Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015

Ο Μαρξ, η τωρινή κρίση και το μέλλον της ανθρώπινης εργασίας

 Ερνέστ Μαντέλ 1985
Ι

Εδώ και μερικά χρόνια, η θέση σύμφωνα με την οποία η ανθρώπινη χειραφέτηση δεν μπορεί πλέον να στηριχτεί στο «προλεταριάτο», την τάξη των μισθωτών εργατών, υ­ποστηρίζεται ολοένα και περισσότερο με οικονομικά επιχειρή­ματα. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η μισθωτή εργασία θα χάσει γρήγορα τη θέση της σαν βασικός τομέας στον ενεργό πληθυσμό, εξαιτίας της αυτοματοποίησης, της ρομποτοποίησης, της μαζικής ανεργίας, της αύξησης των μικρών ανεξάρτητων οικο­νομικών εργασιών κλπ. (Gorz, Dahrendorf, Daniel Bell, Holsbawn1). Άλλοι λένε ότι δεν υπάρχει μέλλον για την ανθρω­πότητα (και συνεπώς για την ανθρώπινη χειραφέτηση), όσο η «κλασική» βιομηχανική τεχνολογία και κατά συνέπεια η «κλασι­κή» μισθωτή εργασία θα παραμένουν στο τωρινό επίπεδο τους: μια τέτοια κατάσταση θα οδηγήσει στην πλήρη καταστροφή της οικολογικής ισορροπίας (Illitch, Bahro, Gorz2).

Η παρούσα κρίση δε γίνεται αντιληπτή σαν τυπική κρίση υ­περπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης, αλλά σαν κρίση πολιτι­σμού, ακόμα και αν ορισμένοι από τους συγγραφείς αυτούς δέχονται επίσης ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας φυσικός βιο­μηχανικός κύκλος μέσα στο πλαίσιο της «νέας» κρίσης. Ορι­σμένοι την αντιλαμβάνονται επίσης σαν θεμελιώδη δομική αλλαγή της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, με μια θεμελιώδη μακροπρόθεσμη μεταβολή του βάρους, της συνοχής, και της δυναμικής της εργατικής τάξης, σαν «μια κρίση του βιομηχανι­κού συστήματος».

Αυτές οι υποθέσεις μπορούν να επιβεβαιωθούν πειραματικά; Αν δεν έχουν έτσι τα πράγματα, ποια είναι η σημασία και ποιες είναι εν δυνάμει οι μακροχρόνιες συνέπειες της αύξησης της δομικής ανεργίας, η οποία καθεαυτή, είναι φαινόμενο αναν­τίρρητο; Αν έχουν έτσι, ποια είναι η εξήγηση αυτής της υποτιθέ­μενης παρακμής της εργατικής τάξης, σαν αντικειμενικό φαινό­μενο; Ποιες είναι εν δυνάμει οι οικονομικές συνέπειες;




II

Εμπειρικά, η θεμελιώδης τάση, η οποία επιβεβαιώνεται παντοτινά, είναι η τάση αύξησης της εργατικής τάξης σε παγκόσμια κλίμακα και σε όλες τις ηπείρους και όχι η τάση απόλυτης ή σχετικής συρρίκνωσης της. Εάν εξετάσουμε τις στατιστικές της Δ.Ο.Ε. (Διεθνής Οργάνωση Εργασίας) αυτό είναι πασιφανές. Όταν μιλάμε για θεμελιώδη τάση, δε μιλάμε για μεταβολές τριών ή πέντε μηνών, αλλά για μέσους όρους πέντε ή δέκα χρόνων. Ήδη, από την αρχή της τωρινής οικονομικής ύφεσης - ας πούμε από το 1968 ή από το 1973 - η αύξηση της εργατικής τάξης παραμένει η κυ­ρίαρχη τάση.

Η επιβεβαίωση αυτής της τάσης συνεπάγεται μια σειρά από αξιωματικούς προσδιορισμούς:

α. Δεν πρέπει να υποβιβάζουμε την εργατική τάξη στη «χει­ρωνακτική εργασία μέσα στις μεγάλες επιχειρήσεις» (δες τη διευκρίνηση του Μαρξ που αφορά το «συλλογικό εργάτη» στο Κεφάλαιο, τόμος Ι και το αδημοσίευτο VI τμήμα).

β. Πρέπει να ορίζουμε τους προλετάριους σύμφωνα με την κλασική έννοια, σαν όλους αυτούς που βρίσκονται στην οικονο­μική ανάγκη να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη (ορισμός των Λένιν-Πλεχάνοφ), εξαιρώντας με τον τρόπο αυτό, μονάχα τους μάνατζερς και τους ανώτερους υπάλληλους οι οποίοι έ­χουν υψηλά εισοδήματα ή τέτοια εισοδήματα που τους επιτρέ­πουν να συσσωρεύουν ένα μικρό κεφάλαιο, οι τόκοι του οποίου τους επιτρέπουν να ζήσουν και οι οποίοι συνεπώς είναι μισθω­τοί από επιλογή και όχι από ανάγκη.

γ. Δεν πρέπει να περιορίζουμε το προλεταριάτο μονάχα στους παραγωγικούς εργάτες, αλλά να συμπεριλαμβάνουμε σ' αυτό, όλους τους μη παραγωγικούς μισθωτούς (οι οποίοι ικανο­ποιούν τη συνθήκη β) όπως είναι εξάλλου όλοι οι άνεργοι οι ο­ποίοι δε μετατρέπονται σε μικρούς εργολάβους, (βλέπε Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος Ι, Ρόζα Λούξεμπουργκ: Einfuhrung in die Nationalokonomie και το αξίωμα του βιομηχανικού «εφεδρι­κού στρατού»),

δ. Πρέπει να δίνουμε έναν αντικειμενικό και όχι έναν υπο­κειμενικό ορισμό της εργατικής τάξης (τάξη καθεαυτή), δηλαδή να αναγνωρίζουμε ότι η ύπαρξη της δεν εξαρτάται από κάποιο επίπεδο ταξικής συνείδησης. Αυτό συνεπάγεται, ανάμεσα στα άλλα, ότι οι μισθωτοί στη γεωργία (για παράδειγμα στην Ινδία) και σ' αυτό που ονομάζουμε τομέα των υπηρεσιών, είναι προλε­τάριοι στον ίδιο βαθμό με τους εργάτες των ορυχείων και της βιομηχανίας.

Από τη στιγμή που εφαρμόζουμε αυτά τα κριτήρια, οι στατιστι­κές επιβεβαιώνουν εντελώς καθαρά ότι ζούμε ακόμα μιαν ανά­πτυξη και όχι ένα μαρασμό του παγκόσμιου προλεταριάτου. Ο συνολικός αριθμός των μη αγροτικών μισθωτών στον κόσμο σήμερα, τοποθετείται κάπου ανάμεσα στα 700 και 800 εκατομ­μύρια, αριθμός ο οποίος ποτέ δεν είχε πλησιαστεί στο παρελ­θόν. Με τους μισθωτούς αγρότες, φθάνουμε στο ένα δισεκα­τομμύριο. Αυτό δείχνεται εξίσου κι από τα ακόλουθα δεδομένα.




Ετήσια ανάπτυξη των μη στρατιωτικών μισθωτικών εργασιών
(ετήσιος μέσος όρος 1973 - 1980)

Δυτ. Γερμανία
-0,2%
Αυστραλία
1,1%
Αυστρία
0,3%
Βέλγιο
0,0%
Δανία
0,8%
ΕΠΑ
2,2%
Γαλλία
0,2%
Ιταλία
1,1%
Ιαπωνία
0,8%
Νορβηγία
2,5%
Πορτογαλία
2,5%
Μ. Βρετανία
-0,1%


BIT, Η Εργασία στον Κόσμο Γενεύη, 1984

«Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, η α­πασχόληση4 στη βιομηχανία (και χωρίς αμφιβολία επίσης και στο χειρωνακτικό τομέα), προόδευσε περίπου κατά 4,8% από το 1960 μέχρι το 1980 στις αναπτυσσόμενες χώρες με χαμη­λούς πόρους, και με ένα ελαφρά χαμηλότερο ρυθμό, δηλαδή 4,1%, στις χώρες με μέσους πόρους (ανάμεσα στις αναπτυσσό­μενες χώρες)» (ο.π.π).



Παραμένει το πρόβλημα της σχετικής μείωσης της εργατικής τάξης που απασχολείται στις μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρή­σεις, δηλαδή το ζήτημα μιας σχετικής αποκέντρωσης της εργα­σίας η οποία συνοδεύει μια αυξημένη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Τέτοια, υπήρξε η περιθωριακή τάση από την αρχή της τωρινής κρίσης στις ιμπεριαλιστικές χώρες, αλλά όχι στις μισοβιομηχανοποιημένες σε παγκόσμια κλίμακα, όπου η συγ­κεντροποίηση της εργασίας συνεχίζει να αυξάνεται. Πρέπει επι­πλέον να προσδιορίσουμε εάν πρόκειται στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις για ένα συγκυριακό φαινόμενο, συνδεδεμένο με τη σχετική μείωση αυτού που αποκαλούμε παλιούς βιομηχανι­κούς τομείς, πριν να εμφανιστούν σε μεγάλη κλίμακα γιγαντι­αίες επιχειρήσεις στους «νέους» κλάδους ή πρόκειται για μια θε­μελιώδη μακροπρόθεσμη τάση. Πρέπει να περιμένουμε τη δε­καετία του 1990, πριν να μπορέσουμε να βγάλουμε οριστικά συμπεράσματα σ' αυτό το θέμα.



