς, απ' όλες τις δομικές αδυναμίες της αμερικάνικης οικονομίας, δηλαδή από την υπερβολικά υψηλή ισοτιμία του δολαρίου, από τις ελλείψεις της παραγωγικότητας της αμερικάνικης βιομηχανίας, από το τεράστιο έλλειμμα του αμερικάνικου προϋπολογισμού, από το πιο υψηλό ποσοστό πληθωρισμού των ΗΠΑ από ορισμένων χωρών της Δυτικής Ευρώπης. Αλλά και το αντίστροφο επίσης κινδυνεύει να ισχύσει: Μόλις θα αρχίσει η φάση ύφεσης στις ΗΠΑ, μπορεί να υπάρξει μια έντονη πτώση των ευρωπαϊκών εξαγωγών προς τις ΗΠΑ. Εξαιτίας αυτού, η προσεχής ύφεση κινδυνεύει να είναι στην Ευρώπη πιο έντονη απ' ότι το 1980-1982.
Είναι σημαντικό να ανατραπεί ένας μύθος, ο μύθος της παρακμής της Ευρώπης στον κόσμο, μύθος που είναι πολύ διαδεδομένος κι έχει μια προφανή πολιτική λειτουργία, προς την κατεύθυνση της συνεργασίας των τάξεων και της αποδοχής μιας πολιτικής λιτότητας. Για την ώρα, και χωρίς να κάνουμε υποθέσεις για το μέλλον, αυτό παραμένει μύθος. Το μερίδιο των ευρωπαϊκών ιμπεριαλισμών στην παγκόσμια αγορά, τόσο στις εξαγωγές βιομηχανικών εμπορευμάτων όσο και στις εξαγωγές κεφαλαίων, δεν έχει μειωθεί. Είναι δύσκολο να εντοπιστεί μια γενική τάση, γιατί υπάρχουν διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα κι από έτος σε έτος. Αλλά εάν υπάρχει μια γενική τάση, αυτή είναι μάλλον προς την αντίστροφη φορά, δηλαδή προς μια ελαφριά αύξηση του μεριδίου της Ευρώπης στις εξαγωγές εμπορευμάτων και σε μια τελείως σαφή αύξηση σης εξαγωγές κεφαλαίων. Το τελευταίο είναι μάλιστα εντυπωσιακό, αν και βέβαια μπορεί κανείς να συζητήσει τη σημασία του. Στην Μεγάλη Βρετανία υπάρχει ένας πραγματικός επαναπροσανατολισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου προς χρηματιστικές δραστηριότητες, δραστηριότητες του Σίτι, και ιδιαίτερα προς εξαγωγές κεφαλαίων, οι οποίες έχουν φτάσει επίπεδα ρεκόρ, πράγμα που από μόνο του δεν είναι θετικό για τη βρετανική αστική τάξη, αφού η κίνηση αυτή συνοδεύεται - αντίθετα από τις χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης - από μια αληθινή και τουλάχιστον προσωρινή αποβιομηχάνιση.
Από γενική άποψη, η συμμετοχή των ΗΠΑ στο σύνολο του αποθέματος κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί στο εξωτερικό είναι τώρα κάτω του 40%. Θα έπρεπε να γυρίσει κανείς στην περίοδο πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο για να ξαναβρεί αυτό τον αριθμό. Η συμμετοχή της Ιαπωνίας όπως και της Ευρώπης βρίσκεται σε συνεχή άνοδο. Όσο για τις παγκόσμιες εξαγωγές βιομηχανικών αγαθών, η συμμετοχή της Ομοσπονδιακής Γερμανίας είναι πρακτικά σταθερή σε σχέση με το μέσον της δεκαετίας του 1970, δηλαδή λίγο πάνω από το 15% της παγκόσμιας αγοράς, και βρίσκεται σε άνοδο σε σχέση με τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν είχε πέσει στο 14% περίπου. Οι ΗΠΑ βρίσκονται κάτω από το επίπεδο τους της δεκαετίας του 1970. Στην Ιαπωνία η αντίστοιχη συμμετοχή γνωρίζει μια έντονη αύξηση. Σήμερα η Ομοσπονδιακή Γερμανία είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο στις εξαγωγές βιομηχανικών αγαθών (15% έναντι 14% για την Ιαπωνία και 13,5% για τις ΗΠΑ). Δεν πρόκειται ακριβώς για μια εικόνα παρακμής της Ευρώπης.
Αυτό που είναι θεαματικό, είναι η άνοδος των μισοβιομηχανικών χωρών στις εξαγωγές βιομηχανικών αγαθών. Το μερίδιο τους πραχτικά διπλασιάστηκε κατά τα τελευταία έξι χρόνια: Πέρασε από το 6,3% το 1975 στο 11,2 ή 11,3% σήμερα.
Άλλος μύθος που πρέπει να ξεσκεπαστεί: Οι εξαγωγές βιομηχανικών αγαθών από τις χώρες του τρίτου κόσμου δεν είναι ουσιαστικά εξαγωγές των αμερικάνικων, γιαπωνέζικων ή ευρωπαϊκών πολυεθνικών που έχουν εγκαταστάσεις σ' αυτές τις χώρες. Η τελευταία αυτή κατηγορία των εξαγωγών αντιπροσωπεύει το 20 με 25% του συνόλου. Το υπόλοιπο είναι εξαγωγές βιομηχανιών που το κεφάλαιο τους ανήκει σ' αυτές τις χώρες, με τη μορφή κρατικής ιδιοκτησίας, μεικτής ιδιοκτησίας ή «joint ventures».
Σε σχέση με την ηλεκτρονική πλατιάς κατανάλωσης - όχι την ηλεκτρονική αιχμής στρατιωτική και διαστημική - υπάρχει μια αντιστροφή της κατάστασης που είναι απολύτως θεαματική σε βάρος των ΗΠΑ! Οι τελευταίες εισάγουν δυο φορές περισσότερα απ' ότι εξάγουν, ιδιαίτερα από την Ιαπωνία, αλλά επίσης και από ορισμένες ημιβιομηχανικές χώρες.
Ας πάρουμε για παράδειγμα έναν τομέα αιχμής από τους πιο σημαντικούς. Σήμερα οι εξαγωγές της Ευρώπης σε υλικό τηλεπικοινωνίας είναι οι πιο σημαντικές στον κόσμο. Βρίσκονται στο ύψος των 6,5 δις δολαρίων το χρόνο, έναντι 3,2 δις για τις ΗΠΑ και 5 δις για την Ιαπωνία. Αυτό που είναι ακόμα πιο σημαντικό, είναι ότι το εμπορικό ισοζύγιο της Ευρώπης στο χώρο των μηχανικών ή τηλεπικοινωνιακών οργάνων και μηχανισμών είναι κατά πολύ πλεονασματικό, όπως και της Ιαπωνίας. Όσο για το εμπορικό ισοζύγιο των ΗΠΑ σε αυτό το χώρο είναι παθητικό κατά δύο τρίτα, πράγμα που σημαίνει ότι η χώρα αυτή εισάγει δυο φορές περισσότερα απ' ό,τι εξάγει.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ
Ας κοιτάξουμε την εξέλιξη της απασχόλησης και της ανεργίας κατά κλάδο, πριν να φτάσουμε σε συμπεράσματα για την εξέλιξη της συνολικής απασχόλησης και ανεργίας. Μπορούμε να διακρίνουμε χοντρικά τρεις κατηγορίες κλάδων δραστηριότητας: Οι κλάδοι όπου υπάρχει απόλυτη και καθαρή παρακμή της απασχόλησης, οι κλάδοι όπου υπάρχει μια ενδιάμεση κατάσταση και οι κλάδοι όπου υπάρχει μια αύξηση της απασχόλησης.
1. Πολύ σχηματικά, στην πρώτη κατηγορία που είναι η κατηγορία των κλάδων που χτυπιούνται περισσότερο, υπάρχει σύμπτωση ανάμεσα σε πτώση της ζήτησης και στις επιπτώσεις από την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Η απασχόληση τότε υποχωρεί σημαντικά. Πρόκειται για τους τομείς ναυπηγείων, ορυχείων, χαλυβουργίας, υφαντουργίας, υποδηματοποιίας και, σε ένα ορισμένο βαθμό, των πετροχημικών και των διυλιστηρίων πετρελαίου, παρόλο που σε αυτή την τελευταία περίπτωση η κατάσταση είναι κάπως καλύτερη.
2. Η δεύτερη κατηγορία, είναι αυτή όπου η ζήτηση, και επομένως η παραγωγή, συνεχίζουν να αυξάνουν, αλλά με πιο αργό ρυθμό απ' ότι στο παρελθόν, και όπου υπάρχει επίσης μια έντονη ώθηση προς νέα τεχνολογία. Πρόκειται για τομείς κλειδιά, που αφορούν σχεδόν το ήμισυ του συνολικού όγκου της βιομηχανικής απασχόλησης: Αυτοκινητοβιομηχανία, ηλεκτρικές οικιακές συσκευές, οικοδομές και δημόσια έργα. Εδώ, δεν υπάρχει υποχώρηση της ζήτησης μεσοπρόθεσμα. Η ζήτηση συνεχίζει να αυξάνει, αλλά συνοδεύεται από μια αύξηση της παραγωγικότητας και επομένως με την χρησιμοποίηση νέων τεχνολογιών. Σε σχέση με την απασχόληση υπάρχει επομένως μια συνδυασμένη συνέπεια που είναι δύσκολο να εκτιμηθεί αριθμητικά, γιατί λειτουργεί πλήρως ο ανταγωνισμός και η εξέλιξη άρα διαφέρει από χώρα σε χώρα. Μερικές χώρες χάνουν έδαφος στην αγορά, πράγμα που σημαίνει μια καθαρή υποχώρηση της απασχόλησης. Άλλες χώρες, αντίθετα, αυξάνουν το μερίδιο τους στην αγορά και μπορούν να σταθεροποιούν ή και να αυξάνουν την απασχόληση τους. Για την ώρα, η ισπανική αυτοκινητοβιομηχανία φαίνεται να βρίσκεται σε ανάπτυξη, όπως και η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Εδώ προσλαμβάνουν, ενώ συνεχίζουν να απολύουν στη γαλλική και στη βρετανική αυτοκινητοβιομηχανία.
3. Τέλος, υπάρχει η τρίτη κατηγορία, η κατηγορία των κλάδων δραστηριότητας όπου η ανάπτυξη της ζήτησης και της παραγωγής παραμένει πάνω από το μέσο όρο. Παραδόξως, σε αυτούς τους τομείς αιχμής, οι νέες τεχνολογίες έχουν πολύ λιγότερες επιπτώσεις στην απασχόληση απ' ότι στους άλλους κλάδους. Πρόκειται κυρίως για τις μηχανικές κατασκευές, για όλο τον τομέα της κατασκευής μηχανών και εξοπλιστικών αγαθών, για την ηλεκτρονική, τα επιστημονικά όργανα, τα ιατρικά και φαρμακευτικά προϊόντα. Η ηλεκτρονική έχει μια οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (οι μισθοί προς το υπόλοιπο κόστος παραγωγής) πάνω από το μέσο όρο των άλλων τομέων.
Αν συνθέσουμε όλα αυτά τα δεδομένα, το πρώτο που φαίνεται είναι ότι υπάρχει αύξηση της μάζας, των άνεργων και των ποσοστών ανεργίας. Αλλά εκτός από τις περιπτώσεις της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας - Ιρλανδία, που εξάλλου, δεν μπορούμε να την αφήσουμε στην άκρη, αφού εδώ πρόκειται στην πραγματικότητα για μια μη ιμπεριαλιστική και μη βιομηχανική χώρα το ποσοστό ανεργίας κυμαίνεται γύρω στο 10%. Στη Μεγάλη Βρετανία περάσαμε τα τέσσερα τελευταία χρόνια από το 10,2 στο 10,9%. Αλλά στην Ισπανία, το ποσοστό της ανεργίας είναι το διπλάσιο. Σε αυτή τη χώρα, οι απώλειες της απασχόλησης στη Βιομηχανία αντιπροσωπεύουν πάνω από το ένα τέταρτο της απασχόλησης (27%) μετά το 1977, πράγμα που είναι τελείως εξαιρετικό για την Ευρώπη.