III

Οι μεσοπρόθεσμες ή βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις, της αυτοματοποίησης και της ρομποτοποίησης μεγάλης κλίμακας, πάνω στη συνολική απασχόληση (τον αριθ­μό των απασχολούμενων εργατών) υπήρξαν πρακτικά μηδενι­κές, ίσαμε τις αρχές της δεκαετίας του '70 (λαβαίνοντας υπόψη τις μεταβολές της κατανομής της απασχόλησης ανάμεσα στους διάφορους κλάδους, οι οποίες προφανώς είναι πολύ πραγματι­κές). Παραμένουν ασήμαντες ακόμα και σήμερα και το ίδιο θα συμβεί και στο προβλέψιμο μέλλον. Πρόσφατες μελέτες του ΟΟΣΑ προβλέπουν ότι ανάμεσα στη σημερινή εποχή και στη δεκαετία του '90, η ρομποτοποίηση θα καταργήσει ανάμεσα στο 4% και στο 8% όλων των θέσεων εργασίας που υπάρχουν σήμερα στις δυτικές χώρες (ανάμεσα σε 2% και 5% όλων των μισθωτών θέσεων σε παγκόσμια κλίμακα).3

Ο ΟΟΣΑ δε δείχνει πόσες νέες θέσεις εργασίας θα δημιουρ­γηθούν στους βιομηχανικούς κλάδους οι οποίοι παράγουν ρομπότ και αυτόματες μηχανές. Οι προβλέψεις σ' αυτόν τον τομέα διαφοροποιούνται αισθητά ανάμεσα στις «αισιόδοξες» και στις «απαισιόδοξες». Αλλά ακόμη και αν ακολουθήσουμε τις πιο «απαισιόδοξες», οι οποίες σκέφτονται ότι ο αριθμός των νέων θέσεων εργασίας που θα δημιουργηθούν θα είναι αισθητά μειωμένος, η ολική μείωση της απασχόλησης θα είναι μικρότε­ρη από 5% αν όχι 4%. Οι μισθωτοί θα αποτελούν συνεπώς α­κόμα τη συντριπτική πλειοψηφία του ενεργού πληθυσμού μέχρι το τέλος του αιώνα (ανάμεσα στα 80% και στο 90% αυτού του πληθυσμού στις δυτικές χώρες, στην Ιαπωνία, στην Ανατολική Γερμανία και στην ΕΣΣΔ). Δεν υπάρχει λοιπόν εμπειρική βάση για να μιλάμε για «μαρασμό του προλεταριάτου» με την αντικει­μενική έννοια του όρου.4

Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να υποτιμηθεί το βάρος μιας μακροχρόνιας μαζικής ανεργίας. Αυτή έχει δυο θεμελιακές αι­τίες στις καπιταλιστικές χώρες: Τη μείωση του ρυθμού ανάπτυ­ξης κατά το μακρόχρονο κύμα ύφεσης, μείωση του ποσοστού ανάπτυξης που πέφτει κάτω απ' το μέσο ποσοστό ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας (τρίτη τεχνολογική επανάστα­ση). και την αδυναμία για το σύστημα να απορροφήσει, σε αυ­τές τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, τη δημογραφική αύξηση (χωρίς άλλες αλλαγές).

Για να αναφέρουμε ξανά τη μελέτη Η Απασχόληση στον Κόσμο της Δ.Ο.Ε. - που έχουμε ήδη μνημονεύσει: «Αυστηρά τμηματικές μελέτες για τις επιπτώσεις των ρομπότ πάνω στην απασχόληση, δίνουν απαισιόδοξες αν και μεταβλητές προβλέψεις. Κατά την προετοιμασία του 8ου γαλλικού πλά­νου (1981-1985) εκτιμήσαμε ότι τα ρομπότ θα οδηγούσαν στην απώλεια 30.000 θέσεων εργασίας. Αλλά αυτός ο αριθμός αντι­προσωπεύει λιγότερο από το 1% του εργατικού δυναμικού της βιομηχανίας στα 1980. Τα προγνωστικά για την Ομοσπονδια­κή Γερμανία είναι πιο σκοτεινά. Εξυπονοώντας ότι η χρήση των ρομπότ θα είναι το 60% του ολικού δυναμικού το 1990 (2% μο­νάχα το 1980) θα χάνονταν 200.000 θέσεις απασχόλησης, δη­λαδή το 6% της βιομηχανικής απασχόλησης... Αυτή η εκτίμηση είναι τόσο υψηλή γιατί προϋποθέτει ένα γρήγορο ρυθμό διάδο­σης. Το πρόβλημα σε αυτές τις τμηματικές εργασίες, είναι ακρι­βώς, η εμβέλεια τους, όπως το έχουμε ήδη υπογραμμίσει. Πε­ριορισμένες σε ένα τομέα, δεν παίρνουν υπόψη τους τα επακό­λουθα τα οποία δεν είναι κατ' ανάγκη αρνητικά στο σύνολο της οικονομίας». 5

Ακόμα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τις ακριβείς επιπτώσεις της ρομποτοποίησης σε ειδικούς κλάδους της βιομηχανίας, οι οποίοι έπαιξαν ένα ρόλο-κλειδί στην οργάνωση και τη δύναμη της εργατικής τάξης και του εργατικού κινήματος, όπως στην αυ­τοκινητοβιομηχανία στις ΕΠΑ και στη Δυτική Ευρώπη. Εκεί οι προοπτικές είναι απειλητικές και πρέπει να τις καταλάβουμε πριν να είναι πολύ αργά (όπως έγινε δυστυχώς στην περίπτωση της σιδηρουργίας και της ναυπηγικής παλιότερα). Οι συνέπειες μιας μακροπρόθεσμης αύξησης της δομικής ανεργίας - για την οποία προβλέπεται ότι θα φτάσει σύντομα τον αριθμό των σα­ράντα εκατομμυρίων - είναι ένας κατακερματισμός και μια αυ­ξανόμενη εν δυνάμει διαίρεση της εργατικής τάξης και ο κίνδυ­νος μιας απογοήτευσης, που είναι ήδη ορατός σε ορισμένα τμήματα της προλεταριακής νεολαίας (τους νεαρούς μαύρους και τους Ισπανόφωνους νέους στις ΕΠΑ, για παράδειγμα, και σε ορισμένες περιοχές της Μεγάλης Βρετανίας6), οι οποίοι δεν έχουν δουλέψει ποτέ από τότε που άφησαν το σχολείο και οι οποίοι κινδυνεύουν να μη βρουν δουλειά και μέσα στα χρό­νια που έρχονται.

Ιάπωνες σοσιαλιστές7 προσπάθησαν να μελετήσουν τις επι­πτώσεις των νέων τεχνολογιών, ιδιαίτερα πάνω στην αυτοκινη­τοβιομηχανία. Και αυτοί επιμένουν εξίσου στις πολιτικές πτυχές των μεταβολών αυτών (απο-ειδίκευση, αύξηση εργατικών ατυ­χημάτων, ανάπτυξη νέων στρωμάτων εργαζομένων και νέων ει­δικοτήτων κλπ.). Καταλήγουν σε μια μείωση του αριθμού των χειρωνακτικών εργατών κατά 10% περίπου στο πιο ρομποτοποιημένο εργοστάσιο αυτοκινήτων της Ιαπωνίας, το εργοστάσιο Murayama της NISSAN, και τούτο ανάμεσα στο Σεπτέμβρη 1974 και τον Ιανουάριο 1982, η οποία ωστόσο συνοδεύεται από μια ελαφρά αύξηση του απασχολούμενου προσωπικού. Α­κόμα και τα συνδικάτα τα πιο συνδεδεμένα με τις επιχειρήσεις, αρχίζουν να ανησυχούν με αυτές τις εξελίξεις, έστω και αν «η ε­φόρου ζωής απασχόληση» παραμένει ο κανόνας στην Ιαπωνία (βλέπε Japan Economic Journal, 21 Φεβρουαρίου 1984).



IV

Η μόνη σοβαρή απάντηση στη δομική αύξηση της μαζι­κής ανεργίας κατά τη διάρκεια της σύγχρονης μακράς κάμψης, είναι μια ριζική μείωση - σε διεθνή κλίμακα - της εργάσιμης εβδομάδας, χωρίς μείωση του μισθού: η άμε­ση καθιέρωση των 35 ωρών, δηλαδή των 35 ωρών εβδομαδι­αία, σημαίνει την αναδιανομή του υπάρχοντος φόρτου εργα­σίας, στο σύνολο του προλεταριάτου, χωρίς απώλεια εισοδη­μάτων: μια ανεργία 12% μπορεί να εξαφανιστεί με την εβδομα­διαία μείωση της εργασίας κάθε εργάτη κατά 12% και υπο­χρεωτική πρόσθετη πρόσληψη προσωπικού. Συνεπάγεται την επανενοποίηση των εργατικών τάξεων που κατακερματίζονται από την ανεργία ή από το φόβο της ανεργίας. Αυτός πρέπει να είναι βραχυπρόθεσμα ο κεντρικός στρατηγικός στόχος του διε­θνούς εργατικού κινήματος στο σύνολο του, για να εμποδιστεί μια σοβαρή μεταβολή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία, εις βάρος της δεύτερης. Μεσοπρό­θεσμα, η προοπτική πρέπει να ‘ναι μια εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας, των 30 ωρών, αν όχι λιγότερο.

Όλες οι σκέψεις πάνω στην «ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας» και την «αποδοτικότητα της επιχείρησης» πρέπει να παραμερίσουν μπροστά σ' αυτή την επιτακτική κοινωνική προ­τεραιότητα. Μπορούμε εύκολα να αποδείξουμε ότι κάτω από μια συνολική και διεθνή άποψη - και όχι κάτω από την άποψη μιας επιχείρησης παρμένης ξεχωριστά - αυτή είναι και η πιο λογική οικονομική λύση. Αλλά η «λογική» του Κεφαλαίου είναι ακριβώς βασισμένη στη «λογική» της επιχείρησης παρμένης με­μονωμένα, δηλαδή σε μια «μερική» λογική, η οποία καταλήγει σε ένα συνολικό παραλογισμό ολοένα και πιο έντονο.

Ο ίδιος ο Μαρξ εκφράστηκε ολοκάθαρα πάνω στα δυο ζητή­ματα: τις ευεργετικές επιπτώσεις μιας ριζικής μείωσης της διάρ­κειας της εβδομαδιαίας εργασίας χωρίς μείωση των μισθών, και στην αναγκαιότητα μιας διεθνούς αλληλεγγύης των εργαζο­μένων, η οποία να μπαίνει στη θέση κάθε «εθνικής» αλληλεγ­γύης (ή τοπικής ή διαμερισματικής ή τμηματικής ή ακόμα ενός κλάδου) ανάμεσα σε εργάτες και καπιταλιστές.

Αναφορικά με το πρώτο θέμα, βρίσκουμε τα ακόλουθα σχό­λια στα Χειρόγραφα του 1861-1863, άγνωστα μέχρι πολύ πρόσφατα, τα οποία αποτελούν ένα συνδετικό κείμενο ανάμε­σα στα Crundrisse και το Κεφάλαιο: «Έτσι, ελεύθερος χρόνος δημιουργείται και για τους εργα­ζόμενους, και η ένταση μιας συγκεκριμένης εργασίας δεν κα­ταργεί από μόνη της τη δυνατότητα μιας δραστηριότητας προς μιαν άλλη κατεύθυνση (με ένα άλλο περιεχόμενο), η οποία μπορεί αντίθετα να φανεί σαν ανάπαυση (ανάκτηση δυνά­μεων) και να έχει αυτή την επίπτωση. Εξού και οι εξαιρετικά πλεονεκτικές επιπτώσεις που αυτή η διαδικασία (η μείωση της κανονικής ημέρας εργασίας) έχει - από στατιστική άποψη - στη φυσική, ηθική και διανοητική κατάσταση της εργατικής τάξης».8

Σε σχέση με το δεύτερο θέμα, αρκεί να θυμίσουμε το παρα­πάνω εδάφιο από την προσφώνηση στην ίδρυση της Διεθνούς Ένωσης των Εργατών, η οποία συντάχτηκε από τον Μαρξ: «Η ως τώρα εμπειρία έχει δείξει ως ποιο σημείο η περιφρόνη­ση απέναντι στις αδερφικές σχέσεις που θα έπρεπε να συν­δέουν τους εργαζόμενους των διαφόρων χωρών και που θα έ­πρεπε να τους ωθούν προς την αλληλοϋποστήριξη στους αγώ­νες τους για τη χειραφέτηση, επιφέρει πάντα σαν τιμωρία την κοινή αποτυχία των ασύνδετων προσπαθειών τους».

Σε μια από τις τριμηνιαίες αναφορές του για τη δραστηριότητα του γενικού συμβουλίου της Δ.Ε.Ε., ο Μαρξ γράφει: «Ακόμα και η εθνική οργάνωση αποτυγχάνει εύκολα εάν α­πουσιάζει μια οργάνωση πέραν των συνόρων, γιατί όλες οι χώ­ρες ανταγωνίζονται στην παγκόσμια αγορά και επομένως επη­ρεάζονται αμοιβαία. Μονάχα μία διεθνής ενότητα των εργατών μπορεί να τους εξασφαλίσει οριστικά τη νίκη» (Marx-Engels-Worke, Τόμος 16, σελ. 322).

Με έναν ακόμα πιο κατηγορηματικό τρόπο, ο Μαρξ ανακοι­νώνει στις «οδηγίες προς τους αντιπροσώπους του γενικού συμ­βουλίου στο συνέδριο του 1867, στη Γενεύη, της Δ.Ε.Ε.»: «Δη­λώνουμε ότι η μείωση της εργάσιμης ημέρας είναι η προϋπόθε­ση χωρίς την οποία όλες οι άλλες προσπάθειες για τη βελτίωση και τη χειραφέτηση είναι καταδικασμένες στην αποτυχία» (Marx-Engels-Worke, Τόμος 16, σελ. 192).



V

Ο αγώνας ανάμεσα στις δυνάμεις που σπρώχνουν προς την κατεύθυνση μιας μακροχρόνιας δομικής ανεργίας από τη μια μεριά, και αυτές που πηγαίνουν προς την κατεύθυνση μιας νέας ριζικής μείωσης της διάρκειας της εργα­σίας από την άλλη μεριά, είναι στενά δεμένος με τις δύο θεμε­λιώδεις κινητήριες δυνάμεις της αστικής κοινωνίας: την αναγ­καία τάση του κεφαλαίου να αυξάνει την παραγωγή σχετικής υ­περαξίας, δηλαδή την ανάπτυξη των «αντικειμενικών» παραγω­γικών δυνάμεων (αντικειμενοποιημένων, υλοποιημένων) των μηχανών, των μηχανικών συστημάτων, των ημιαυτοποιημένων συστημάτων, της αυτοματοποίησης σε μεγάλη κλίμακα, των ρομπότ από τη μια μεριά, και από την άλλη μεριά, την πίεση προς την αντίθετη κατεύθυνση που απορρέει από την πάλη των τάξεων ανάμεσα στο κεφάλαιο και στη μισθωτή εργασία. Μια από τις κύριες αναλυτικές επιτυχίες του Μαρξ, υπήρξε ακριβώς το ότι έδειξε τη διαλεκτική εσωτερική συσχέτιση (και όχι τη μη­χανιστική του τύπου Malthus-Ricardo-Lassalle) ανάμεσα στις δύο αντιφατικές τάσεις.

Η αύξηση της μηχανοποίησης έχει αντιφατικές επιπτώσεις στην εργασία. Μειώνει την ειδίκευση, καταργεί θέσεις εργα­σίας, επιδρά στους μισθούς μέσα απ' την αύξηση του εφεδρικού στρατού, επιπτώσεις οι οποίες μπορούν να αντισταθμιστούν από την αύξηση της συσσώρευσης του κεφαλαίου («οικονομική α­νάπτυξη»), τη διεθνή μετανάστευση της εργασίας κλπ. Αλλά, συγχρόνως, η επέκταση της αυτοματοποίησης τείνει να αυξήσει την ένταση της προσπάθειας στην εργασία (τόσο τη φυσική, όσο και τη νευρική ή τουλάχιστον τη μια από τις δύο) και συνε­πώς εξασκεί μιαν αντικειμενική πίεση προς την πλευρά της ελάττωσης της εργάσιμης ημέρας. Αυτή η δεύτερη όψη των πραγμάτων έχει πολλές φορές λησμονηθεί από τους αγωνιστές εργάτες, ακόμα και τους σοσιαλιστές και τους μαρξιστές. Είναι πολύ ισχυρά ανεπτυγμένη στον Μαρξ: «Ως ένα ορισμένο ση­μείο [η εργασία] οφείλει να χάνει σε ένταση αυτό που κερδίζει σε επέκταση. Αλλά η ίδια αναλογία εδραιώνεται εξίσου και προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το να αντικατασταθεί η ποσότη­τα από το βαθμό, δεν είναι θεωρητική υπόθεση. Όταν το φαι­νόμενο εμφανίζεται, υπάρχει ένας τρόπος πολύ πειραματικός να αποδείξουμε αυτή την αναλογία, όταν - για παράδειγμα - φαίνεται σαν φυσικά αδύνατο για τον εργάτη να προσφέρει για 12 ώρες, την ίδια [μάζα] εργασίας, που κάνει τώρα για 10 ή 10,5 ώρες. Εδώ, η αναγκαία ελάττωση της φυσικής ή της ο­λικής εργάσιμης ημέρας, απορρέει από μια πιο μεγάλη συμπύ­κνωση της εργασίας, η οποία εμπεριέχει μία πιο μεγάλη νευρι­κή ένταση, αλλά ταυτόχρονα και μια πιο μεγάλη φυσική προσ­πάθεια. Με την αύξηση των δύο παραγόντων - ταχύτητα και έ­κταση [μάζα] των μηχανών - φτάνουμε αναγκαστικά σε ένα σταυροδρόμι, όπου η ένταση και η επέκταση της εργασίας δεν μπορούν πια να αυξάνονται ταυτόχρονα, ή η αύξηση της μιας αποκλείει αναγκαστικά την αύξηση της άλλης». (Χειρόγραφα 1861-1863, Marx-Engels-Gesambausgabe MEGΑ II, σελ. 1906).

Αλλά το κεφάλαιο δεν πρόκειται να παραχωρήσει, αυθόρμητα και από καλή πίστη, τη μείωση της εργάσιμης ημέρας, παρόλο που είναι φυσικά και οικονομικά απα­ραίτητο. Δε θα την εγκρίνει πα­ρά μετά από ένα λυσσασμένο αγώνα ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία: «Μόνο η ξεδιάντροπη και χωρίς τύψεις α­πουσία μέτρου του κεφαλαίου, που προσπαθεί να ξεπεράσει τρελά τα φυσικά όρια της διάρκειας της εργασίας, ενώ γίνεται έμμεσα αποδεκτό το ότι η εργασία γίvεται πιo εντατική και πιο τεταμένη με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μόνο αυτή επιβάλλει ακόμα και στην κοινωνία που βασίζεται στην κα­πιταλιστική παραγωγή να περιορίσει με καταναγκασμό την κα­νονική ημέρα εργασίας σε προκαθορισμένα όρια (φυσικά, κύ­ρια κινητήρια δύναμη αυτού του περιορισμού είναι η εξέγερση της εργατικής τάξης)». (MEGA II, σελ. 1909). Αυτή η ανταρσία δεν μπορεί να στεφτεί με επιτυχία (προσωρινά) παρά μέσα σε συνθήκες ευνοϊκών συσχετισμών δυνάμεων. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούνται από την επέκτα­ση της απασχόλησης και τις μετατροπές της οργάνωσης της ερ­γασίας, στη φάση η οποία προηγείται της μακροπρόθεσμης ύ­φεσης και της διεύρυνσης της ανεργίας.

Και ακριβώς στο τέλος της δεκαετίας του ‘70 και μέσα της δεκαετίας του ‘80, το διεθνές προλεταριάτο (ιδιαίτερα στη Δυτική Ευρώπη) μπήκε στην αυξανόμενη αντιπαράθεση με το κεφάλαιο γύρω από την προβληματική «λιτότητα ή μείωση της διάρκειας της εργασίας χωρίς ελάττωση του άμεσου μισθού και των κοινωνικών παροχών» με μια αριθμητική, οργανωτική και αγωνιστική δύναμη αισθητά αυξημένη, η οποία είχε συσ­σωρευτεί κατά τη δεκαετία του πενήντα, του εξήντα και την αρχή της δεκαετίας του εβδομήντα, δηλαδή κατά τη διάρκεια της πε­ριόδου της μακρόχρονης μεταπολεμικής οικονομικής άνθησης. Για το λόγο αυτόν ακριβώς, η αντίσταση της εργατικής τάξης ενάντια στη λιτότητα θα αυξηθεί, θα επεκταθεί, θα γίνεται περιοδικά εκρηκτική και θα τείνει να γενικευτεί σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, η καπιταλιστική τά­ξη δε θα μπορέσει εύκολα να εφαρμόσει τη δική της ιστορική «λύση» στη σημερινή κρίση.