Βέβαια, τα ποσοστά αυτά ανεργίας αφορούν το σύνολο του ενεργού πληθυσμού, και επομένως, δε: λένε πολλά πράγματα για τον όγκο της απασχόλησης. Το ποσοστό ανεργίας μπορεί να αυξάνεται μαζί με τον όγκο της απασχόλησης. Όλα εξαρτώνται λοιπόν από τη δημογραφική εξέλιξη. Συνολικά, οι διακυμάνσεις της απασχόλησης είναι ακόμα αδύναμες. Σε σχέση με αυτό, υπάρχει άλλος ένας μύθος που πρέπει να καταρριφθεί, ο μύθος που λέει ότι βρισκόμαστε σε πλήρη αποβιομηχανοποίηση ή «απο-μισθοποίηση» στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική. Οι αριθμοί για την εξέλιξη του όγκου της απασχόλησης στην καπιταλιστική Ευρώπη είναι οι εξής: Μείωση κατά 0,5% το 1983, σταθεροποίηση το 1984, ελαφριά αύξηση κατά 0,2% το 1985. Πιο μακροχρόνια, το ίδιο φαινόμενο πάνω-κάτω παρατηρείται. Έχουμε μπροστά μας διακυμάνσεις της τάξης των -1,2% με -1,1% εδώ και 10 χρόνια. Πρόκειται για διακυμάνσεις τελείως ασήμαντες. Εάν τις συγκρίνουμε με τις διακυμάνσεις της περιόδου 1930-1938, η διαφορά είναι εντυπωσιακή. Τότε υπήρχαν κάθετες πτώσεις στην απασχόληση, της τάξης του 30%. Ο σημερινές μειώσεις είναι περιθωριακές. Πράγμα που δε σημαίνει ότι αυτές δεν είναι σοβαρές ή ότι δεν έχουν κοινωνικές συνέπειες. Η πτώση, στην κυρίως βιομηχανία, είναι πιο έντονη. Αλλά το φαινόμενο είναι λιγότερο έντονο απ' ό,τι το αισθάνονται πολλοί κύκλοι.
Οι αριθμοί για τη Γαλλία είναι πολύ αντιπροσωπευτικοί. Το σύνολο του ενεργού πληθυσμού μειώθηκε κατά 2,5% ανάμεσα στις 31 Δεκεμβρίου 1979 και στις 31 Δεκεμβρίου 1984. Ο αριθμός των «ανεξάρτητων απασχολούμενων» μειώθηκε κατά 280.000 άτομα, ο αριθμός των μισθωτών κατά 250.000, δηλαδή μια μείωση 1,4%. Στη βιομηχανία, η μείωση του αριθμού των μισθωτών είναι της τάξης του 10%. Αλλά εάν προσθέσουμε τις τηλεπικοινωνίες και τον «τριτογενή» μη εμπορικό (δηλ. παραγωγικό) τομέα, η μείωση ελαττώνεται σε λιγότερο από 1%. Η απασχόληση στο εμπόριο και στις πιστωτικές υπηρεσίες είναι στάσιμη. Η απασχόληση στο δημόσιο τομέα αυξάνεται.
Πρέπει πάντως να δοθούν ορισμένες διευκρινίσεις σε σχέση με την απασχόληση των γυναικών και των νέων. Η γυναικεία απασχόληση αυξάνεται από την αρχή της κρίσης και μάλιστα με αρκετά σαφή τρόπο. Η ανδρική απασχόληση υποχωρεί. Τα ποσοστά αύξησης της γυναικείας απασχόλησης διαφέρουν ανάλογα με τη χώρα. Στη Δανία, το ποσοστό δραστηριότητας των γυναικών πέρασε από το 63% το 1975 στο 72% το 1983, δηλαδή αύξηση κατά 15%, πράγμα που είναι τεράστιο για περίοδο κρίσης. Στη Σουηδία, περάσαμε από το 67% στο 77%, δηλαδή αύξηση σχεδόν 15%. Στο Βέλγιο, το ποσοστό δραστηριότητας των γυναικών πέρασε από το 44% στο 50%, στην Αυστρία από το 48 στο 50%, στη Γαλλία από το 49% στο 51%, στη Γερμανία από το 49% στο 49,6%, στην Ιταλία από το 34,5% στο 40%. Η πιο έντονη αύξηση παρατηρείται στη Νορβηγία, από το 53,3% στο 67%, δηλαδή μια αύξηση 25% μέσα σε δέκα χρόνια.
Πρέπει αμέσως να μετριάσουμε αυτή τη διαπίστωση με την έκταση της πρόσκαιρης εργασίας. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της γυναικείας εργασίας είναι αύξηση εργασίας μερικής απασχόλησης. Κατά μεγάλο μέρος, η αύξηση της εργασίας μερικού χρόνου των γυναικών είναι το αποτέλεσμα ενός διπλού οικονομικού περιορισμού. Το εισόδημα του νοικοκυριού μειώνεται σαν συνέπεια της κρίσης και οι γυναίκες προσπαθούν να εργαστούν για να εξουδετερώσουν αυτές τις απώλειες. Η κρίση κάνει από την άλλη μεριά να υπάρχουν λιγότερες διαθέσιμες θέσεις απασχόλησης με πλήρες ωράριο, και μάλιστα για γυναίκες. Αλλά υπάρχει κι ένα κοινωνικο-πολιτιστικό φαινόμενο που παίζει ρόλο, αν λάβουμε υπόψη μας το παραφόρτωμα εργασίας των γυναικών - μη πληρωμένη οικιακή εργασία συν επαγγελματική εργασία - πράγμα που δίνει ημέρα εργασίας 13, 14, 15 ή 16 ωρών όταν υπάρχει μισθωτή εργασία με πλήρες ωράριο. Υπάρχει επίσης μια ηθελημένη επιλογή μιας τουλάχιστον μερίδας της γυναικείας εργατικής δύναμης, τουλάχιστον στις Βόρειες χώρες, υπέρ της εργασίας μερικού χρόνου (μερικής απασχόλησης).
Η αύξηση της εργασίας μερικού χρόνου στο σύνολο της διαφέρει πολύ από χώρα σε χώρα. Από το 1973 ως το 1983, σε δέκα χρόνια, η εργασία μερικού χρόνου πέρασε στο 25% στη Σουηδία, από 21% σε 24% στη Δανία, από 16% σε 19% στη Μεγάλη Βρετανία, από 8,7% σε 21% στις Κάτω Χώρες, πράγμα που αποτελεί τη μεγαλύτερη αύξηση εάν οι στατιστικές είναι σωστές. Στο Βέλγιο, το ποσοστό πέρασε από 4% σε 8%, στη Γαλλία από 7% σε 10% και στην Ομοσπονδιακή Γερμανία από 10% σε 12%. Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα όπου υπήρξε υποχώρηση, καθώς το ποσοστό πέρασε από 6,4% σε 4,6%, αλλά κι εδώ είναι ζήτημα στατιστικών. Πράγματι, στην Ιταλία, ένα μεγάλο μέρος της εργασίας μερικού χρόνου είναι μαύρη (παράνομη) εργασία, που δεν καταγράφεται από τις επίσημες στατιστικές.
Η συμμετοχή των γυναικών στην εργασία μερικού χρόνου είναι τεράστια. Οι γυναίκες κάνουν πάνω από το 80% της εργασίας μερικού χρόνου στην Ευρώπη. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, το ποσοστό είναι μάλιστα 92%, ενώ στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες κυμαίνεται ανάμεσα στο 80% και στο 85%. Η Σουηδία έρχεται μετά τη Γερμανία με 89,6% της εργασίας μερικού χρόνου να γίνεται από γυναίκες. Στη Μεγάλη Βρετανία, αυτό το ποσοστό είναι κατώτερο (70%) και άντρες κάνουν το 30% αυτής της εργασίας. Η ανεργία των νέων μεταξύ 16 και 25 χρόνων βρίσκεται σε πολύ έντονη αύξηση. Η μακροχρόνια ανεργία, της οποίας τη θλιβερή πρωτοπορία την έχει το Βέλγιο, βρίσκεται επίσης σε πολύ έντονη αύξηση. Το ποσοστό ανεργίας των νέων πέρασε στην Ομοσπονδιακή Γερμανία από το 3,9% του συνόλου των ανέργων στο 10% από την αρχή της δεκαετίας του 1980, από 15% σε 26% στη Γαλλία, από 14% σε 22% στη Μεγάλη Βρετανία, από 25% σε 34% στην Ιταλία, κ.ο.κ. Μόνο στη Σουηδία το ποσοστό αυτό έμεινε πραχτικά σταθερό, περνώντας μόνο από το 5,1 στο 6%. Στους νέους κάτω των 25 χρόνων, το ποσοστό αυτό πέρασε στην Ισπανία από το 28,5% το 1980 στο 44,5% σήμερα. Είναι το πιο υψηλό ποσοστό σε όλη την Ευρώπη. Κι αυτό που είναι πολύ σοβαρό για όλες τις χώρες είναι ότι μέσα σε αυτή τη μάζα των ανέργων, υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός νέων που δεν έχουν ποτέ δουλέψει, που δεν είχαν καμιά απασχόληση αφού εγκατέλειψαν το σχολείο, πράγμα που είναι ένα φαινόμενο με προφανείς κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις, πηγή σοβαρών απειλών για το εργατικό κίνημα.
Η μακροχρόνια ανεργία αντικατοπτρίζει την ίδια τάση για επιδείνωση. Από το 1980 ως το 1984, η ανεργία διάρκειας δύο και πάνω χρόνων πέρασε από το 12% στο 22% του συνόλου των ανέργων στη Γαλλία, από 8% σε 15% στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, από 8% σε 32% στην Ισπανία από 13% σε 20% στην Ιταλία, από 39% σε 49% στο Βέλγιο.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΙΔΙΚΕΥΣΕΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΕΣ
Ας περάσουμε στο πιο λεπτό και πιο αμφισβητούμενο ζήτημα, της δομής της απασχόλησης από την άποψη των ειδικεύσεων. Προφανώς, βρισκόμαστε στη μέση μιας διαδικασίας με σύνθετες συντεταγμένες. Είναι αδύνατο για την ώρα να ξέρουμε ποια από τις σημερινές τάσεις θα υπερισχύσει. Κάθε μονομερής προέκταση της μιας από τις τάσεις που λειτουργούν μέσα σε αυτή τη σύνθετη διαδικασία μπορεί να αποτελέσει πηγή πολύ σοβαρών λαθών στην πρόβλεψη.
Βρισκόμαστε σε μια τελείως αρχική φάση του πλήρους αυτοματισμού. Βρισκόμαστε ακόμα κατά πολύ σε αυτό που ονομάζεται φάση του ημιαυτοματισμού. Δεν τίθεται ζήτημα η χειρωνακτική εργασία ή η μισθωτή εργασία να εκδιωχθούν ριζικά από τη βιομηχανία. Σ’ αυτές τις συνθήκες η ανασύνθεση της εργατικής τάξης, οι σχέσεις ανάμεσα σε χειρώνακτες και σε ειδικευμένους εργάτες, ανάμεσα σε παλιές και νέες ειδικότητες, είναι πολύ ρευστές ανάλογα με τους βιομηχανικούς κλάδους ή τις επιχειρήσεις και διαφέρουν πολύ ανάλογα με το αν οι νέες τεχνολογίες εφαρμόζονται σε μεγάλη κλίμακα, εν μέρει ή απλώς περιφερειακά. Κάθε συμπέρασμα που ξεκινά από την γενίκευση των παραδειγμάτων των τομέων αιχμής, όπου συχνά απασχολούνται ρομπότ, προϋποθέτει κάτι που δεν έχει αποδειχτεί, δηλαδή το ότι κατά τα δέκα επόμενα χρόνια το σύνολο της βιομηχανίας θα αναδιαρθρωθεί πάνω στη βάση του μοντέλου αυτού. Κανείς δεν μπορεί να το υποστηρίξει, γιατί κανείς δεν το ξέρει και για την ώρα, κάτι τέτοιο φαίνεται τελείως απίθανο.
Όταν εισάγεται μια ριζικά νέα τεχνολογία, αυτό συνεπάγεται μια αναδιοργάνωση του συνόλου της διαδικασίας της εργασίας. Αλλά επίσης υπάρχουν μια σειρά από αναγκαιότητες που συνοδεύουν αυτή την αλλαγή, για τις οποίες δεν ξέρουμε εκ των προτέρων τι διάρκεια θα έχουν: Η εκμάθηση, ο πειραματισμός της νέας αυτής τεχνολογίας,η αναδιοργάνωση της διαδικασίας της εργασίας, απαιτούν πολύ εργατική δύναμη, ακόμα και - πράγμα που δεν είναι αμελητέο - έναν επανεξοπλισμό, δηλαδή την προηγούμενη κατασκευή νέων επιχειρήσεων, νέων μηχανών, με αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στην απασχόληση. Επιπτώσεις που διαφέρουν πολύ από μια κατάσταση όπου αυτή η τεχνολογία θα ήταν ήδη εγκατεστημένη. Η αστική τάξη, η εργοδοσία, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία και προφανώς, το αστικό κράτος και οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν ηθελημένα όλη αυτή τη συλλογιστική γύρω από τη ρομποτοποίηση για να εκφοβίσουν τους εργαζόμενους. Μπορεί πάντα να προβλέψει κανείς ότι αυτή θα είναι η πραγματικότητα σε δέκα χρόνια, είναι δυνατό, αλλά σε σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα τα λόγια αυτά έχουν μια λειτουργία καθαρά απλοποίησης και χειραγώγησης.