Ακριβώς επειδή η οργανική δύναμη της εργατικής τάξης (των μισθωτών) είναι τόσο πλατιά κατά την αρχή και την πρώτη φάση αυτής της ύφεσης, η κατάληξη αυτής της έντονης ταξικής επίθε­σης του κεφαλαίου ενάντια στην εργασία, κάθε άλλο παρά σί­γουρη είναι. Η πιθανότητα να υποστεί το προλεταριάτο μια συντριπτική ήττα σαν κι αυτή της Γερμανίας το 1933, της Ισπανίας το 1939 ή της Γαλλίας το 1940, σε μια οποιαδήποτε από τις καπιτα­λιστικές χώρες-κλειδιά είναι περιορισμένη, τουλάχιστον για το κοντινό μέλλον. Αυτό δε σημαίνει ότι μια σοσιαλιστική προλε­ταριακή λύση στην κρίση είναι βέβαιη ή ότι είναι ήδη ορατή στον ορίζοντα. Το κύριο εμπόδιο στην κρίση αυτή είναι υποκει­μενικό και όχι αντικειμενικό. Το επίπεδο συνείδησης της εργα­τικής τάξης και η ικανότητα της ηγεσίας της είναι ακόμα απόλυτα ακατάλληλα. Αλλά αυτό συνεπάγεται επίσης ότι τουλάχιστον η αντικειμενική πιθανότητα μιας εργατικής λύσης στην κρίση της ανθρωπότητας, συνεχίζει να υπάρχει, και τούτο για μια μεγάλη περίοδο. Τα υπόλοιπα εξαρτώνται από το ίδιο το εργατικό κίνη­μα, από τη συνείδηση που έχει αυτό για τη βαρύτητα και τους κινδύνους που συνεπάγεται η κρίση (τώρα πια αμφισβητείται η απλή επιβίωση της ανθρωπότητας) από την αδυναμία να λυθεί αυτή η κρίση μέσα στα πλαίσια της οικονομίας της γενικευμέ­νης αγοράς, δηλαδή του καπιταλισμού, από την αναγκαιότητα να αναπτυχθεί ένα πρόγραμμα δράσης αντικαπιταλιστικό που να έχει σαν αφετηρία τα πιστεύω και τις πραγματικές, υπαρκτές ανάγκες των εργατών με τις πραγματικές τους ανάγκες σε όλη τους την έκταση, από την αναγκαιότητα να ενοποιήσουν αυτή την αξιόλογη δύναμη σε «πολιορκητικό κριό» για να ταράξουν το οχυρό του καπιταλισμού, από την αναγκαιότητα να την οργα­νώσουν με σκοπό την ανατροπή του καπιταλισμού.



VI

Ας δεχτούμε προς στιγμή την υπόθεση ότι όλα όσα είπα­με μέχρι τώρα, θα διαψευστούν από την εμπειρία, μέσα στις δεκαετίες που έρχονται, ότι για οικονομικούς (ρομποτοποίηση) και συγχρόνως για πολιτικούς λόγους («οικολογι­κή» συνειδητοποίηση της κοινωνίας) τους οποίους υποτίθεται ότι «υποτιμήσαμε», η εργατική τάξη φθίνει με ουσιώδη τρόπο α­νάμεσα στο σήμερα και στο τέλος του 20ου αιώνα, ότι το προλε­ταριάτο έχει ήδη αρχίσει να μειώνεται σαν αντικειμενική δύνα­μη (τόσο αριθμητικά, όσο και στην εσωτερική του συνοχή) και ότι για τον ίδιο λόγο η αντικειμενική ικανότητα του να μετασχη­ματίσει την κοινωνία προς μία σοσιαλιστική κατεύθυνση θα φθίνει και αυτή, λιγότερο ή περισσότερο κανονικά. Σ' αυτή την περίπτωση, δεν μπορούμε ν' αρκεστούμε να πούμε «αντίο στο προλεταριάτο», πρέπει επίσης να πούμε «αντίο στο σοσιαλισμό» και σε κάθε ρεαλιστικό σχέδιο (βασισμένο σε υλιστικά επιχει­ρήματα) ανθρώπινης χειραφέτησης και «αντίο στην οικονομία της αγοράς» και στον ίδιο τον καπιταλισμό.

Μια από τις θεμελιώδεις θέσεις του Μαρξ, ενάντια στην οποία καμιά απόδειξη δεν μπορεί να φέρει κανείς, στη βάση των εμ­πειριών των τελευταίων εκατό χρόνων, είναι ότι μονάχα η εργα­τική τάξη αποκτάει από τη θέση της, μέσα στην καπιταλιστική πα­ραγωγή και μέσα στην αστική κοινωνία τις «θετικές ικανότητες», δηλαδή την ικανότητα της μαζικής (αυτό)-οργάνωσης, της αλληλεγγύης και της συνεργασίας σε παγκόσμια κλίμακα, που είναι οι προϋποθέσεις μιας σοσιαλιστικής λύσης στην κρίση της κοινωνίας. Αυτές οι ιδιότητες δεν δημιουργούν αυτόματα τον α­πελευθερωτικό επαναστατικό ρόλο του προλεταριάτου, οδη­γούν μόνο στην κοινωνική δυναμική αυτής της φύσης. Αλλά καμιά άλλη τάξη ή κανένα άλλο κοινωνικό στρώμα δεν έχει πα­ρόμοια εν δυνάμει δυνατότητα, ούτε οι χωρικοί του Τρίτου Κό­σμου, ούτε οι επαναστάτες διανοούμενοι και φυσικά όχι οι τε­χνοκράτες, οι υπάλληλοι ή τα εξαθλιωμένα και περιθωριοποιη­μένα στρώματα του προλεταριάτου ή του υπο-προλεταριάτου. Άλλες τάξεις ή άλλα κοινωνικά στρώματα έχουν βέβαια ένα τεράστιο επαναστατικό αντικαπιταλιστικό δυναμικό (αντιμπεριαλιστικό) «αρνητικό», για παράδειγμα η φτωχή αγροτιά των υ­ποανάπτυκτων χωρών. Αλλά η ιστορία έχει αποδείξει τώρα και πάντα ότι δεν έχουν το «θετικό» δυναμικό για τη συνειδητή σο­σιαλιστική οργάνωση.

Εξάλλου, αν μια μαζική ενσωμάτωση της «νεκρής» εργασίας (τα ρομπότ) στη «ζωντανή» εργασία οδηγεί σε ένα μαζικό από­λυτο μαρασμό της εργατικής τάξης, δεν απειλείται μονάχα το μέλλον του προλεταριάτου και του σοσιαλισμού, αλλά είναι η ί­δια η επιβίωση της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς που γίνεται ολοένα και πιο αδύνατη. Αυτό το δίλημμα συνοψίζεται, με απλοποιημένο τρόπο, στον κλασικό διάλογο ανάμεσα στο α­φεντικό και το συνδικαλιστή: «Τι θα γίνει η δύναμη του συνδι­κάτου σας, όταν όλοι οι εργάτες αντικατασταθούν από ρομπότ»; «Τι θα γίνουν τα κέρδη σας σ' αυτή την περίπτωση; Αυτά πραγματοποιούνται από την πώληση των προϊόντων μας και δυ­στυχώς για σας, τα ρομπότ δεν αγοράζουν τίποτα!»

Ο Μαρξ πρόβλεψε αυτή την εξέλιξη εδώ και περισσότερο από εκατόν εικοσιπέντε χρόνια, στα Crundrisse του (πράγμα που - ας ειπωθεί παρεκβατικά - επιβεβαιώνει αυτό που έχουμε γράψει πολλές φορές, δηλαδή ότι μακριά από το να είναι ένας οικονομολόγος του 19ου αιώνα, ήταν ένας οραματιστής ο ο­ποίος διέκρινε τις τάσεις που επρόκειτο να εμφανιστούν μονάχα στον 20ο αιώνα). Γράφει εδώ: «Αλλά στο μέτρο που αναπτύσσεται η μεγάλη βιομηχανία, η δημιουργία του πραγματικού πλούτου εξαρτάται λιγότερο από το χρόνο εργασίας και την ποσότητα της εφαρμοζόμενης εργα­σίας, παρά από τη δύναμη των παραγόντων, οι οποίοι μπαίνουν σε κίνηση κατά τη διάρκεια του εργάσιμου χρόνου, δύναμη η ο­ποία με τη σειρά της... είναι έξω από κάθε αναλογία με τον άμε­σα εργάσιμο χρόνο που στοιχίζει η παραγωγή της, αλλά η ο­ποία εξαρτάται περισσότερο από το γενικό επίπεδο της επιστή­μης και από τις προόδους της τεχνολογίας, ή από την εφαρμογή αυτής της επιστήμης στην παραγωγή (η ανάπτυξη αυτής της επι­στήμης - ιδιαίτερα των φυσικών επιστημών - σχετίζεται άμεσα η ίδια, με την υλική παραγωγή)... Η εργασία δεν εμφανίζεται πλέον τόσο πολύ σαν να περιέχεται στη διαδικασία παραγωγής … το ανθρώπινο ον συμπεριφέρεται περισσότερο σαν επιστάτης και ρυθμιστής της διαδικασίας παραγωγής» (Crundrisse, Dietz-Verlag Berlin, 1953, σελ. 592). Και α­κόμα: «Η κλοπή του χρόνου εργασίας του άλλου, επάνω στην οποία στηρίζεται ο σύγχρονος πλούτος, φαίνεται σαν άθλια βάση, συγκρινόμενη με αυτή τη νέα βάση, την ανεπτυγμένη, που έχει δημιουργηθεί από την ίδια τη μεγάλη βιομηχανία. Α­μέσως μόλις η εργασία, στην άμεση μορφή της, παύει να είναι η μεγάλη πηγή του πλούτου, ο χρόνος εργασίας παύει και ο­φείλει να πάψει να είναι το μέτρο του και η ανταλλακτική αξία ο­φείλει να πάψει να είναι το μέτρο της αξίας χρήσης. Η υπερεργασία της μάζας έπαψε να είναι προϋπόθεση της ανάπτυξης του γενικού πλούτου, όπως επίσης και η μη-εργασία ορισμένων (παύει να είναι η προϋπόθεση) της ανάπτυξης των γενικών δυ­νάμεων του ανθρώπινου εγκέφαλου. Ως εκ τούτου, η παραγω­γή που είναι στηριγμένη στην ανταλλακτική αξία [Σ.τ.μ. δηλαδή η εμπορευματική παραγωγή] καταρρέει». (Grundrisse, ο.π.π., σελ. 593).

Είναι προφανές ότι η ανάπτυξη αυτή δεν μπορεί να ολοκλη­ρωθεί στον καπιταλισμό, ακριβώς επειδή στον καπιταλισμό η οι­κονομική ανάπτυξη, οι επενδύσεις, η ανάπτυξη των μηχανών (έως και των ρομπότ) παραμένουν υποταγμένες στη συσ­σώρευση του κεφαλαίου, δηλαδή στην παραγωγή και στην πραγματοποίηση της υπεραξίας, δηλαδή στην αναζήτηση κερ­δών, τόσο αναμενόμενων όσο και πραγματοποιημένων για τις επιχειρήσεις σαν ξεχωριστές μονάδες. Έχουμε ήδη υποδείξει στο βιβλίο μας Ο Ύστερος Καπιταλισμός9 ότι κάτω από τον κα­πιταλισμό, η πλήρης αυτοματοποίηση, η εισαγωγή των ρομπότ σε μεγάλη κλίμακα, είναι αδύνατη, γιατί θα συνεπάγονταν την εξαφάνιση της οικονομίας της αγοράς, του χρήματος, του κε­φαλαίου και των κερδών. Σε μια κοινωνικοποιημένη οικονο­μία, η ρομποτική θα ήταν ένα θαυμάσιο εργαλείο ανθρώπινης χειραφέτησης. Θα έκανε δυνατή την εργάσιμη εβδομάδα των 10 ωρών.10 Θα έδινε στους άντρες και στις γυναίκες όλον τον αναγκαίο χρόνο για την αυτοδιαχείριση της οικονομίας και της κοινωνίας, για την ανάπτυξη μιας πλούσιας κοινωνικής ατομι­κότητας για όλους και για όλες. Θα επέτρεπε την εξαφάνιση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, ανάμεσα σε διευθυν­τές και διευθυνόμενους, το γρήγορο μαρασμό του Κράτους καθώς και κάθε καταναγκασμού ή βίας ανάμεσα στα ανθρώπινα όντα.

Η πιο πιθανή παραλλαγή κάτω από τον καπιταλισμό, είναι α­κριβώς η μεγάλη διάρκεια της τωρινής ύφεσης, με την ανάπτυξη μιας μερικής μόνο αυτοματοποίησης και μιας περιθωριακής ρομποτοποίησης,11 και με τα δυο αυτά φαινόμενα να συνο­δεύονται από μια υπερδυνατότητα υπερπαραγωγής σε μεγάλη κλίμακα (μια υπερπαραγωγή προϊόντων), από μια ανεργία σε μεγάλη κλίμακα, από μια μεγάλης κλίμακας πίεση για την από­σπαση ολοένα και πιο μεγάλης υπεραξίας, από έναν αριθμό ερ­γάσιμων ημερών και παραγωγικών εργατών σε στασιμότητα και αργή παρακμή. Αυτό θα ισοδυναμούσε με μια αύξηση της πίε­σης για υπερεκμετάλλευση της εργατικής τάξης (κάνοντας να πέσουν οι πραγματικοί μισθοί και τα επιδόματα Κοινωνικής Α­σφάλισης) αδυνατίζοντας ή καταστρέφοντας το οργανωμένο εργατικό κίνημα και υποσκάπτοντας τις δημοκρατικές ελευθε­ρίες και τα δικαιώματα του ανθρώπου.



VII

Στα Crundrisse, ο Μαρξ δε διακρίνει μονάχα τη θεμε­λιώδη τάση της καπιταλιστικής τεχνολογίας να βαδίσει προς την προοδευτική εξάλειψη της ανθρώπινης εργα­σίας από τη διαδικασία της παραγωγής. Υπογραμμίζει επίσης τη θεμελιώδη αντίφαση που παράγει αυτή η τάση κάτω από τον καπιταλισμό.

-Μαζική υπερπαραγωγή ή, πράγμα που είναι το ίδιο, μαζι­κή υποαπασχόληση της παραγωγικής δυναμικότητας. Κατά την τελευταία ανάκαμψη, το 1980-1982, περισσότερο από το 35% της παραγωγικής δυναμικότητας των ΗΠΑ, ήταν αχρησιμοποίητο. Αν αφαιρέσουμε επιπλέον και την παραγωγή εξοπλισμών - ά­χρηστων από την άποψη της παραγωγής - φτάνουμε στο συγ­κλονιστικό αποτέλεσμα ότι γύρω στο 50% της αμερικάνικης πα­ραγωγικής δυναμικότητας, δε χρησιμοποιούνταν πλέον για παρα­γωγικούς σκοπούς. 12

-Μαζική ανεργία. Ο Μαρξ αντιδιαστέλλει το απελευθερωτικό δυναμικό της αυ­τοματοποίησης και της ρομποτικής, την ικανότητα τους να αυ­ξήσουν δραστικά τον ελεύθερο χρόνο για το ανθρώπινο ον, που είναι χρόνος για την ανάπτυξη ολόκληρης της ανθρώπινης προσωπικότητας, με την καταπιεστική τάση τους, μέσα στον κα­πιταλισμό. Συνθέτει έτσι ολόκληρη τη θεμελιώδη διαφορά α­νάμεσα σε μια ταξική και σε μια αταξική κοινωνία.

Σε μια ταξική κοινωνία, η ιδιοποίηση του κοινωνικού υπερπροϊόντος από μια μειοψηφία σημαίνει τη δυνατότητα επέκτα­σης του ελεύθερου χρόνου μονάχα γι' αυτή τη μειοψηφία, και κατά συνέπεια την αναπαραγωγή σε μια ολοένα και πιο πλατιά κλίμακα της διαίρεσης της κοινωνίας σε αυτούς που διοικούν και που συσσωρεύουν γνώσεις, και αυτούς που παράγουν χω­ρίς πρόσβαση στις γνώσεις ή με πολύ περιορισμένες προσβάσεις. Σε μια αταξική κοινωνία, η ιδιοποίηση και ο έλεγχος του κοινωνικού υπερπροϊόντος από τους ενωμένους παραγωγούς θα σήμαινε, αντίθετα, μια δραστική μείωση του εργάσιμου χρόνου (της αναγκαίας εργασίας) για όλους, μια δραστική αύξηση του ελεύθερου χρόνου για όλους και επομένως την κα­τάργηση του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας ανάμεσα σε διευθυντές και σε παραγωγούς, ανάμεσα σε εκείνους και ε­κείνες που έχουν πρόσβαση σε όλες τις γνώσεις και σε εκείνους και εκείνες που είναι αποκομμένοι από το μεγαλύτερο τμήμα της γνώσης. Σ' ένα συγκινητικό απόσπασμα των Crundrisse, σχετικό με όσα άλλα έχουμε ήδη μνημονεύσει, ο Μαρξ γράφει: «Η δημιουργία άφθονου διαθέσιμου ελεύθερου χρόνου, πέρα από τον αναγκαίο για την κοινωνία γενικά και για το καθένα απ' τα μέλη της χρόνο εργασίας, (δηλαδή ο χρόνος για την ανάπτυ­ξη όλων των παραγωγικών δυνάμεων όλων των ατόμων, και ως εκ τούτου και της ίδιας της κοινωνίας) αυτή η δημιουργία μη ερ­γάσιμου χρόνου είναι δημιουργός, για μερικούς, ευκαιριών, από την άποψη του κεφαλαίου, όπως σε όλες τις προηγούμενες φάσεις (της ιστορικής εξέλιξης)... Η τάση της, συνίσταται από τη μια μεριά στο να δημιουργεί διαθέσιμο χρόνο, αλλά από την άλλη μεριά, στο να τον μετατρέπει σε υπερεργασία. Εάν τα κα­ταφέρει υπερβολικά καλά στο πρώτο σκέλος, τότε υποφέρει από υπερπαραγωγή και μάλιστα η αναγκαία εργασία έτσι δια­κόπτεται, επειδή το κεφάλαιο δεν μπορεί πλέον να αξιοποιήσει την υπερεργασία. Όσο περισσότερο αναπτύσσεται αυτή η αντί­φαση, τόσο περισσότερο γίνεται φανερό ότι η ανάπτυξη των πα­ραγωγικών δυνάμεων δεν μπορεί να συνδεθεί με την ιδιοποίη­ση της υπερεργασίας του άλλου, αλλά ότι η ίδια η μάζα των ερ­γατών πρέπει να ιδιοποιείται την υπερεργασία της. Αν το έχει κάνει - και αν ο διαθέσιμος ελεύθερος χρόνος παύει ως εκ τούτου να διατηρεί την αντιφατική φύση του - τότε, ο αναγκαίος εργάσιμος χρόνος θα βρίσκει από τη μια μεριά το μέτρο του (το όριο του) μέσα στις ανάγκες του κοινωνικού ατόμου και από την άλλη μεριά η ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγικής δύνα­μης θα αυξηθεί τόσο γρήγορα, που παρά το γεγονός ότι η παραγωγή είναι τώρα στραμμένη προς το συνολικό πλούτο, ο διαθέσιμος χρόνος για όλους θα αυξάνεται εξίσου. Διότι, ο πλούτος είναι η αναπτυγμένη παραγωγική δύναμη όλων των ανθρώπων». (Crundrisse, ο.π.π., σελ. 595-596). Και από την ίδια πηγή: «Η πραγματική οικονομία - εξοικονόμηση - συνίσταται στην εξοι­κονόμηση του χρόνου εργασίας: ελαχιστοποίηση του κόστους παραγωγής και μείωση του στο ελάχιστο. Αλλά αυτή η οικονο­μία είναι ταυτόσημη με την ανάπτυξη της παραγωγικής δύνα­μης. Δεν πρόκειται επομένως καθόλου για την εγκατάλειψη της απόλαυσης, αλλά για την ανάπτυξη της δύναμης, της δυνατότη­τας παραγωγής, και επομένως τόσο για τις ικανότητες όσο και για τα μέσα απόλαυσης...