Έτσι, οι αριθμοί δεν αποδεικνύουν καμία από-ειδίκευση της εργατικής δύναμης στη Γαλλία. Από το 1975 ως το 1983, ο αριθμός των ειδικευμένων εργατών αυξήθηκε στη βιομηχανία, περνώντας από 2,8 εκατομμύρια στα 2,9 εκατομμύρια. Ενδέχεται να πρόκειται για κάτι προσωρινό, αλλά αυτοί είναι οι αριθμοί. Στο ίδιο διάστημα, ο αριθμός των ανειδίκευτων εργατών μειώθηκε, περνώντας από 4 σε 3,5 εκατομμύρια. Το ποσοστό των ειδικευμένων εργατών στο σύνολο των εργατών της βιομηχανίας πέρασε από το 39% στο 45%. Οι αριθμοί αυτοί δε μας επιτρέπουν να διαχωρίσουμε τις παλιές από τις νέες ειδικότητες. Η εργατική απασχόληση παλιάς ειδικότητας προφανώς μειώθηκε. Το σύνολο αυξήθηκε μόνο κατά 100.000 και οι νέες ειδικότητες είναι πολλές. Επομένως, το συμπέρασμα είναι προφανές: Για τις παλιές ειδικότητες υπάρχει μείωση.
Πού βρίσκεται λοιπόν η πραγματική δυσκολία εκτίμησης; Βρίσκεται στο ότι στις περισσότερες προβολές για το μέλλον σε σχέση με τον αριθμό των ρομπότ και την τάση προς ρομποτοποίηση, γίνεται τελείως αφαίρεση των δυνητικών αγορών, δηλαδή του όγκου της παραγωγής και των πωλήσεων. Οι συλλογισμοί γίνονται σαν οι νέες τεχνολογίες να εισάγονταν και να χρησιμοποιούνταν μόνο σε συνάρτηση με κριτήρια τεχνικής αποτελεσματικότητας και μείωσης του κόστους εργασίας, χωρίς να παίρνεται υπόψη το γεγονός ότι οι νέες αυτές τεχνικές συνεπάγονται μια τεράστια αύξηση του όγκου της παραγωγής και απαιτούν επομένως μια μεγάλη ανάπτυξη της αγοράς για να μπορούν να εφαρμοστούν με αποδοτικό τρόπο.
Στην παραγωγή του κινητήρα του FIAT UNO, για παράδειγμα, η παραγωγικότητα της εργασίας υπερδιπλασιάστηκε, εξαιτίας της χρησιμοποίησης υπολογιστών και ρομπότ. Προηγουμένως, χρειάζονταν 250 λεπτά για να παραχθεί ένας κινητήρας και τώρα χρειάζονται μόνο 107. Η αλυσίδα έχει έτσι οργανωθεί που να παράγεται ένας κινητήρας κάθε 20 δευτερόλεπτα. Αλλά ο παραγωγικός μηχανισμός χρησιμοποιείται μόνο στο 30% των δυνατοτήτων του. Γιατί; Επειδή, για να μπορούσε να λειτουργεί 100%, θα έπρεπε να πουλάει δύο με τρεις φορές περισσότερα αυτοκίνητα απ' ό,τι σήμερα. Και πού θα πουληθούν τρεις φορές περισσότερα αυτοκίνητα; Η αύξηση των πωλήσεων αυτοκινήτων είναι σήμερα της τάξης του 2,5 με 3% το χρόνο. Προφανώς, υπάρχει ανταγωνισμός στο εσωτερικό του τομέα. Η FIAT μπορεί να ελπίζει ότι θα αυξήσει το μερίδιο της αγοράς της σε βάρος άλλων κατασκευαστών αυτοκινήτων, αλλά μόνο λίγο. Να τι περιορίζει την εισαγωγή νέων τεχνολογιών. Πρέπει να πάρουμε υπόψη μας την οικονομική ανάπτυξη στο σύνολο της, τις αγορές, την αγοραστική δύναμη, τις πωλήσεις συνολικά. Οι προβλέψεις, οι προοπτικές των ίδιων των βιομηχάνων πάνε προς την ίδια κατεύθυνση. Σε μια διεθνή συνδιάσκεψη των βιομηχάνων της ρομποτικής που έγινε πριν ένα χρόνο οι αριθμοί που προτάθηκαν ήταν εξαιρετικά μετριασμένοι: Προέβλεπαν ότι από τώρα ως το 1990, το 1%, 1,5% ή 2% της βιομηχανικής εργασίας θα ρομποτοποιηθεί. Αυτό δε σημαίνει ότι σε ορισμένους κλάδους οι αριθμοί δεν μπορεί να είναι πολύ πιο ψηλοί, αλλά στο σύνολο η τάση προς ρομποτοποίηση είναι πολύ περιθωριακή.
Στο περίφημο εργαστήριο αιχμής της FIAT που αναφέραμε πιο πάνω και στο οποίο υπάρχουν 103 υπολογιστές και 56 ρομπότ, η συνολική εργατική απασχόληση πέρασε από 3.100 σε 2.670 εργαζόμενους, υπήρξε δηλαδή μια απώλεια της απασχόλησης κατά 13%. Ακόμα και με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών, το εργοστάσιο απέχει πολύ από το να είναι τελείως αυτοματοποιημένο.
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΚΑΙ ΑΠΑΣΧΟΛΗΣΗ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Από γενική άποψη, εδώ και πάνω από δέκα χρόνια, παρατηρείται μια υποχώρηση - αν και λιγότερο έντονη απ' ό,τι θεωρείται γενικά - της απασχόλησης στη βιομηχανία και μια καθαρή αύξηση της απασχόλησης στο λεγόμενο τομέα των υπηρεσιών.
Για το σύνολο της καπιταλιστικής Ευρώπης, η απασχόληση στη Βιομηχανία μειώθηκε ετησίως κατά 1,2% μεταξύ 1973 και 1975, κατά 0,6% ετησίως μεταξύ 1975 και 1979, κατά 2,9% την περίοδο 1980 με 1982 και κατά 2,6% το 1983, πράγμα που μας δίνει μια συσσωρευμένη μείωση κατά 17% σε έντεκα χρόνια. Συγχρόνως, η απασχόληση στον τομέα των υπηρεσιών αυξήθηκε ετησίως κατά 1,8% μεταξύ 1973 και 1975, κατά 1,9% μεταξύ 1975 και 1979, κατά 1,2% μεταξύ 1980 και 1982 και κατά 0,9% το 1983. Οι μέσοι όροι αυτοί, κρύβουν έντονες διαφορές ανάμεσα στις χώρες. Έτσι, στην Ιταλία, στην Ισπανία, στη Φιλανδία, στη Νορβηγία, στη Σουηδία, η βιομηχανική απασχόληση εξακολούθησε να αυξάνει μεταξύ 1973 και 1975. Στην Ελλάδα, στην Ισλανδία και στην Πορτογαλία αυξανόταν μάλιστα ως το 1982. Στην Ιταλία, η πτώση είναι σχετικά μικρή ως το 1984. Είναι πολύ πιο έντονη στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ισπανία, το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Γαλλία και την Ομοσπονδιακή Γερμανία.
Αντίστροφα, η αύξηση της απασχόλησης σης υπηρεσίες είναι κάτω από το μέσο όρο στο Βέλγιο, στη Δυτική Γερμανία, στη Δανία, στην Ελβετία, στην Ισπανία και στη Μεγάλη Βρετανία. Είναι ελαφρώς πιο έντονη στη Γαλλία, στη Σουηδία και στην Ολλανδία και είναι πολύ έντονη στην Αυστρία, στο Λουξεμβούργο και στην Ιταλία.
Ωστόσο, οι στατιστικές αυτές πρέπει να επανεξεταστούν με κριτικό τρόπο, εάν θέλουμε να τις ερμηνεύσουμε από μαρξιστική άποψη. Πράγματι, πολλές επιχειρήσεις που οι επίσημες στατιστικές ταξινομούν στον τομέα των υπηρεσιών, στην πραγματικότητα έχουν θέση στη βιομηχανία, από την άποψη της παραγωγής της αξίας και επομένως της υπεραξίας. Πρόκειται κυρίως για τον τομέα των μεταφορών, του ηλεκτρικού-αερίου-νερού, του τομέα των τηλεπικοινωνιών και του ηλεκτρονικού τομέα software (πληροφορική, προγραμματισμός).
Όταν κάνουμε αυτή την αναταξινόμηση, ο πίνακας που παίρνουμε αλλάζει ριζικά. Διαπιστώνουμε ότι δεν πρόκειται για κάποια «αποβιομηχανοποίηση». Ο ύστερος καπιταλισμός μάλλον χαρακτηρίζεται από μια πιο έντονη βιομηχανοποίηση του συνόλου της οικονομικής ζωής, πράγμα που εκδηλώνεται ιδιαίτερα από μια έντονη μηχανικοποίηση (και επομένως και μια δυνητική πτώση της απασχόλησης) στον εμπορικό και στο χρηματικό τομέα, τους κατεξοχήν τομείς των υπηρεσιών.
Μόνο στο δημόσιο τομέα βρισκόμαστε μπροστά σε μια καθαρή ανάπτυξη της μη-βιομηχανικής απασχόλησης, ανάπτυξη που δεν έχει σταματήσει. Αλλά και εδώ πρέπει να αποφύγει κανείς τις βιαστικές προβολές στο μέλλον. Η όλο και πιο έντονη κρίση των δημοσιονομικών και οι μειώσεις των δαπανών που συνεπάγεται προοδευτικά για όλες τις χώρες θα μπορούσαν σύντομα να ανατρέψουν αυτή την τάση.
Οι μεταθέσεις αυτές από τομέα σε τομέα της απασχόλησης οδηγούν αναμφισβήτητα σε μια ανασύνθεση της εργατικής τάξης. Συνεπάγονται άραγε μοιραία μια εξασθένιση του οργανωμένου εργατικού κινήματος; Και εδώ πρέπει να αποφύγει κανείς τα βιαστικά συμπεράσματα. Η μόνη σταθερά που φαίνεται να αναδύεται είναι η σχετική αύξηση του βάρους των μισθωτών - επομένως και των συνδικάτων - του δημόσιου τομέα σε σχέση με τους παραδοσιακούς τομείς. Αλλά αυτό δε σημαίνει αυτόματα μια εξασθένιση της εργατικής μαχητικότητας ούτε της δύναμης κρούσης του συνδικαλιστικού κινήματος. Το να παραλύσουν τα κέντρα τηλεπικοινωνιών, οι μεγάλες επιχειρήσεις μεταφορών-συγκοινωνιών, οι ηλεκτροπαραγωγικοί σταθμοί ή ακόμα και οι τράπεζες, αυτό μπορεί να χτυπήσει εξίσου δυνατά μια καπιταλιστική οικονομία, όπως το έκανε χτες η παράλυση των ορυχείων, της χαλυβουργίας ή ακόμα και της αυτοκινητοβιομηχανίας. Σε πολλές χώρες, ορισμένα συνδικάτα των δημοσίων υπηρεσιών βρίσκονται σήμερα στην αιχμή της εργατικής μαχητικότητας. Τίποτα δεν εμποδίζει εκ των προτέρων αυτή την τάση να ενισχυθεί.
Άλλο πράγμα είναι το ζήτημα, αν τα παραδοσιακά οχυρά του εργατικού κινήματος, από την άποψη της συγκέντρωσης εργατικής δύναμης και της μαχητικής παράδοσης, μπορούν να αντικατασταθούν από νέα οχυρά. Θα επανέλθουμε αργότερα σε αυτό το ζήτημα. Ας σημειώσουμε απλώς ότι η συγκέντρωση μισθωτών στους σιδηροδρόμους, τα ταχυδρομεία και τα κέντρα τηλεπικοινωνιών, τα αεροδρόμια, την ηλεκτρονική βιομηχανία, είναι σημαντική. Νέα συνδικαλιστικά οχυρά θα μπορούσαν πράγματι να αναδυθούν εδώ.
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΖΩΗΣ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Ποιες ήταν οι μακροχρόνιες συνέπειες της κρίσης πάνω στο επίπεδο των άμεσων πραγματικών μισθών, των κοινωνικών επιδομάτων και πάνω στην προβληματική της εξαθλίωσης; Σε αυτό το χώρο, πραχτικά υπάρχει γενική υποχώρηση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, εκτός ίσως από την περίπτωση της Νορβηγίας. Αλλά αυτή η υποχώρηση διαφέρει πολύ ανάλογα με τις χώρες και εδώ, η πιο έντονη υποχώρηση βρίσκεται στην Ισπανία και την Πορτογαλία. Επίσης, σαφής είναι στο Βέλγιο, αφού η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού μειώθηκε κατά 16% σε διάστημα 7 χρόνων, πράγμα που είναι πολύ. Στη Μεγάλη Βρετανία και στην Ομοσπονδιακή Γερμανία αυτή η πτώση είναι κάπως λιγότερο έντονη. Στην Ιταλία και τη Γαλλία είναι ακόμα λιγότερο έντονη. Στη Μεγάλη Βρετανία παρατηρείται μια απώλεια της αγοραστικής δύναμης του μέσου μισθού, από το 1979, κατά 7,6%. Η απώλεια αυτή είναι 10% για τους χειρώνακτες εργάτες στα δέκα τελευταία χρόνια. Είναι μειώσεις που κυμαίνονται από 1 ως 1,5% το χρόνο. Στην Ιταλία, οι απώλειες φαίνεται να είναι της ίδιας τάξης μεγέθους, 1,2% με 1,5% το χρόνο. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, επίσης, είναι της ίδιας τάξης, με μειώσεις κατά 1,2% με 1,3% το χρόνο, από το 1979.