... Η οικονομία του χρόνου εργασίας είναι ταυτόσημη με την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, δηλαδή του χρόνου για την α­κέραια και πλήρη ανάπτυξη του ατόμου, το οποίο επιδρά με τη σειρά του πάνω στην παραγωγικότητα της εργασίας, διότι (το ά­τομο,) αποτελεί την πιο μεγάλη παραγωγική δύναμη... Ο ελεύ­θερος χρόνος, που είναι ταυτόχρονα χρόνος ανάπαυσης και χρόνος για πιο υψηλές (πιο ευγενείς,) δραστηριότητες, έχει φυ­σικά μετασχηματίσει τον κάτοχο του σε ένα διαφορετικό υπο­κείμενο, και ξαναγυρίζει στην άμεση διαδικασία παραγωγής, όπως αυτό το άλλο (το νέο) υποκείμενο». (Crundrisse, ο.π.π., σελ. 599).

Ο Μαρξ υπογραμμίζει ακόμα, πως κάτω από τον καπιταλι­σμό, η επιστήμη - δηλαδή τα αποτελέσματα αυτού που αποκα­λεί «κοινωνική εργασία γενικά» - δηλαδή οι γενικές γνώσεις της κοινωνίας, ξεχωρίζονται συστηματικά από την εργασία, με ποιον τρόπο - χτυπητή πρόβλεψη της «ρομποτικής»!- η επι­στήμη κάτω από τον καπιταλισμό αντιτίθεται στην εργασία: «Η ε­πιστήμη σαν γενικό διανοητικό προϊόν της κοινωνικής ανάπτυ­ξης, εμφανίζεται εδώ σαν απευθείας ενσωματωμένη στο κεφά­λαιο (και συνεπώς, η εφαρμογή της σαν επιστήμης, η οποία φαίνεται σαν αποχωρισμένη από τις γνώσεις και τις ικανότητες των ατομικών εργατών, δε βγαίνει παρά από την κοινωνική μορφή της εργασίας), όπως είναι ενσωματωμένες στο κεφάλαιο οι φυσικές δυνάμεις της ίδιας της κοινωνικής εργασίας. Η γενική ανάπτυξη της κοινωνίας, ακριβώς επειδή την εκμεταλ­λεύεται το κεφάλαιο ενάντια στην εργασία, φαίνεται σαν ανά­πτυξη του κεφαλαίου, τόσο περισσότερο όσο συνοδεύεται από μια μείωση του περιεχομένου της ποιότητας της εργασίας, του­λάχιστον για τη μεγάλη μάζα των εργατών» (ΜΕGΑ, II, 3.6, σελ. 2164).



VIII

Πώς προσπαθεί ο καπιταλισμός να ξεπεράσει αυτή τη νέα εντεινόμενη αντίφαση ανάμεσα στη μείωση του α­πόλυτου ποσού ανθρώπινης εργασίας που είναι αναγ­καία στην παραγωγή ακόμα και μιας αυξανόμενης μάζας εμπο­ρευμάτων και στις δυνατότητες πραγματοποίησης της υπερα­ξίας που περιέχεται σε αυτή τη μάζα των εμπορευμάτων;

Η λύση του είναι αυτή μιας δυαδικής κοινωνίας η οποία θα χώριζε το τωρινό προλεταριάτο σε δυο ανταγωνιστικές ομάδες: αυτούς που συνεχίζουν να συμμετέχουν στη διαδικασία της πα­ραγωγής υπεραξίας, δηλαδή στη διαδικασία καπιταλιστικής πα­ραγωγής (με μια τάση μείωσης των μισθών) αυτούς που έχουν αποκλειστεί από τη διαδικασία και οι οποίοι επιβιώνουν με όλα τα άλλα μέσα εκτός από την πώληση της εργατικής τους δύνα­μης, στους καπιταλιστές ή στο αστικό κράτος: με επιδόματα κοι­νωνικών παροχών, αύξηση των «ανεξάρτητων» δραστηριοτή­των, με μικρό αγροτικό κλήρο με χειροτεχνία, επιστροφή στη σπιτική δουλειά, κέντρα αναψυχής κλπ, και οι οποίοι αγορά­ζουν, χωρίς όμως να παράγουν, εμπορεύματα. Μια μεταβατική μορφή περιθωριοποίησης σε σχέση με τη «φυσική» διαδικασία παραγωγής βρίσκεται μέσα στην ευκαιριακή απασχόληση, και τη μαύρη εργασία,* που αγγίζουν ιδιαίτερα τις γυναίκες, τους νέους εργάτες, τους μετανάστες κλπ.




Μερική απασχόληση το 1979 σε ποσοστό της συνολικής απασχόλησης



του οποίου οι γυναίκες αποτελούν:



ΟΔΓ
11,4%
91,5%
Βέλγιο
6,0%
89,3%
Δανία
22,7%
86,9%
ΕΠΑ
17,8%
66,0%
Γαλλία
8,2%
82,0%
Ιταλία
5,3%
61,4%
Κάτω Χώρες
11,2%
82,5%
Μ. Βρετανία
16,4%
92,8%



Δ.Γ.Ε., Η Εργασία στον κόσμο, .



Ποια είναι η καπιταλιστική λογική αυτής της δυαδικής κοινω­νίας;

Είναι μια γιγάντια ιστορική υποχώρηση σε ένα πρόβλημα-κλειδί: τους έμμεσους μισθούς (κοινωνικοποιημένους).

Με ένα μακρόχρονο ιστορικό αγώνα, η εργατική τάξη της Δυτικής Ευρώπης, της Αυστραλίας και του Καναδά (και σε ένα μι­κρότερο βαθμό των ΕΠΑ και της Ιαπωνίας) είχε αποσπάσει από το κεφάλαιο το ουσιαστικό στοιχείο της ταξικής αλληλεγγύης, δηλαδή οι μισθοί να μην καλύπτουν μονάχα το κόστος αναπα­ραγωγής της εργατικής δύναμης των πραγματικά απασχολού­μενων, αλλά και το κόστος αναπαραγωγής του προλεταριάτου στην ολότητα του, τουλάχιστον σε εθνική κλίμακα, δηλαδή επί­σης τη συντήρηση των ανέργων, των αρρώστων, των ηλικιωμέ­νων, των ανάπηρων εργατών και εργατριών και των παιδιών τους, σε ένα ζωτικό μίνιμουμ που είναι ανώτερο από το αναγνω­ριζόμενο «κατώφλι της φτώχειας». Να η ιστορική σημασία των δαπανών κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες αποτελούν μέρος του μισθού, δηλαδή το κοινωνικοποιημένο τμήμα του ή τουλά­χιστον αυτό το τμήμα του μισθού που «περνάει» μέσα από τα ι­δρύματα κοινωνικής ασφάλισης. Μέσω της πίεσης υπέρ της δυαδικής κοινωνίας, υπέρ της μερικής απασχόλησης, της ευ­καιριακής απασχόλησης, της μαύρης εργασίας, το κεφάλαιο θέλει στο εξής να μειώσει τους μισθούς στο επίπεδο των άμε­σων μισθών, οι οποίοι στη συνέχεια θα μειωθούν αναπόφευκτα σε συνάρτηση με τη μαζική αύξηση του εφεδρικού στρατού. Αυ­τή είναι ήδη η περίπτωση με τους απασχολούμενους στη «μαύ­ρη» εργασία ή με τους ευκαιριακά απασχολούμενους, οι οποίοι δεν απολαμβάνουν πλέον τα πλεονεκτήματα της κοινωνικής α­σφάλισης. Αυτό αντιπροσωπεύει μια απότομη μείωση του μι­σθού, της τάξης του 30% αν όχι περισσότερο, τουλάχιστον στην καπιταλιστική Ευρώπη.

Με άλλα λόγια: «η δυαδική κοινωνία» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας από τους μηχανισμούς-κλειδιά για να αυξάνεται α­πότομα το ποσοστό υπεραξίας, το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, και η μάζα και το ποσοστό του κέρδους. Κάθε δικαιολογία που επιστρατεύεται για να εξυπηρετήσει αυτό το σκοπό του κεφαλαίου, όσο «επεξεργασμένη» και αν είναι (είτε τριτοκοσμική, οικολογική, ή η ουτοπία μιας «άμεσης πραγματο­ποίησης του κομμουνισμού», ή η επιθυμία «να σπάσουμε τα μοντέλα της καπιταλιστικής κατανάλωσης» κλπ.) είναι, στην κα­λύτερη περίπτωση, μια μυστικοποιημένη συνθηκολόγηση στην αστική ιδεολογία και τους σκοπούς της τάξης των καπιταλιστών. Στη χειρότερη περίπτωση, είναι συνεργασία με την αντεργατική επίθεση του κεφαλαίου. Το να γινόμαστε δικηγόροι της επέκτα­σης της απλήρωτης εργασίας, ακόμα και για «σκοπούς κοινωνι­κά χρήσιμους», όταν υπάρχει ένας ολοένα και αυξανόμενος α­ριθμός ανέργων, αυτό δεν είναι χτίσιμο «νησίδων του κομμου­νισμού» μέσα στον καπιταλισμό: Σημαίνει ότι βοηθάμε τους κα­πιταλιστές να διαιρέσουν την εργατική τάξη μέσω μιας νέας αύ­ξησης της ανεργίας, ότι τους βοηθάμε να αυξήσουν τα κέρδη τους.