Αυτό που είναι πιο δύσκολο να υπολογιστεί είναι η υποχώρηση των επιδομάτων της κοινωνικής ασφάλισης. Εδώ, δυο κινήσεις διασταυρώνονται. Πρώτον, υπάρχει υποχώρηση του ατομικού επιδόματος, αλλά δεύτερον τα επιδόματα αυξάνουν στο σύνολο τους, αν μη τι άλλο, εξαιτίας της αύξησης της ανεργίας. Χοντρικά μπορούμε να πούμε ότι οι κοινωνικές επιδοτήσεις μειώθηκαν σε όρους αγοραστικής δύναμης αλλά λιγότερο απ' ότι οι μισθοί.
Υπάρχουν δυο λόγοι που το εξηγούν αυτό. Πρώτον, η αστική τάξη εκτίμησε - και σωστά εξάλλου - ότι η κατά μέτωπο επίθεση ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση θα προκαλούσε πιο σκληρές αντιδράσεις απ' ότι οι επιθέσεις ενάντια στους μισθούς. Ιδιαίτερα, αν πειραχτεί ο κλάδος υγείας, η αντίδραση κινδυνεύει να είναι γενικευμένη και όχι στιγμιαία. Η αστική τάξη θέλει να κατακερματίσει την εργατική αντίδραση. Τη συμφέρει λοιπόν να καθυστερήσει τις επιθέσεις ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση σε σχέση με τις επιθέσεις ενάντια στους μισθούς. Έπειτα, εάν το συμφέρον της αστικής τάξης για να μειωθούν οι πραγματικοί μισθοί είναι έκδηλο και καθολικό, βρίσκεται ωστόσο διχασμένη στο ζήτημα της κοινωνικής ασφάλισης. Ακόμα και η κυβέρνηση της Θάτσερ στη Μεγάλη Βρετανία είναι διχασμένη σε αυτό το ζήτημα. Πράγματι, ακριβώς χάρη στο πλέγμα προστασίας της κοινωνικής ασφάλισης οι κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις της κρίσης ήταν ως τώρα πιο μειωμένες απ' ό,τι κατά τη δεκαετία του 1930. Σε αυτές τις συνθήκες, θα ήταν προφανώς σαν να παίζουν με τη φωτιά αν έσκιζαν βίαια αυτό το πλέγμα.
Αυτό δε σημαίνει ότι δε θα υπάρξει επίθεση ενάντια στην κοινωνική ασφάλιση, αντίθετα. Το έλλειμμα της κοινωνικής ασφάλισης αυξάνεται με την παράταση της κρίσης. Σε αυτές τις συνθήκες, το σύστημα της κοινωνικής προστασίας θα τεθεί σε αμφισβήτηση πιο έντονα στο μέλλον, παρόλο που η αστική τάξη θα προσπαθήσει όσο είναι δυνατόν να μετριάσει και να διαφοροποιήσει τις επιθέσεις της. Για ακόμα μια φορά, το ισπανικό κράτος είναι που βρίσκεται στην πρωτοπορία με την ενορχηστρωμένη του επίθεση ενάντια στα επιδόματα ανεργίας, με την επίθεση του ενάντια στην πιο τρωτή μειονότητα της εργατικής τάξης που δεν μπορεί να αμυνθεί. Σε αυτή τη χώρα, τα τρία τέταρτα των ανέργων έχουν σταματήσει πραχτικά να παίρνουν επίδομα ανεργίας. Στην υπόλοιπη Ευρώπη, δε βρισκόμαστε ακόμα σε αυτό το επίπεδο, αλλά οι επιθέσεις ενάντια στα επιδόματα ανεργίας θα αυξηθούν. Το αποτέλεσμα, από όλα αυτά, είναι ότι ακόμα και αν αυξάνονται οι συνολικές δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση, ο αριθμός των προσώπων και των νοικοκυριών που βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας γνωρίζει έντονη άνοδο. Υπάρχει μια σημαντική συζήτηση για τον ορισμό της φτώχειας. Είναι λογικό, σαν μαρξιστές, να μη δεχόμαστε τα κριτήρια των αστών και των ειδικών τους. Όμως, η αληθινή συζήτηση δε βρίσκεται στον ορισμό, αλλά στην τάση. Όποιον ορισμό και να δεχτούμε για τη φτώχεια, όταν ο αριθμός των φτωχών αυξάνεται, η εξαθλίωση επιδεινώνεται. Ο αριθμός των φτωχών αντιπροσωπεύει σήμερα στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης περίπου το 15% του πληθυσμού. Στην Ισπανία, την Πορτογαλία και τη Νότιο Ιταλία, το ποσοστό αυτό είναι προφανώς πιο υψηλό.
Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, ο αριθμός των ατόμων που ζουν από δημόσια επιδόματα έχει σχεδόν διπλασιαστεί, από 1,4 σε 2,5 εκατομμύρια άτομα. Ο αριθμός των ανέργων που δεν παίρνουν κανένα επίδομα πέρασε από 800.000 σε 2 εκατομμύρια. Εάν προσθέσουμε τους δύο αυτούς αριθμούς, είναι σχεδόν 5 εκατομμύρια τα άτομα που ζουν σήμερα σε μια κατάσταση προφανώς έντονης φτώχειας. Στη Μεγάλη Βρετανία, ο αριθμός των ατόμων που μπορούν να θεωρηθούν σαν φτωχοί, επίσης διπλασιάστηκε, περνώντας από 4,5 εκατομμύρια το 1975 στα 8,5 εκατομμύρια άτομα το 1984. Αυτοί που παίρνουν το μέσο ονομαζόμενο «social benefit» (επίδομα απορίας, περίπου 20.000 δρχ. το μήνα) αυξήθηκαν από 3,7 σε 5,4 εκατομμύρια άτομα και αυτοί που παίρνουν 10% περισσότερα από το «social benefit», ποσό που παραμένει άθλιο, αυξήθηκαν από 1 εκατομμύριο σε 1,7 εκατομμύρια. Αυτοί που παίρνουν ακόμα λιγότερα από την κρατική αυτή εγγύηση προστασίας, αυξήθηκαν από 1,8 σε 3,2 εκατομμύρια άτομα. Αυτό κάνει ένα σύνολο ατόμων που αυξήθηκαν από 6,5 σε 10,4 εκατομμύρια για μια χώρα 50 εκατομμυρίων κατοίκων.
Στις σκανδιναβικές χώρες η κατάσταση είναι αρκετά καλύτερη. Το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Γαλλία βρίσκονται σε μια ενδιάμεση κατάσταση. Η Ιταλία, η Μεγάλη Βρετανία, η Ισπανία, η Πορτογαλία βρίσκονται σε πολύ πιο άσκημη θέση. Στην Ιταλία εξάλλου παρατηρούνται περιφερειακές διαφορές, ιδιαίτερα ανάμεσα στο Βορά, όπου υπάρχει πάνω-κάτω το ίδιο ποσοστό φτωχών με την υπόλοιπη Ευρώπη, και στο Νότο, όπου η κατάσταση πλησιάζει την κατάσταση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας. Υπάρχει και ένα ενδιάμεσο φαινόμενο ανάμεσα στην καθαρά υλική εξαθλίωση και στον αντίκτυπο των νέων τεχνολογιών, που προκαλεί την απώλεια των παλιών ειδικοτήτων και ό,τι αυτό συνεπάγεται σαν ηθική αθλιότητα, πίκρα, ανησυχία, φόβο, απελπισία, αίσθηση κοινωνικής αχρηστίας και απογοήτευση.
Η ΑΝΑΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Ο αντίχτυπος των νέων τεχνολογιών πάνω στην οργάνωση της εργασίας, αποτελεί το πέρασμα ανάμεσά στην περιγραφική ανάλυση και στην προβληματική των συσχετισμών των δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις.
Στην ιστορία του καπιταλισμού, κάθε φορά που υπήρξε μια μακρόχρονη ύφεση, υπήρξε μια αναδιοργάνωση της διαδικασίας της εργασίας που δεν είναι μόνο, ούτε και κατά κύριο λόγο, τεχνολογική. Είναι δύσκολο να ειδωθεί ποσοτικά το πράγμα, αλλά η ουσία αυτού που συνέβη μέσα στις επιχειρήσεις σε αυτό το χώρο είναι το αποτέλεσμα μιας ορθολογικοποίησης χωρίς νέα τεχνολογία. Επιπλέον, η αστική τάξη επωφελείται από την ανεργία και από το φόβο της ανεργίας για να εκδικηθεί τους πρωτοπόρους αγωνιστές της προηγούμενης περιόδου. Υπήρξαν και θα υπάρξουν επιλεκτικές απολύσεις των πιο μαχητικών συνδικαλιστών. Προφανώς, πρέπει να αντιδράσουμε, δεν πρέπει να αφήσουμε το πράγμα να περάσει, αλλά πολύ συχνά η συνενοχή της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, είναι εκ των προτέρων δεδομένη για τέτοιου είδους εργοδοτικές επιθέσεις.
Η αναδιοργάνωση της διαδικασίας της εργασίας, έχει προφανώς συγκεκριμένους στόχους από οικονομική άποψη. Η αύξηση της εντατικοποίησης της εργασίας είναι ένα γενικότερο χαρακτηριστικό μιας μακροχρόνιας περιόδου ύφεσης. Είναι ο πιο καθαρός τρόπος για να αυξηθεί η παραγωγή υπεραξίας. Πολλά απ' τα πράγματα για τα οποία γίνεται λόγος σήμερα γύρω από την ελαστικότητα της εργασίας, τη χρησιμοποίηση για πιο μεγάλο χρονικό διάστημα των εργαλείων της εργασίας, τη γενίκευση της συνεχούς εργασίας, παίζουν αυτόν ακριβώς το ρόλο.
Υπάρχει η αποδιάρθρωση των καταχτήσεων του συνδικαλιστικού ελέγχου πάνω στις αλυσίδες παραγωγής (που συνόδευε την αμφισβήτηση του τεϋλορισμού), για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο που είναι στη μόδα. Και πάλι, δεν πρόκειται για ένα καθαρά τεχνολογικό φαινόμενο, αλλά για μια εξέλιξη που επίσης έχει μια κοινωνική διάσταση. Ο στόχος είναι να αυξηθεί ο έλεγχος του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, να αυξηθεί η πίεση πάνω στους εργάτες, να αποδιαρθρωθούν οι κατακτήσεις του παρελθόντος. Στην προηγούμενη φάση, είχαν εισαχθεί στοιχεία εργατικού και συνδικαλιστικού ελέγχου σε σχέση με το ρυθμό των αλυσίδων ή τους ρυθμούς της εργασίας. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια σημαντική οπισθοδρόμηση σε αυτό τον τομέα.
Το ζήτημα αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με δυο άλλα προβλήματα. Υπάρχει βιομηχανική αποσυγκέντρωση; Υπάρχει διάλυση ή τουλάχιστον εξασθένιση των μεγάλων εργατικών, συνδικαλιστικών οχυρών στους χώρους υψηλής εργατικής μαχητικότητας, που κυριάρχησαν στην πάλη των τάξεων στην Ευρώπη κατά τα 20-25 τελευταία χρόνια; Η απάντηση πρέπει να είναι προσεχτική.
Πρώτα-πρώτα, σε σχέση με την αποσυγκέντρωση. Στην πραγματικότητα είναι πολύ περιθωριακή. Σύμφωνα με τις στατιστικές του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το μερίδιο στη συνολική απασχόληση, των επιχειρήσεων άνω των 500 μισθωτών, αυξήθηκε στη Σουηδία από το 1975 ως το 1983. Μειώθηκε κατά λιγότερο του 2% στο Βέλγιο και του 3% στη Γαλλία στην ίδια περίοδο. Το μερίδιο στη συνολική απασχόληση των επιχειρήσεων άνω των 100 μισθωτών αυξήθηκε στην Ολλανδία, αλλά μειώθηκε κατά 2% στη Δανία.
Στη Μεγάλη Βρετανία, στον τομέα της μεταποίησης, το μερίδιο της απασχόλησης στις επιχειρήσεις άνω των 500 μισθωτών πέρασε από το 70% το 1977 στο 68% το 1982, που είναι μια σχεδόν αμελητέα διακύμανση. Στην Ιταλία, αναφέρεται ο αριθμός του 46,4% από το σύνολο των μισθωτών της μεταποίησης που εργάζονταν το 1981 σε επιχειρήσεις με πάνω από 500 μισθωτούς. Εάν λάβουμε υπόψη μας την αύξηση του αριθμού των επιχειρήσεων στον τομέα των υπηρεσιών, όπου το μέσο μέγεθος είναι κατώτερο από το αντίστοιχο μέγεθος της μεταποιητικής βιομηχανίας, η εντύπωση μιας σχεδόν σταθερότητας ενισχύεται ακόμα περισσότερο.