Αλλά είναι και κάτι παραπάνω απ' αυτό. Σημαίνει ότι βάζουμε νέα και φοβερά εμπόδια στο δρόμο της πραγματοποίησης της πραγματικά απελευθερωτικής δυναμικής των νέων τεχνολο­γιών και της «ρομποτικής», στο μέτρο που η δυαδική κοινωνία τείνει να διαιωνίζει με ελιτίστικο τρόπο το διαχωρισμό της κοι­νωνίας σ' αυτούς που απολαμβάνουν τον αναγκαίο χρόνο και τα μέσα για να ιδιοποιηθούν όλους τους καρπούς της επιστήμης και του πολιτισμού - πράγμα που δεν μπορεί να γίνει παρά στη βάση της απόλυτης και ολοκληρωτικής ικανοποίησης των θεμελιω­δών υλικών αναγκών - και σε αυτούς που είναι καταδικασμέ­νοι (περιλαμβάνονται και αυτοί που αυτοκαταδικάζονται επι­λέγοντας τον ασκητισμό) να περνάνε ολοένα και περισσότερο από το χρόνο τους σαν «απόκληροι» για να αναφέρουμε ακόμα μια εύγλωττη διατύπωση του Μαρξ.

Το πραγματικό δίλημμα, το οποίο συνοψίζει τη θεμελιώδη ι­στορική επιλογή την οποία οφείλει να αντιμετωπίσει η ανθρω­πότητα σήμερα, είναι το ακόλουθο: ή μια ριζική μείωση του χρόνου εργασίας για όλους και για όλες - αρχικά η μισή μέρα εργασίας ή η μισή βδομάδα εργασίας - ή η διαιώνιση της διαί­ρεσης της κοινωνίας ανάμεσα σ' αυτούς που εκτελούν και σ' αυ­τούς που γνωρίζουν. Η ριζική μείωση του χρόνου εργασίας για όλους και όλες, που ήταν το μεγαλειώδες απελευθερωτικό όρα­μα του Μαρξ, είναι απαραίτητη για την κατάκτηση των γνώσεων και της επιστήμης από όλους και για την πραγματοποίηση της αυτοδιαχείρισης για όλους (δηλαδή για ένα σύστημα ενωμέ­νων παραγωγών). Χωρίς μια τέτοια μείωση και τα δυο είναι ου­τοπικά. Δεν μπορεί κανείς να αφομοιώσει τις επιστημονικές γνώσεις, να διοικεί την επιχείρηση του, τη συνοικία του ή το «κράτος» του (την κολεκτίβα του) μετά μια εξοντωτική εργασία οχτώ ωρών την ημέρα για πέντε ή έξι μέρες τη βδομάδα. Το να ισχυρίζεται κανείς το αντίθετο, σημαίνει ότι λέει ψέματα στον εαυτό του και στους άλλους.

Η απελευθερωτική δυναμική της ρομποτικής, είναι ότι κάνει το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό πιο εύκολους, κάνοντας δυνατή μια εργάσιμη βδομάδα είκοσι, δεκαπέντε ή δέκα ωρών για όλους και όλες. Αλλά κάθε εξέλιξη προς την κατεύθυνση της δυαδικής κοινωνίας, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις στον κόσμο, πηγαίνει προς διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της χειραφέτησης.

Αφήνουμε κατά μέρος την ερώτηση αν η «εργασία» που θα έχει ελαττωθεί σε είκοσι ή δεκαπέντε ώρες εβδομαδιαία είναι α­κόμα η «εργασία» με την κλασική έννοια του όρου.14 Αφήνου­με επίσης κατά μέρος το πρόβλημα μέχρι ποιου σημείου η πλή­ρης και ολοκληρωμένη ανάπτυξη του κοινωνικού ατόμου, για να αναφέρουμε ακόμα μια φορά τον Μαρξ, είναι μια ανάπτυξη όπου οι «παραγωγικές» δραστηριότητες παραμένουν χωρισμέ­νες από τις πολιτιστικές, τις δημιουργικές, τις καλλιτεχνικές, τις αθλητικές, τις καθαρά ψυχαγωγικές δραστηριότητες ή, για να πούμε τα πράγματα αλλιώτικα, είναι η πραγματοποίηση του πε­ρίφημου Δικαιώματος στην Τεμπελιά του Λαφάργκ. Η ανθρώ­πινη ευτυχία δεν εξαρτάται βέβαια από μια διαρκή δραστηριό­τητα η οποία να απαιτεί μεγάλη προσπάθεια, ακόμα και αν ένα ελάχιστο ποσό δραστηριότητας και σωματικής και πνευματικής κινητικότητας φαίνεται να είναι μια απόλυτη προϋπόθεση για την υγιή και αρμονική ανάπτυξη ακόμα και στο επίπεδο του εγ­κεφάλου.

Αλλά ανεξάρτητα από κάθε θεώρηση τέτοιου είδους - το μέλλον της εργασίας με την «πανάρχαια» έννοια του όρου - το ένα από τα συμπεράσματα αυτά παραμένει αναπόδραστο. Αυτό που θα συμβεί στην ανθρώπινη εργασία και την ανθρωπότητα δεν είναι μηχανικά προδικασμένο από την τεχνολογία και την επιστήμη, τις τωρινές τάσεις τους και τους προφανείς κινδύνους που εμπεριέχουν. Είναι προσδιορισμένο σε τελευταία ανάλυση από το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο αναπτύσσονται. Και εδώ, είναι απόλυτα θεμελιώδης η διαφορά ανάμεσα σε μια α­νάπτυξη στο πλαίσιο του καπιταλισμού, του ανταγωνισμού, της οικονομίας της αγοράς, της ακόρεστης δίψας για ιδιωτικό πλου­τισμό από τη μια μεριά, και από την άλλη μεριά σε μια ανάπτυξη στο πλαίσιο του σοσιαλισμού, δηλαδή της συλλογικής ιδιοκτη­σίας και της συλλογικής αλληλεγγύης μέσω της εξουσίας των συνεταιρισμένων παραγωγών μέσω του ελέγχου που ασκούν όλοι οι παραγωγοί πάνω στις συνθήκες εργασίας τους, που να απορρέει από μια ριζική μείωση του εργάσιμου χρόνου.

Τ' αφεντικά και το αστικό κράτος μπορούν, για να εφαρμό­σουν το στρατηγικό σκοπό τους, που είναι να εισάγουν μια δυα­δική κοινωνία, να στηριχτούν μερικά πάνω στη φανερά αντιφα­τική στάση των εργατών απέναντι στην εργασία, μέσα στις σύγ­χρονες επιχειρήσεις γενικά.15 Είναι αλήθεια ότι οι εργάτες εί­ναι υποχρεωμένοι, κάτω απ' τον καπιταλισμό, να είναι δεμένοι με την πλήρη απασχόληση προκειμένου να παίρνουν ένα ζωτικό μισθό (άμεσο και έμμεσο). Η εναλλακτική «λύση», κάτω από τον καπιταλισμό, είναι μια δραστική μείωση του επιπέδου δια­βίωσης τους, δηλαδή η πτώχευση, η υλική, πνευματική και ηθι­κή υποβάθμιση.

Αλλά με τον ίδιο τρόπο, οι εργάτες έχουν καθαρή συνείδηση του υποβαθμιστικού χαρακτήρα της καπιταλιστικής οργάνωσης της εργασίας και της καπιταλιστικής παραγωγικής προσπάθειας, ειδικά στις συνθήκες υπέρμετρου κατατεμαχισμού της εργασίας (τεϋλορισμός). Ιδιαίτερα όταν το επίπεδο ζωής τους βελτιώνε­ται, όπως στην περίπτωση της περιόδου 1950-1970, οι «ποιοτι­κές» διεκδικήσεις για εργατικό έλεγχο στους ρυθμούς και το πε­ριεχόμενο της εργασίας (πιο πολύς ελεύθερος χρόνος, πιο κα­λή υγεία, περισσότερη κουλτούρα) παίρνουν μια νέα διάσταση. Αυτό το φαινόμενο έγινε χτυπητό κατά τη διάρκεια και μετά την έκρηξη του Μάη 68. Αυτή η συνείδηση υπάρχει ακόμα, και τ' α­φεντικά και το αστικό κράτος προσπαθούν συνειδητά να στηρι­χτούν σ' αυτή για να εμφανίσουν τη δυαδική κοινωνία σαν κάτι άλλο απ' αυτό που πραγματικά είναι: μια απόπειρα για να πλη­ρώσει η ίδια η εργατική τάξη το βάρος της κρίσης και για να αυ­ξηθεί απότομα η μάζα και το ποσοστό του κέρδους.