Ένα σημαντικό φαινόμενο πρέπει να εντοπιστεί στη μείωση του αριθμού των εργαζομένων των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων. Αλλά η δυσκολία να εκτιμηθεί αυτή η εξέλιξη βρίσκεται στο γεγονός ότι ακόμα και μετά από μια τέτοια μείωση, οι επιχειρήσεις αυτές παραμένουν να έχουν σημαντικές διαστάσεις. Ας πάρουμε τον αριθμό που αναφέρεται στις επιχειρήσεις αυτοκινήτων. Όταν μια πολύ μεγάλη επιχείρηση μειώνει από 80.000 σε 60.000 τους εργάτες της, πρέπει να ειπωθεί ότι πρόκειται για μια μεγάλη μείωση της εργατικής συγκέντρωσης. Αλλά ένα εργοστάσιο 60.000 εργατών παραμένει μια πολύ μεγάλη επιχείρηση. Προφανώς, υπάρχουν τομείς που έχουν καταρρεύσει, όπως τα ναυπηγεία, η χαλυβουργία κλπ. Αλλά εκεί όπου οι τομείς χοντρικά αντιστάθηκαν ή αυξήθηκαν, οι επιχειρήσεις που υπερισχύουν, συνεχίζουν να είναι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Αυτή είναι ιδιαίτερα η περίπτωση του αυτοκινήτου, της αεροναυτικής, της ηλεκτρονικής και της χημείας στις περισσότερες χώρες: FIAT, Volkswagen, Ford, General Motors, Daimler Benz, Seat, Renault, Volvo, Citroen-Peugeot, Siemens, Philips, Gec, Plessey, οι τρεις «μεγάλες» της γερμανικής χημείας, οι τρεις «μεγάλες» της ελβετικής χημείας, Phones-Pouleng, ICI, Mondedison κλπ. Αλλά εδώ πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Δεν υπάρχει μηχανική σχέση ανάμεσα στο μέγεθος της επιχείρησης, στη δύναμη του συνδικάτου και στην εργατική μαχητικότητα. Είναι απολύτως δυνατό βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα η μεγάλη επιχείρηση να επιβιώνει, αλλά το ποσοστό συνδικαλισμού να μειώνεται και η εργατική μαχητικότητα να μειώνεται ακόμα περισσότερο. Πρέπει επομένως να διακρίνουμε αυτές τις κινήσεις χώρα με χώρα:
α) Αναμφισβήτητα ορισμένα εργατικά οχυρά έπεσαν: British Leyland, η βιομηχανία του Τύπου, η χαλυβουργία και τα ναυπηγεία στη Μεγάλη Βρετανία. Η χαλυβουργία και τα ναυπηγεία στην Ισπανία. Η χαλυβουργία στη Βαλλονία. Η χαλυβουργία στη Γαλλία. Άλλα έχουν εξασθενίσει αλλά δεν έχουν πέσει, όπως η χαλυβουργία της Ρούρ και της Σάαρ στην Ομοσπονδιακή Γερμανία.
β) Ωστόσο, πολλά οχυρά εξακολουθούν να παραμένουν. Στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, στις σκανδιναβικές χώρες, στις περισσότερες χώρες της Μπενελούξ (Βέλγιο, Λουξεμβούργο, Ολλανδία), στην Αυστρία, δεν υπάρχει καμιά συνολική εξασθένιση των συνδικαλιστικών δυνάμεων. Υπάρχει μια μείωση του ποσοστού συνδικαλισμού, αλλά είναι λιγότερο έντονη από τη μείωση της απασχόλησης, πράγμα εξαιρετικό, γιατί πρέπει να θυμηθούμε ότι στην ανάλογη περίοδο κρίσης της δεκαετίας του 1930 η συνδικαλιστική εξασθένιση ήταν τρομερή. Τα αγγλικά συνδικάτα, όπως και τα συνδικάτα στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, έχασαν ορισμένες φορές έως και το ήμισυ των μελών τους. Αυτή τη φορά στις χώρες που αναφέραμε πιο πάνω, η εξασθένηση είναι περιθωριακή.
γ) Υπάρχουν οι ενδιάμεσες καταστάσεις της Ελλάδας και της Πορτογαλίας, όπου υπάρχει πραγματική αλλά όχι ακόμα πολύ έντονη απο-συνδικαλιστικοποίηση. Αντίθετα, πρέπει να σημειώσουμε τις περιπτώσεις κάθετης πτώσης του συνδικαλισμού, κυρίως στην Ισπανία και στη Γαλλία. Εκεί μπορούμε να μιλήσουμε για συνδικαλιστική κατάρρευση. Το φαινόμενο είναι πιο σαφές και από τη δεκαετία του 1930.
Με αυτό δεδομένο, πρέπει να προσθέσουμε ότι δεν υπάρχει άμεση και μηχανική συσχέτιση ανάμεσα, από τη μια μεριά, στη συνέχεια της ύπαρξης των παραδοσιακών οχυρών του εργατικού κινήματος από αριθμητική άποψη, στην έκταση των επιχειρήσεων, στο οικονομικό βάρος των επιχειρήσεων και, από την άλλη μεριά, στη συνδικαλιστική δύναμη. Ούτε και υπάρχει αυτόματη συσχέτιση ανάμεσα στο ποσοστό συνδικαλισμού και στην εργατική μαχητικότητα. Αποκλίσεις μπορούν να εμφανιστούν και προς τις δύο κατευθύνσεις. Έτσι, μπορεί να υπάρξει μείωση του συνδικαλισμού που να συνδυάζεται με μια λιγότερο εξασθενισμένη ή ακόμα και ανοδική εργατική μαχητικότητα. Στην Ισπανία, η καμπύλη των απεργιών βρίσκεται μάλλον σε άνοδο εδώ και δυο χρόνια ή τουλάχιστον βρισκόταν σε άνοδο το 1983 και 1984. Στη Μεγάλη Βρετανία μάλλον το αντίστροφο πρέπει να διαπιστώσουμε. Εκεί, το ποσοστό συνδικαλισμού παραμένει υψηλό, αλλά η εργατική μαχητικότητα βρίσκεται σε έκδηλη υποχώρηση. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις συνέπειες της ήττας των ανθρακωρύχων που είναι πολύ σοβαρές. Ήταν περισσότερο από μια συμβολική μάχη, αφού άγγιζε τους συνολικούς συσχετισμούς των δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις. Οι ανθρακωρύχοι αγωνίστηκαν θαρραλέα, αλλά παρέμειναν απομονωμένοι. Μια απομονωμένη μάχη τέτοιου είδους ενάντια σε ολόκληρη κυβέρνηση και σε ολόκληρη την εργοδοσία είναι πολύ σκληρή. Καθώς η μάχη ήταν πολύ μακρόχρονη, υπήρξαν πολύ βαριές θυσίες για τους εργάτες και αυτό κάνει τις συνέπειες της ήττας πολύ αισθητές. Αυτό που γίνεται τώρα στους ανθρακωρύχους - συνδικαλιστική διάσπαση στο ΝUΜ, εμφάνιση ενός νέου δεξιού συνδικάτου που κινδυνεύει να διασπάσει και άλλους τομείς της εργατικής τάξης ή και το σύνολο του συνδικαλιστικού κινήματος - βάζουν μπροστά μια εξαιρετικά επικίνδυνη δυναμική, που δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τις συνέπειες της για το εργατικό κίνημα στο σύνολο του.
ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ
Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να φοβηθούμε, με όποια πρόφαση και να υπήρχε, τους αγώνες για διασπασμένες, περιορισμένες, συγκυριακές διεκδικήσεις. Αντίθετα, κάθε εργατική νίκη, κάθε νικηφόρος αμυντικός αγώνας, ακόμα και στα πιο μικρά ζητήματα, είναι σήμερα πιο σημαντικός από παχιά λόγια για γενικά ζητήματα. Η εργατική τάξη πρέπει να ξαναμάθει το γεγονός ότι είναι ικανή να κερδίζει επιτυχίες, ακόμα και σε περίοδο ύφεσης και ανεργίας. Μπορεί να τις πετύχει, αλλά όχι άμεσα σε συνολικούς στόχους. Όταν καταλάβει κανείς αυτό, τότε μάχεται με αποφασιστικότητα, ακόμα και για πολύ συγκεκριμένους στόχους, όταν η νίκη και η επιτυχία είναι τόσο σημαντικές. Η παιδαγωγική της επιτυχίας, η απόδειξη στην πράξη ότι ο αγώνας μπορεί να αποδώσει, είναι σήμερα πιο σημαντικά.
Ο σκεπτικισμός των εργατών σε σχέση με μια δυνατή νίκη του αγώνα τους, είναι πολύ πιο μειωμένος όταν πρόκειται για μικρές διεκδικήσεις που βρίσκονται στην εμβέλεια τους στο επίπεδο της επιχείρησης, απ' όταν πρόκειται για μεγάλα προβλήματα. Κανείς δεν πιστεύει ότι μπορεί να καταπολεμήσει την ανεργία μέσα σε μια μόνο επιχείρηση. Αλλά το να εμποδιστεί μια αλλαγή στην κλίμακα των μισθών ή στις ταξινομήσεις μέσα σε ένα εργοστάσιο, αυτό βρίσκεται πράγματι στην εμβέλεια των εργατών του εργοστασίου σε μια καθορισμένη στιγμή. Και αν, μέσα σε τέτοιους αγώνες, οι εργαζόμενοι πετύχουν αρκετές φορές ικανοποίηση, αυτό μπορεί να αρχίσει να έχει θετικές επιπτώσεις σε πιο πλατύ επίπεδο.
Αυτό που υποστηρίζουμε εδώ είναι καθαρά συγκυριακό. Δεν αποκλείουμε με κανέναν τρόπο μια ανατροπή της κατάστασης. Πρέπει να συγκρίνουμε τη σημερινή κατάσταση με ανάλογες καταστάσεις που γνώρισε το εργατικό κίνημα στις αρχές της δεκαετίας του 1930 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Πρέπει να κάνουμε αυτή τη μελέτη για κάθε χώρα, για να καθορίσουμε πώς οι εργατικοί αγώνες είχαν ξαναρχίσει μετά από μια αρκετά μακριά αναδίπλωση. Γενικά, το επαναξεκίνημα των αγώνων δεν άρχισε από θεαματικά ζητήματα ούτε σε όλες τις επιχειρήσεις συγχρόνως, ούτε ακόμα σε ολόκληρους κλάδους. Άρχισε με μικρές επιτυχίες που συσσωρεύονταν. Προφανώς, το πολιτικό κλίμα ήταν πολύ διαφορετικό. Υπάρχουν εξω-οικονομικοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο, όπως το ζήτημα του φασισμού στη δεκαετία του 1930. Στη δεκαετία του 1960 υπήρχε ένα κοινωνικό κλίμα πολύ πιο ευνοϊκό στο σύνολο του, με πλήρη απασχόληση. Αλλά ξεχνάμε κάπως γρήγορα, για παράδειγμα, ότι μετά το πραξικόπημα των στρατηγών στο Αλγέρι, υπήρχαν αγωνιστές στη Γαλλία που ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν αντάρτικο και να μπουν στην παρανομία. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ούτε πόσο γρήγορα εξελίχτηκε η συνείδηση των εργαζομένων. Το 1962-1963, η ατμόσφαιρα στη Γαλλία δεν ευνοούσε τόσο την αισιοδοξία, και δε μιλάμε καν για την ατμόσφαιρα στην Ομοσπονδιακή Γερμανία.
ΤΟ ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Σήμερα υπάρχει ένα συνολικό πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο της αστικής τάξης, δηλαδή των συντηρητικών και των νεοφιλελεύθερων, δεν ενδιαφέρουν και πολύ τα επίθετα. Το σχέδιο αυτό προχωράει πολύ περισσότερο από την προσπάθεια απλώς να παρθεί ένα πρόσθετο ποσοστό στην κατανομή του εθνικού εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων μαζών ή να αυξηθεί το ποσοστό υπεραξίας και να ανορθωθεί το ποσοστό του κέρδους.
Επωφελούμενη από τη μακροχρόνια οικονομική ύφεση και από τη σχετική εξασθένιση του εργατικού κινήματος - φαινόμενο που ισχύει γενικά αν και άνισα ανάλογα με τις χώρες - η αστική τάξη επιχειρεί να τροποποιήσει μόνιμα τους συσχετισμούς των δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις και να θεσμοθετήσει αυτή την τροποποίηση, πράγμα που ουσιαστικά σημαίνει: Να εξαρθρώσει τις πιο σημαντικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος του τελευταίου τέταρτου του αιώνα, αν όχι των τελευταίων πενήντα χρόνων. Εάν θέλουμε να συμπυκνώσουμε σε μια μόνο διατύπωση αυτές τις κατακτήσεις, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εργατικό κίνημα είχε καταφέρει να επιβάλει μια ποσοτική αύξηση του αντικειμενικού επιπέδου ταξικής αλληλεγγύης, μέσα από ένα συνδυασμό κοινωνικής νομοθεσίας, συνδικαλιστικής δύναμης, ελέγχου της διαδικασίας της εργασίας και πολιτικού βάρους. Η διατύπωση αυτή μπορεί να φανεί «αντικειμενικίστικη» και θολή, αλλά είναι πολύ πραγματική και κατεξοχήν μαρξιστική. Το βάρος του εργατικού κινήματος μέσα στην κοινωνία προστάτευσε καλύτερα όλα τα λιγότερο ευνοημένα στρώματα. Να ποιο είναι το πιο γενικό περιεχόμενο όλων αυτών που συνέβησαν μετά την κρίση της δεκαετίας του 1930.
Αυτή η κατάκτηση ήταν πολύ σημαντική. Οι επαναστάτες Μαρξιστές, πρέπει να έχουν συνείδηση αυτού του γεγονότος, γιατί αυτό αγγίζει τον ίδιο τον ορισμό του ποια είναι η προλεταριακή συνθήκη για τον Μαρξ, δηλαδή η θεμελιακή ανασφάλεια των συνθηκών ύπαρξης. Αυτό είναι συνέπεια της οικονομικής αναγκαιότητας να πουλάς συνεχώς την εργατική σου δύναμη, πώληση που δεν είναι ποτέ εξασφαλισμένη και της οποίας το χρηματικό προϊόν δεν είναι ούτε αυτό εξασφαλισμένο. Το σύνολο αυτών των κατακτήσεων προφανώς δεν κατάργησαν την ανασφάλεια της προλεταριακής συνθήκης, αλλά μείωσαν την έκταση της για ορισμένα στρώματα του εργατικού πληθυσμού. Το αντικειμενικό γεγονός ότι ένας άνεργος πληρώνεται καλύτερα από πριν, ότι ένας άρρωστος, ότι ένας συνταξιούχος πληρώνονται καλύτερα, ότι οι λιγότερο ειδικευμένοι και οι ανοργάνωτοι προστατεύονται με έναν ελάχιστο μισθό (π.χ. στη Γαλλία το SΜΙG), έχει μιαν αντικειμενική επίπτωση πάνω στη συνοχή και στη δύναμη κρούσης της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από τη συνείδηση που έχουν, για το γεγονός αυτό, όλοι εκείνοι και εκείνες που έδωσαν τη μάχη για να αποσπάσουν αυτές τις διεκδικήσεις ή και αυτοί που επωφελήθηκαν χωρίς να έχουν αγωνιστεί.
Μόλις αυτές οι κατακτήσεις αποδιαρθρώνονται μερικά ή συνολικά, η αλληλεγγύη αντικειμενικά μειώνεται. Διάφορα στρώματα χτυπιούνται διαφορετικά και εγκαταλείπονται πάνω-κάτω στη μοίρα τους, κυρίως οι πιο αδύναμοι: οι μετανάστες, οι γυναίκες, οι νέοι, οι ανάπηροι, οι γέροι. Αλλά η σωρευτική επίπτωση αυτής της αλλαγής πάνω στην εργατική τάξη γίνεται αισθητή από τη στιγμή που το φαινόμενο φτάνει ένα ορισμένο ποσοτικό επίπεδο. Προφανώς, υπάρχει ένα ζήτημα μετατροπής της ποσότητας σε ποιότητα. Εάν το 5% των προλετάριων περιθωριοποιηθεί, οι επιπτώσεις στο σύνολο της τάξης δε θα είναι δραματικές. Αλλά εάν το 30% ή το 35% χτυπηθούν, τότε η σωρευτική επίπτωση γίνεται σοβαρή. Όμως, αυτός είναι ο στόχος προς τον οποίο προσανατολίζεται η αστική τάξη, τουλάχιστον στις μεγάλες χώρες. Εξάλλου η αστική τάξη δεν το κρύβει: Το σχέδιο της είναι να χτυπήσει με μόνιμο τρόπο όχι μόνο το εισόδημα αλλά και την κοινωνική θέση του ενός τρίτου ή του 40% της εργατικής τάξης. Για το λόγο αυτό ο όρος της «δυαδικής κοινωνίας» δικαιολογείται για να χαρακτηρίσει το αστικό σχέδιο, γιατί αν ο στόχος επιτευχθεί, εάν από το 40% της εργατικής τάξης αφαιρεθεί η ελάχιστη προστασία και συλλογική αλληλεγγύη, τότε θα επανέλθουμε στην πριν το 1914 κατάσταση, για χώρες όπως το Βέλγιο.
Αυτό που πάνω απ' όλα διευκολύνει την εξέλιξη αυτή είναι η ανεύθυνη στάση της συνδικαλιστικής κι γενικά εργατικής γραφειοκρατίας, η οποία είναι είτε συνένοχος από την αρχή είτε ασυνείδητα στην αρχή και κατόπιν οδηγείται στην πλήρη συνθηκολόγηση μπροστά στην καπιταλιστική επίθεση, με όλων των ειδών τις προφάσεις, για εκλογικίστικους λόγους, ακόμα και από εγωισμό των θέσεων τους και υπεράσπιση των προνομίων τους. Πράγμα που εξάλλου είναι ηλίθιο, γιατί αυτά τα μικροπρονόμια μακροχρόνια θα αμφισβητηθούν, εάν το εργατικό κίνημα εξασθενίσει δομικά. Έπειτα, πρέπει να πάρουμε υπόψη μας τις αντικειμενικές επιπτώσεις της κρίσης. Τις υποχωρήσεις και τις ήττες. Μια εργατική τάξη που διαπιστώνει ότι έχει χάσει 2, 3, 4 μάχες κι ότι η ανεργία αυξάνει, δεν αντιδράει πια με τον ίδιο τρόπο με μια εργατική τάξη που εξακολουθεί να βρίσκεται σε πλήρη έλεγχο των δυνάμεων της.
Πρέπει ασφαλώς να διαπιστώσουμε ότι ο ταξικός εχθρός διαθέτει μια πολιτική ηγεσία, ένα σχέδιο, ένα πλάνο, ένα πολύ πιο αποφασισμένο και αποφασιστικό προσανατολισμό απ' ό,τι το ηγετικό προσωπικό του εργατικού κινήματος, που δυστυχώς δε δείχνει να έχει τα ίδια αυτά προτερήματα.
Τέλος, πρέπει να προσθέσουμε ότι οι μαχητικές δυνάμεις του συνδικαλισμού και της πολιτικής άκρας αριστεράς, ανεξάρτητα από το εάν ενδυναμώνουν, δε διαθέτουν πάντως μια τέτοια πειστικότητα που να μπορέσουν άμεσα να αντισταθμίσουν την ανάπτυξη των άλλων παραγόντων. Ακόμα κι αν αναπτύσσονται οι δυνάμεις αυτές, παραμένουν αρκετά μικρές και δεν μπορούν από μόνες τους να εξουδετερώσουν όλες τις αρνητικές επιπτώσεις που αναφέραμε πιο πάνω. Δεν υπάρχει λοιπόν ακόμα συνολική πειστική πολιτική εναλλακτική λύση, πειστική δηλαδή για μια σημαντική μερίδα της εργατικής τάξης που να θεωρούσε την εναλλακτική αυτή λύση σαν μια προοπτική για την οποία θα μπορούσε να κινητοποιηθεί με ορισμένες ελπίδες επιτυχίας βραχυπρόθεσμα. Η απουσία μιας τέτοιας πειστικής συνολικής εναλλακτικής προοπτικής είναι από μόνη της ένας παράγοντας της κατάστασης.
Η μόνη εξαίρεση από αυτή την άποψη είναι ίσως η Μεγάλη Βρετανία, αλλά ακόμα κι αυτή η εκτίμηση είναι αβέβαιη. Προφανώς, η αριστερά του εργατικού κόμματος και του συνδικαλιστικού κινήματος αποτελεί μια σημαντική δύναμη που βαραίνει πάνω στην κατάσταση. Αλλά δεν είναι σίγουρο ότι αντιπροσωπεύει μια πειστική εναλλακτική προοπτική στο επίπεδο της εργατικής τάξης. Ίσως να υπάρχει μια ανάλογη κατάσταση στη Δανία.
Σε τέτοιες λοιπόν συνθήκες, το σχέδιο της αστικής τάξης δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Ολόκληρο το εργατικό κίνημα ωθείται σε άμυνα. Οι περισσότερες δυνάμεις του παραδοσιακού μετριοπαθούς εργατικού κινήματος πηγαίνουν προς τα δεξιά, πράγμα που δε σημαίνει ότι το σχέδιο αυτό της αστικής τάξης θα επιτύχει αυτομάτως. Αυτό εξαρτάται από το σημερινό συσχετισμό των δυνάμεων κι όχι από εκείνους τους συσχετισμούς δυνάμεων που θα ήθελε η αστική τάξη να δημιουργήσει μέσα σε πέντε ή δέκα χρόνια. Σήμερα οι συσχετισμοί αυτοί είναι τέτοιοι που βάζουν ακόμα, στις περισσότερες χώρες, ισχυρά εμπόδια στο δρόμο της πραγματοποίησης του αστικού σχεδίου. Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, στην Ιταλία, στη Μεγάλη Βρετανία, στις σκανδιναβικές χώρες, στις χώρες της Μπενελούξ, η εργατική τάξη διατηρεί μια ικανότητα αντίδρασης τέτοια ώστε, μόλις οι προκλήσεις ξεπεράσουν ένα ορισμένο όριο, διαπιστώνεται ότι η αστική τάξη αναγκάζεται να υποχωρήσει, να ελιχθεί, να κατευνάσει τις διαμαρτυρίες. Δεν μπορεί να επιβάλλει όλες τις λύσεις της, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, με γραμμικό τρόπο.
Πρέπει πάντως να έχουμε συνείδηση του κινδύνου και των επιπτώσεων της πολιτικής της. Όλα τα σχέδια της αστικής τάξης τείνουν να αυξήσουν και να θεσμοθετήσουν τους διαχωρισμούς και τις διασπάσεις μέσα στην εργατική τάξη, διαχωρισμούς ανάμεσα σε αυτόχθονες και σε ξένους, ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες, ανάμεσα σε νέους και ηλικιωμένους, ανάμεσα σε ειδικευμένους και ανειδίκευτους, ανάμεσα σε τομείς δραστηριότητας που υποχωρούν και σε τομείς αιχμής, ανάμεσα σε δημόσιο και σε ιδιωτικό τομέα, ανάμεσα σε εργαζόμενους διαφορετικών χωρών. Η τελευταία περίπτωση γίνεται με την προσπάθεια να υποκατασταθεί η διεθνής αλληλεγγύη από την αποδοχή της μείωσης των μισθών για χάρη της διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με την πρόφαση της «προστασίας της απασχόλησης», πράγμα που οδηγεί σε μειώσεις των πραγματικών μισθών σε όλες τις χώρες. Σε όλα τα επίπεδα, η πολιτική της αστικής τάξης στοχεύει στο να προκαλέσει, να διευρύνει, να θεσμοθετήσει αυτούς τους διαχωρισμούς, να προτείνει διαφορετικά μέτρα ανάλογα με την περίπτωση, για να παγιωθούν αυτοί οι διαχωρισμοί και να αυξηθεί το βάρος τους στις σχέσεις ανάμεσα σε Κεφάλαιο και Εργασία στο σύνολο τους. Ορισμένες επιτυχίες έχουν ήδη επιτευχθεί, θα ήταν λάθος να το αρνηθούμε. Παρά τις πολύ θετικές αντιδράσεις των νέων ενάντια στο ρατσισμό, σε σχέση με την ενηλικιωμένη εργατική τάξη, οι επιπτώσεις της ξενοφοβίας και του ρατσισμού είναι πραγματικές σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης. Μπορούμε να συζητήσουμε για την έκταση του φαινομένου, αλλά υπάρχουν σήμερα εκλογικά αποτελέσματα που το επιβεβαιώνουν, όπως του Εθνικού Μετώπου του Λε Πεν στη Γαλλία ή των δυνάμεων της άκρας δεξιάς στη Γενεύη, στη Λοζάννη ή στις Βρυξέλλες. Πρόκειται για στοιχεία που δεν πρέπει να υποτιμηθούν και τα οποία δεν αφορούν μόνο τη μικροαστική τάξη. Είναι η συνέπεια όχι μόνο της κρίσης, αλλά της κρίσης σε συνδυασμό με όλους τους πολιτικούς παράγοντες που αναφέραμε προηγουμένως.
Ένα από τα μεγάλα προβλήματα από αυτή την άποψη είναι η οργάνωση των ανέργων. Όταν συγκρίνουμε τη σημερινή στάση του εργατικού κινήματος με τη στάση του κομμουνιστικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το οποίο έκανε μια τεράστια δραστηριότητα στους άνεργους με σημαντική επιτυχία στην οργάνωση τους, η οπισθοδρόμηση είναι προφανής. Στη Μεγάλη Βρετανία το φαινόμενο είναι εντυπωσιακό. Εάν μελετήσουμε προσεκτικά την άνοδο αυτού που οι αστοί ονομάζουν «βία των συνοικιών», εάν μελετήσουμε αυτά που συμβαίνουν με τους νέους άνεργους στις εξαθλιωμένες βιομηχανικές συνοικίες, το λιγότερο που μπορούμε να πούμε είναι ότι πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί στην εκτίμηση του φαινομένου. Η ριζοσπαστικοποίηση των νεαρών μαύρων είναι θετικό φαινόμενο, αλλά η «ριζοσπαστικοποίηση», εάν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τον όρο αυτό, των νεαρών χούλιγκανς του ποδοσφαίρου, είναι τελείως άλλο πράγμα. Εάν ακούσουμε τις εξηγήσεις που οι τελευταίοι δίνουν για τον εαυτό τους στο ραδιόφωνο και την τηλεόραση, αυτές θυμίζουν περισσότερο μια φασιστική νοοτροπία παρά οτιδήποτε άλλο: προβολή του ανδρισμού, της αναγκαιότητας της φυσικής σύγκρουσης, εξύμνηση της βίας για τη βία. Είναι θέματα που αναπτύχθηκαν από τους φασίστες κατά τη δεκαετία του 1930. Πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί σε ό,τι συμβαίνει στους απογοητευμένους νέους που δεν έχουν ποτέ δουλέψει, που είναι άνεργοι εδώ και 4 ή 5 χρόνια, που δεν έχουν καμιά προοπτική, στους οποίους το εργατικό κίνημα δεν προσφέρει καμιά προοπτική και στους οποίους οι επαναστατικές οργανώσεις προσφέρουν απλώς μερικές λύσεις στα όρια των ακόμα πολύ περιορισμένων διαστάσεων τους.
ΟΙ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΩΝ
Απέναντι σε αυτή την κατάσταση υπάρχουν χοντρικά για την ώρα τρεις τύποι αντίδρασης από το σύνολο της εργατικής τάξης στην καπιταλιστική Ευρώπη. Υπάρχει μια σχετικά απαθής μειοψηφία, υπάρχει μια ριζοσπαστικοποιημένη μειοψηφία και υπάρχει και μια πλειοψηφία που είναι διαθέσιμη για συγκεκριμένες αντιδράσεις αλλά και δύσκολα κινητοποιήσιμη για συνολικούς στόχους. Αυτό προφανώς είναι πολύ σχηματικό, αλλά φαίνεται ότι αντιστοιχεί στην κατάσταση των περισσότερων σχετικών χωρών. Η χαλάρωση του ελέγχου των γραφειοκρατικών μηχανισμών πάνω στην εργατική τάξη δε συνεπάγεται αναγκαστικά ένα φαινόμενο οπισθοχώρησης. Αυτή είναι ίσως η περίπτωση της Γαλλίας και της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά σίγουρα δεν είναι η περίπτωση της Ισπανίας και της Δανίας.
Ας πάρουμε το παράδειγμα των απειλών για καταστολή και για απολύσεις που βαραίνουν, σε μια περίοδο κρίσης, πάνω στους πιο μαχητικούς αγωνιστές. Στο παρελθόν, κατά τη δεκαετία του 1930 και ακόμα και στις αρχές της δεκαετίας του 1950, αυτοί δεν είχαν πραχτικά καμιά άμυνα. Σήμερα, για τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, θα ήταν περιπέτεια να ριχτεί σε ανοιχτή υποστήριξη των απολύσεων συνδικαλιστών εκπροσώπων από την εργοδοσία. Είναι αναγκασμένοι να ελίσσονται, καθώς οι συσχετισμοί των δυνάμεων έχουν αλλάξει. Δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ακριβώς η ίδια κατάσταση με τη δεκαετία του 1930.
Η ανασύνθεση του εργατικού κινήματος, η χαλάρωση του ελέγχου των γραφειοκρατιών στο σύνολο της οργανωμένης εργατικής τάξης είναι ένα πάρα πολύ σύνθετο φαινόμενο. Βέβαια, για όσο καιρό συμπίπτει με μια αμυντική υποχώρηση των εργατικών αγώνων, αυτή η χαλάρωση του ελέγχου των γραφειοκρατικών ηγεσιών δεν έχει προφανώς το ίδιο βάρος και την ίδια δυναμική με το όταν συμπίπτει με μια άνοδο των αγώνων. Βρισκόμαστε λοιπόν σε αυτή τη δύσκολη, ενδιάμεση φάση. Για να εκτιμήσουμε τη δυναμική αυτή χώρα με χώρα, σε σχέση με την πραγματικότητα και τη συμπεριφορά της εργατικής τάξης, αυτό απαιτεί ένα ρίζωμα των οργανώσεων μας και μια σημαντική γνώση του τι γίνεται μέσα στην εργατική τάξη. Δεν μπορούμε να αρκεστούμε από αυτή την άποψη σε γενικότητες, σε αφαιρέσεις και κυρίως σε αυθαίρετες υποθέσεις.
Τα μόνα συνολικά στοιχεία που διαθέτουμε για την ώρα είναι τα στοιχεία για τα μεγάλα κινήματα αντίδρασης της εργατικής τάξης. Από αυτή την άποψη, ο απολογισμός διαφέρει ανάλογα με τις χώρες. Στη μεγάλη ιταλική κινητοποίηση για την υπεράσπιση της κινητής κλίμακας, που ξεκινώντας από την αυτο-καλεσμένη συνέλευση των εργοστασιακών αντιπροσώπων κατέληξε στη διαδήλωση στη Ρώμη σχεδόν ενός εκατομμυρίου εργαζομένων, υπήρξε χαλάρωση του ελέγχου των γραφειοκρατικών μηχανισμών, η οποία ακολουθήθηκε από μια μερική αποκατάσταση του ελέγχου αυτής της κινητοποίησης. Στη γενική απεργία των δημοσίων υπηρεσιών στο Βέλγιο, καθώς και στη γενική απεργία της Δανίας, η χαλάρωση του ελέγχου αυτού ήταν ορατή, καθώς και η στενή εξάρτηση του κινήματος από τη συνδικαλιστική πρωτοβουλία. Στην Ισπανία, η γενική απεργία επίσης χαρακτηρίστηκε από μια πραγματική μείωση του ελέγχου των συνδικαλιστικών γραφειοκρατιών. Αντίθετα, στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, το μεγάλο κίνημα των μεταλλουργών, στην αρχή για τις 35 ώρες και κατόπιν για την υπεράσπιση του δικαιώματος της απεργίας, παραμένει κάτω από στενό συνδικαλιστικό έλεγχο. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μακρόχρονη απεργία των ανθρακωρύχων στη Μεγάλη Βρετανία καθώς και με τις διάφορες κινητοποιήσεις εργατικής αντίδρασης στην Πορτογαλία.
Τα κινήματα αυτά, που συνέβησαν κατά τους 18 τελευταίους μήνες, επιβεβαιώνουν εξάλλου τον, πάντως προσεχτικό, ορισμό που έχουμε δώσει για την αντίδραση του συνόλου των εργαζομένων. Δύσκολα μπορούμε να χαρακτηρίσουμε τους αγώνες αυτούς σαν αντιδράσεις ριζοσπαστικοποιημένων μειοψηφιών. Επιβεβαιώνουν ότι σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης, αν όχι η πλειοψηφία της, παραμένουν διαθέσιμα για μαχητικές αντιδράσεις, αλλά κάθε φορά με συγκεκριμένους τρόπους και σε ιδιαίτερες συγκυρίες. Η Γαλλία αποτελεί από αυτή την άποψη την εξαίρεση κι όχι τον κανόνα. Πρέπει να παρακολουθήσουμε με ιδιαίτερη προσοχή την εξέλιξη στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, της οποίας η εργατική τάξη βρίσκεται σε κατάσταση ανοδικής ικανότητας αντίδρασης σε σχέση με τις άλλες μεγάλες χώρες της Ευρώπης.
Εδώ και πολλά χρόνια, στις διάφορες χώρες της καπιταλιστικής Ευρώπης, έχουν ενεργοποιηθεί τάσεις για ανασύνθεση του οργανωμένου εργατικού κινήματος και του βάρους των διάφορων πολιτικών ρευμάτων στο εσωτερικό του. Ας θυμίσουμε μερικά από τα πιο χτυπητά φαινόμενα. Θεαματική οπισθοχώρηση της εκλογικής επιρροής του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΡCF), παρόλο που η υποχώρηση του κόμματος αυτού στο εσωτερικό του προλεταριάτου στις επιχειρήσεις είναι λιγότερο έντονη. Εξίσου θεαματική οπισθοχώρηση του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΡCΕ). Κατάρρευση μερικών μικρών κομμουνιστικών κομμάτων (στη Μεγάλη Βρετανία, το Βέλγιο και την Ολλανδία). Θεαματική άνοδος αριστερών και κεντριστικών ρεφορμιστικών οργανώσεων στη Δανία. Άνοδος της εργατικής αριστεράς στη Μεγάλη Βρετανία. Άνοδος των Πράσινων στην Ομοσπονδιακή Γερμανία.
Βρισκόμαστε ακόμα στις αρχές αυτής της ανασύνθεσης και το συνολικό της διάγραμμα παραμένει αρκετά θολό. Θα ήταν πάντως τουλάχιστον πρόωρο να εξαχθούν γενικά συμπεράσματα σε σχέση με μια καθολική παρακμή των ΚΚ, μια καθολική άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας, μια γενικευμένη έκφραση της νέας εργατικής ριζοσπαστικοποίησης μέσα από τη σοσιαλδημοκρατία ή για ένα γενικό γλίστρημα του εργατικού κινήματος προς τα δεξιά. Για να πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, το φαινόμενο των Πράσινων διαφέρει έντονα από χώρα σε χώρα. Στο Βέλγιο μάλιστα διαφέρει αισθητά από τη Φλάνδρα στη Βαλλονία. Δεν μπορούμε λοιπόν απέναντι σε αυτό το πολιτικό φαινόμενο να τα βολέψουμε με μια αφηρημένη φόρμουλα που θα χαρακτήριζε τους Πράσινους σαν ένα «μικροαστικό ρεύμα» ή διατεινόμενοι ότι «δεν αποτελούν τμήμα του οργανωμένου εργατικού κινήματος». Στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, για παράδειγμα, είναι αδύνατο να εξηγήσει κανείς αυτό που συνέβη υποστηρίζοντας ότι η άνοδος των Πράσινων εκφράζει μια πολιτική εξέλιξη προς τα δεξιά. Αντίθετα. Όχι μόνο στα μάτια των πλατιών μαζών, αλλά επίσης και αντικειμενικά, η εκλογική και κοινοβουλευτική ανάπτυξη των Πράσινων εξάσκησε μια πίεση προς τα αριστερά στην πολιτική ζωή, στη σοσιαλδημοκρατία και εν μέρει ακόμα και στα συνδικάτα. Φαίνεται να αποτελεί την έκφραση ή, αν προτιμάμε, την εκλογική ιδιοποίηση των στοιχείων ριζοσπαστικοποίησης της περασμένης δεκαετίας, ιδιοποίηση που ξέφυγε από τη σοσιαλδημοκρατία ακριβώς σαν συνέπεια της πολιτικής της συνεργασίας των τάξεων και της ντροπιαστικής συνθηκολόγησης μπρος στην αστική τάξη στα ζητήματα του αντιπολεμικού αγώνα, της οικολογικής προσέγγισης, των φεμινιστικών διεκδικήσεων κλπ.
Μπορεί κανείς να λυπηθεί που αυτά τα «νέα κοινωνικά κινήματα» αναπτύχθηκαν έξω από το οργανωμένο εργατικό κίνημα, ή και συχνά, χωρίς καν ενιαίο μέτωπο με αυτό, αλλά η ευθύνη πέφτει στις παραδοσιακές ηγεσίες του εργατικού κινήματος, που στάθηκαν ανίκανες να αναλάβουν διεκδικήσεις τελείως θεμιτές και προοδευτικές και αισθητές εξάλλου σαν τέτοιες από αυξανόμενες μερίδες της ίδιας της εργατικής τάξης, όπως το επιβεβαιώνει το κίνημα για την ειρήνη και το κίνημα ενάντια στο NATO στην Ισπανία, στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ιταλία, στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, καθώς και ο αντίκτυπος του οικολογικού ζητήματος στην Ομοσπονδιακή Γερμανία, στην Αυστρία ή στην Ελβετία.
Αυτό δε σημαίνει ότι διατυπώνουμε μια αισιόδοξη πρόγνωση για τη δυναμική των Πράσινων. Το πιο πιθανό ενδεχόμενο, για την Ομοσπονδιακή Γερμανία, είναι η εξέλιξη τους προς μια ρεφορμιστική κατεύθυνση, η μετατροπή τους σε μια κλασική σοσιαλδημοκρατική τάση, ακόμα και με τη μορφή μιας κυβερνητικής συνεργασίας. Σε άλλες χώρες, μπορεί να εκδηλωθούν πιο δεξιές τάσεις, όπως είναι η περίπτωση στην Αυστρία. Αλλά αυτή η μετατροπή θα προκαλέσει αντιδράσεις και διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό αυτών των ρευμάτων, στις οποίες οι επαναστάτες πρέπει να είναι ευαίσθητοι.
Σε σχέση με τις αντιπολεμικές, αντιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις, οι διαμαρτυρίες των νέων, όλα αυτά τα αυτόνομα κινήματα είναι το αποτέλεσμα ενός διπλού αποσυγχρονισμού. Από τη μια μεριά, ενός αντικειμενικού αποσυγχρονισμού, που είναι το αποτέλεσμα του γεγονότος ότι διαφορετικά κοινωνικά στρώματα χτυπιούνται με διαφορετικό τρόπο από την κρίση της αστικής κοινωνίας. Από την άλλη μεριά, ενός υποκειμενικού αποσυγχρονισμού των αντιδράσεων ανάμεσα στο οργανωμένο εργατικό κίνημα και σε διάφορα άλλα στρώματα της κοινωνίας. Οι εργατικές οργανώσεις είχαν καθυστέρηση σε σχέση με αυτά τα ζητήματα. Ήταν αναπόφευκτο άλλοι να τα αναλάβουν. Αυτό που συνέβη με τη ριζοσπαστικοποίηση της νεολαίας θα έπρεπε να είχε ετοιμάσει το εργατικό κίνημα να καταλάβει αυτό που συνέβη και στους άλλους τομείς.
Τώρα το ζήτημα που τίθεται είναι να ανασυγκροτηθεί η μαχητική ενότητα ενάντια στην αστική κοινωνία, ανάμεσα στο σύνολο από αυτές τις συνιστώσες της δυνητικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού που βρίσκεται σε κρίση. Είναι εύκολο να γίνει μια τέτοια επανενοποίηση στο χαρτί, αλλά στην πραχτική οι συσχετισμοί των δυνάμεων είναι αποφασιστικοί, τα επαναστατικά ρεύματα ακόμα αδύναμα και οι γραφειοκρατικοί μηχανισμοί ακόμα πολύ ισχυροί. Σε αυτές τις συνθήκες, η επανενοποίηση στην πράξη θα είναι μακρόχρονη και δύσκολη. Επιπλέον απαιτεί να ξαναγίνει το σοσιαλιστικό σχέδιο, το σοσιαλιστικό πρόγραμμα, πειστικό στα μάτια των πλατιών μαζών. Οι μαρξιστές επαναστάτες πρέπει να δώσουν συστηματικά τη μάχη γι’ αυτό. Είναι ένα από τα κύρια καθήκοντα τους, μολονότι πρέπει να ξέρουν ότι δε θα μπορέσουν από μόνοι τους να τροποποιήσουν τους σημερινούς συσχετισμούς των δυνάμεων. Επομένως, σε αυτές τις σχετικά μη ευνοϊκές συνθήκες, αυτή η επανενοποίηση των δυνάμεων στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό δε θα γνωρίσει γρήγορη κατάληξη. Θα μπορέσει να πραγματοποιηθεί σαν τάση, κυρίως όταν θα υπάρξει μια ανάκαμψη των συνολικών μαζικών αγώνων.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο μεγάλος κίνδυνος είναι όλα αυτά τα κοινωνικά κινήματα να πάρουν μια ρεφορμιστική στροφή. Αλλά αυτός δεν μπορεί να είναι λόγος για να αποκοπούμε από το ενιαίο μέτωπο ή για να απομακρυνθούμε από αυτά τα κινήματα, αντίθετα. Ο ρεφορμιστικός πειρασμός των «νέων κοινωνικών κινημάτων» δίνει στους μαρξιστές επαναστάτες μια ευκαιρία να ενισχυθούν. Οι νέοι κυρίως που έχουν στρατευτεί σε αυτά τα κινήματα δεν είναι αυθόρμητα ρεφορμιστές. Συχνά είναι εξεγερμένοι και απωθούνται από τον ρεφορμισμό. Εάν οι ηγεσίες των μεγάλων αυτών κινημάτων γλιστρήσουν προς τη ρεφορμιστική κατηφόρα, υπάρχει ένας πολιτικός χώρος που ανοίγεται για τους επαναστάτες μαρξιστές. Αυτό δεν εμπεριέχει καμιά αντίφαση, εάν κρατήσουμε την αίσθηση των αναλογιών. Ένα μαζικό κίνημα 100.000 ατόμων μπορεί να εξελιχτεί προς τα δεξιά και την ίδια στιγμή εμείς να κερδίσουμε 500 ή 1.000 άτομα στο επαναστατικό σχέδιο και στις οργανώσεις μας, κυρίως στις νεολαιίστικες οργανώσεις μας. Οι επαναστάτες μαρξιστές πρέπει εξάλλου να εξοπλιστούν με ένα συγκεκριμένο και ακριβολόγο πρόγραμμα για το διάλογο με αυτά τα κινήματα, πρόγραμμα που το έχουμε ήδη σε σχέση με τον αντιπολεμικό, φεμινιστικό, νεολαιίστικο αγώνα και που το τελευταίο παγκόσμιο συνέδριο της 4ης Διεθνούς, μας ανέθεσε το καθήκον να το διατυπώσουμε σε σχέση με την οικολογία.
ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Πιο σημαντικά από αυτά τα φαινόμενα των «νέων κοινωνικών κινημάτων» και από το πολιτικό τους βάρος πάνω στην εργατική τάξη είναι τα φαινόμενα ανασύνθεσης στο ίδιο το εσωτερικό του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε δυο σταθερές της ανάλυσης μας.
Από τη μια μεριά είναι αδύνατο, σε όλες τις χώρες όπου οι παραδοσιακές οργανώσεις παραμένουν πολιτικά ηγεμονικές μέσα στην εργατική τάξη, να παρατηρηθούν φαινόμενα μαζικής ριζοσπαστικοποίησης χωρίς να επεκταθούν έως και μέσα σε αυτές τις ίδιες τις παραδοσιακές οργανώσεις. Από την άλλη πλευρά, προβλέψεις ή και υποθέσεις για το τι μπορεί να συμβεί αύριο ή μεθαύριο μέσα σε αυτές τις παραδοσιακές οργανώσεις δεν πρέπει να μας εμποδίσουν από το να επωφεληθούμε από τις ευκαιρίες να ενισχυθούμε σήμερα κερδίζοντας αναμφισβήτητα πιο περιορισμένες δυνάμεις που ριζοσπαστικοποιούνται έξω ή και σε ρήξη με αυτές τις οργανώσεις.
Όχι μόνο δεν υπάρχει καμιά αντίφαση ανάμεσα σε αυτές τις δυο αναλύσεις, αλλά από την άποψη της οικοδόμησης του επαναστατικού κόμματος, η δεύτερη επηρεάζει ως ένα μεγάλο βαθμό την πρώτη. Γιατί, αν εξαιρέσουμε τη Μεγάλη Βρετανία, το τελικό αποτέλεσμα αυτής της μελλοντικής ριζοσπαστικοποίησης μέσα στα παραδοσιακά κόμματα εξαρτάται ως ένα μεγάλο βαθμό από τους οργανωτικούς, αριθμητικούς συσχετισμούς των δυνάμεων ανάμεσα στους επαναστάτες μαρξιστές και στις άλλες πολιτικές τάσεις. Όσο περισσότερο ενισχυόμαστε σήμερα, οργανωτικά και σε αυτόνομη πολιτική επιρροή, τόσο καλύτερες θα είναι οι πιθανότητες να αποφευχθεί μια μελλοντική μαζική ριζοσπαστικοποίηση, μέσα από τα κομμουνιστικά και σοσιαλιστικά κόμματα, να ξεφύγει για μια ακόμα φορά προς τον αριστερό ρεφορμισμό ή τον κεντρισμό.
Το κύριο, αποφασιστικό βάρος της συνδικαλιστικής δουλειάς σε μια σειρά από χώρες γίνεται έτσι ακόμα πιο προφανές. Η ικανότητα των επαναστατών μαρξιστών να αποδείξουν στην πράξη τη χρησιμότητα των οργανώσεων τους μέσα σε αμυντικούς αγώνες που διεξάγονται σήμερα τους προσφέρει τη δυνατότητα να κερδίσουν μαχητικούς εργάτες αγωνιστές μέσα στα συνδικάτα και τις επιχειρήσεις. Στο επίπεδο του συνδικαλιστικού κινήματος στο σύνολο του, αυτό μοιάζει να ξεπερνάει τις δυνάμεις μας, αλλά σε ορισμένους τομείς και σε ορισμένες επιχειρήσεις, είναι τελείως δυνατό. Επίσης συνδέεται με την ικανότητα μας να παλεύουμε με συστηματικό τρόπο για μια μακρόχρονη πολιτική γραμμή με άξονα ένα συνολικό πρόγραμμα ενάντια στην κρίση. Πρόκειται για μια πάλη ουσιαστικά προπαγανδιστική, που βραχυπρόθεσμα δε θα οδηγηθεί σε μαζικές κινητοποιήσεις. Οι επαναστάτες μαρξιστές δε βρίσκονται στο σημείο να μπορούν να οργανώσουν τη γενική απεργία για τις 35 ή τις 32 ώρες. Αλλά η προπαγανδιστική μάχη είναι πολύ σημαντική. Δεν είναι μόνο το να ξαναδοθεί εμπιστοσύνη στην εργατική τάξη. Είναι επίσης και το να ξαναδοθεί εμπιστοσύνη στην πρωτοπορία. Η ίδια η μαχητική πρωτοπορία δεν έχει μεγάλη πίστη στο σοσιαλιστικό στοιχείο, κι αυτό είναι το λιγότερο που μπορούμε να πούμε. Έχει αποκαμωθεί κι έχει χάσει έδαφος. Η μάχη αυτή είναι λοιπόν μια σημαντική μάχη προπαγάνδας γύρω από ένα πρόγραμμα, γύρω από τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να καταπολεμηθεί η κρίση, γύρω από τον τρόπο με τον οποίο μπορούμε να επιτύχουμε την υποχώρηση της οικονομίας της αγοράς, με τον οποίο θα μπορέσει να χτυπηθεί η ανεργία, με την προϋπόθεση ότι έχουμε την πολιτική θέληση να το κάνουμε. Πρέπει λοιπόν να επιστεγαστεί το πρόγραμμα αυτό συνολικής αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης με έναν πολιτικό στόχο που μπορεί να διατυπωθεί με ακρίβεια σε πολλές χώρες. Ο κεντρικός αυτός πολιτικός στόχος δεν πρέπει να μπει σε παρένθεση αν δε θέλουμε να πέσουμε στον καθαρό συνδικαλισμό, τον οικονομισμό, και να χάσουμε σε πειστικότητα τόσο στο επίπεδο της πρωτοπορίας όσο και στο επίπεδο των μαζών. Κανένας δεν πιστεύει πραγματικά ότι μπορούμε να αντιταχθούμε στην ανεργία και στην οικονομική κρίση τομέα με τομέα, εργοστάσιο με εργοστάσιο, κλάδο με κλάδο. Η ύπαρξη λοιπόν μιας πολιτικής λύσης, ακόμα κι αν δεν είναι βραχυπρόθεσμα «ρεαλιστική», παραμένει περισσότερο από ποτέ η προϋπόθεση για την πειστικότητα ενός συνολικού προγράμματος ενάντια στην κρίση.
Μπορούμε και πρέπει να συζητήσουμε για τα χρονικά περιθώρια, τους ρυθμούς, τις δυνατότητες ενδιάμεσων μαχών ανάμεσα στους συγκεκριμένους άμεσους αμυντικούς αγώνες και στους μεγάλους στόχους, κάτω από το φως των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συσχετισμών των δυνάμεων σε κάθε χώρα, που διαφέρουν πολύ. Από αυτή την άποψη δε θα προτείνουμε μια οποιαδήποτε ανάλυση για ολόκληρη την καπιταλιστική Ευρώπη. Δε θα καταλήξουμε σε ένα πολιτικό σύνθημα που να είναι κοινό για το σύνολο των καπιταλιστικών χωρών της Ευρώπης, σε μια φόρμουλα ή σε ένα μοντέλο για την ανασύνθεση του εργατικού κινήματος που να είναι το ίδιο για όλη την Ευρώπη. Κάτι τέτοιο θα ήταν βαθιά λαθεμένο, γιατί η πραγματική διάρθρωση του οργανωμένου εργατικού κινήματος είναι τόσο διαφορετική στα διάφορα μέρη της Ευρώπης που δεν επιτρέπεται ένα τέτοιο κοινό υπόδειγμα.
Κάθε ένα όμως από τα ευρωπαϊκά τμήματα της 4ης Διεθνούς θα πρέπει να εντάξει τα συμπεράσματα από μια τέτοια ανάλυση στο πρόγραμμα δράσης του. Και κάθε ένα τους, θα πρέπει να συνειδητοποιήσει το γεγονός ότι η διεθνής διάσταση της πάλης των τάξεων αντικειμενικά ενισχύεται, ανεξάρτητα από τη συνείδηση που έχουν γι’ αυτό οι εργαζόμενοι, και δε μειώνεται από τις συνέπειες της κρίσης. Η αναγκαιότητα για ένα διεθνή συντονισμό της αντίστασης των εργαζόμενων απέναντι στη διεθνή επίθεση του Κεφαλαίου είναι πιο σημαντική από ποτέ. Αυξανόμενες μερίδες της εργατικής τάξης θα το συνειδητοποιήσουν προοδευτικά.