Από την ίδια φλέβα, απ' την οποία προέρχονται οι δημαγωγι­κοί θρήνοι σύμφωνα με τους οποίους οι εργάτες (γιατί όχι τ' α­φεντικά και το Κράτος;) θα όφειλαν να μοιράζουν τα εισοδήμα­τα τους με τους ανέργους, πηγάζει και ο μύθος σύμφωνα με τον οποίο οι πραγματικοί υπεύθυνοι για την κρίση είναι «οι υπερβο­λικά υψηλοί μισθοί και οι υπερβολικές κοινωνικές παροχές». Από κει, προέρχεται και η προβληματική που λέει «ας παρατήσουμε την εργασία που δεν έχει νόημα», που δεν είναι τίποτα άλλο σήμε­ρα παρά ένα ιδεολογικό όπλο των καπιταλιστών στον ταξικό τους αγώνα ενάντια στην εργατική τάξη για να ελαττώσουν το μερίδιο των εργαζομένων στο εθνικό εισόδημα και να «ορθολογικοποιήσουν» την αύξηση της ανεργίας. Αν είναι κανείς τό­σο πεισμένος για το «βλαβερό» ή «άχρηστο» χαρακτήρα της μι­σθωτής εργασίας, γιατί να μην υποστηρίξει τη μείωση κατά 35% ή 50% των ωρών εργασίας για όλους και όλες, αντί να δι­καιολογεί την απομάκρυνση μερικών απ' αυτή;



IX

Ολόκληρη η ιδέα ότι η τωρινή τεχνολογία, η οποία απει­λεί να καταστρέψει το φυσικό περιβάλλον, ήταν τάχα το «αναπόφευκτο» αποτέλεσμα-προϊόν της εσωτερικής λογικής των φυσικών επιστημών, πρέπει να απορριφθεί σαν σκοταδιστική, ανιστορική και, σε τελευταία ανάλυση, απολογη­τική του καπιταλισμού. Στον καπιταλισμό, η τεχνολογία ανα­πτύσσεται κάτω απ' το μαστίγιο του ανταγωνισμού, μέσα στο πλαίσιο του προβλεφθέντος κόστους και των αναμενόμενων κερδών για κάθε επιχείρηση παρμένη ξεχωριστά. Το γενικό κοινωνικό κόστος, το ανθρώπινο κόστος, το οικολογικό κόστος, δε λαμβάνονται υπόψη, όχι μονάχα γιατί «εξωτερικεύονται» (δηλαδή, οι επιχειρήσεις δεν πληρώνουν για όλα αυτά), αλλά ε­πίσης γιατί πιο συχνά εμφανίζονται, αργότερα από τα κέρδη, που οι νέες τεχνολογίες επιτρέπουν να συσσωρεύονται βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Πολλά παραδείγματα μπορούν να α­ναφερθούν, για τέτοιες τεχνολογικές επιλογές οι οποίες είναι ε­πικερδείς για κάθε επιχείρηση παρμένη ξεχωριστά, αλλά μα­κροπρόθεσμα, ανεύθυνες για την κοινωνία στο σύνολο της - ι­διαίτερα αναφέρουμε τον κινητήρα εσωτερικής καύσης (πετρέ­λαιο) ή την επιλογή των απορρυπαντικών αντί του σαπουνιού για τη μπουγάδα. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις υπήρ­χαν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις. Δεν ήταν καθόλου οι μόνες υπάρχουσες τεχνολογίες τη στιγμή που έγινε η επιλογή τους.16 Αντίθετα: ήταν δυνατές άλλες τεχνικές λύσεις. Οι επι­λογές δεν έγιναν για λόγους προτίμησης ή καθαρά «επιστημονι­κούς» ή τεχνικούς. Έγιναν χάριν των κερδών ιδιαίτερων κλά­δων της βιομηχανίας ή, ακόμα καλύτερα, χάριν των ηγετικών ε­πιχειρήσεων σ' αυτούς τους κλάδους. Οι επιλογές αυτές εξαρτώνταν επομένως από τις σχέσεις ισχύος στο εσωτερικό της αστι­κής τάξης και της κοινωνίας συνολικά. Κανένας τεχνολογικός ντετερμινισμός δεν αποφάσισε για το πεπρωμένο της ανθρω­πότητας. Αυτό που διακυβεύεται, είναι η διαμόρφωση ενός κοινωνικο-οικονομικού ντετερμινισμού, μέσα στον οποίο επιβάλ­λονται τα υλικά συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων ή μεγάλων τμημάτων των τάξεων για όσο διάστημα αυτές οι τάξεις ή τμήμα­τα έχουν τη δύναμη να επιβάλουν τη θέληση τους (η οποία κα­θοδηγείται από τα συμφέροντα αυτά) στο σύνολο της κοινω­νίας.

Δεν υπάρχει τίποτα το καινούριο στη συνειδητοποίηση ότι η τεχνολογική εξέλιξη κάτω από τον καπιταλισμό, δεν αποτελεί τη μόνη δυνατή τεχνολογία, αλλά μια ειδική τεχνολογία, που εισήχθηκε για ειδικούς λόγους, οι οποίοι συνδέονται στενά με την ειδική φύση της καπιταλιστικής οικονομίας και της αστικής κοινωνίας. Ο Καρλ Μαρξ είχε πλήρη συνείδηση γι’ αυτό: «Στη γεωργία, όπως και στη μεταποίηση, ο καπιταλιστικός μετασχη­ματισμός της παραγωγής φαίνεται να είναι το μαρτύριο του πα­ραγωγού, το μέσο εργασίας αλλά και μέσο υποταγής, εκμετάλ­λευσης και εξαθλίωσης του εργαζομένου, ο κοινωνικός συν­δυασμός της εργασίας αλλά και η οργανωμένη καταπίεση της ζωτικότητας της, η ελευθερία του αλλά και η ατομική του ανε­ξαρτησία (...) Στη σύγχρονη γεωργία όπως και στη βιομηχανία των πόλεων, η αύξηση της παραγωγικότητας και η ανώτερη α­πόδοση της εργασίας αγοράζονται με αντίτιμο την καταστροφή της εργατικής δύναμης. Επιπλέον, κάθε πρόοδος της καπιταλι­στικής γεωργίας είναι πρόοδος όχι μόνο της τέχνης εκμετάλ­λευσης του εργαζομένου, αλλά και της τέχνης εξάντλησης της γης. Κάθε πρόοδος στην τέχνη της αύξησης της γονιμότητας για ένα διάστημα είναι και πρόοδος στην καταστροφή των διαρκών πόρων γονιμότητας» (Κεφάλαιο, τόμος Ι). Υπογράμμιζε ε­πίσης έντονα, ότι αυτή η τάση, να εφαρμόζονται ειδικές καπιταλι­στικές τεχνολογίες - οι οποίες αυξάνουν την παραγωγή υπερα­ξίας - συνεπάγεται ότι οι νέες τεχνικές δεν έχουν σαν μόνο σκοπό να μειώσουν την αξία της εργατικής δύναμης, να επιτρέ­πουν την παραγωγή πιο προσιτών ειδών κατανάλωσης και να ε­ξοικονομούν σταθερό κεφάλαιο (να εξασφαλίζουν την παρα­γωγή μηχανών, πρώτων υλών και πιο φτηνής ενέργειας). Λει­τουργούν επίσης σαν παράγοντες μείωσης της αντίστασης των εργατών μέσα σ' ένα εργοστάσιο, μέσα σε ένα βιομηχανικό κλάδο ή μέσα σε ολόκληρη την κοινωνία. «Και η μηχανή δε δρα μονάχα σαν ανταγωνιστής του οποίου η ανώτερη δύναμη μπορεί πάντοτε να κάνει τον εργάτη περιττό. Είναι σαν μια ε­χθρική δύναμη προς τον εργάτη, που τη χρησιμοποιείτο κεφά­λαιο, και το λέει φανερά. Γίνεται το πιο αήττητο πολεμικό όπλο για να καταστέλλονται οι απεργίες, αυτές οι περιοδικές εξεγέρ­σεις της εργασίας ενάντια στην αναρχία του κεφαλαίου. Σύμφωνα με τον Gaskell, η ατμομηχανή υπήρξε απαρχής ένας αν­ταγωνιστής της ανθρώπινης δύναμης και επέτρεψε στον καπι­ταλιστή να συνθλίψει τις αυξανόμενες διεκδικήσεις των εργα­τών οι οποίες απειλούσαν με μια κρίση το σύστημα της φάμπρι­κας που μόλις γεννιόταν. Θα μπορούσαμε να γράψουμε ολό­κληρη ιστορία με θέμα τις εφευρέσεις, που έγιναν μετά το 1830, για να υποστηρίξουν το κεφάλαιο ενάντια στις εργατικές εξεγέρ­σεις». (Κεφάλαιο, τόμος Ι, σελ. 1292). Η ιστορία της εισαγωγής των εργαλειομηχανών με ψηφιακό σύστημα ελέγ­χου μετά το μεγάλο απεργιακό κύμα, το 1946 στις HΠΑ, αποτε­λεί μια παραδειγματική επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος.17 Σήμερα, κάνοντας απολογισμό εκ των υστέρων, μπορούμε να πούμε ότι λιγότερο από το 1% των χρησιμοποιούμενων εργαλειομηχανών στην αμερικάνικη βιομηχανία έχουν ψηφιακό σύστημα ελέγχου, αλλά ο φόβος που δημιουργήθηκε από την αρχική εισαγωγή τους, υπήρξε αρκετός για να σπάσει τη δύνα­μη του συνδικάτου στις επιχειρήσεις οι οποίες δούλευαν με αυ­τές τις εργαλειομηχανές.

Μια παρόμοια λειτουργία επιτελείται σήμερα από το φόβο που έχει δημιουργηθεί στο συνδικαλιστικό κίνημα και την ερ­γατική τάξη με θέμα «την κατάργηση της ανθρώπινης εργασίας από τα ρομπότ». Η πραγματικότητα απέχει πολύ από κάτι τέτοιο, όπως δείχνει ο πίνακας:



Ρομπότ σε κάθε 1000 εργαζόμενους στις βιομηχανικές επιχειρήσεις το 1981




Χώρα
1978
1980
1981
Σουηδία
13,2
18,7
29,9
Ιαπωνία
4,2
8,3
13,0
Δυτ. Γερμανία
0,9
2,3
4,6
ΕΠΑ
2,1
3,1
4,0
Γαλλία
0,2
1,1
1,9
Μ. Βρετανία
0,2
0,6
1,2




Πηγή: L' observateurde 1' OCDE, No 123, Ιούλιος 1983



Και για να αναφέρουμε το περιοδικό Electronic Week, τεύ­χος της 1ης Ιανουαρίου 1985: «Ακόμα και αν η χρησιμοποίηση των ρομπότ αυξηθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις... το 1990, αυ­τό δε θα αγγίζει παρά μερικά δέκατα του εκατοστού όλων των μισθωτών των βιομηχανοποιημένων χωρών, σύμφωνα με τις ε­κτιμήσεις βιομηχανικών πηγών».

Είναι αναγκαίο να απαντήσουμε σ' αυτό το φόβο, εξοικειώ­νοντας τους εργαζόμενους με τους υπολογιστές, ζητώντας να έχουν τα παιδιά της εργατικής τάξης δωρεάν υπολογιστές στη διάθεση τους στα σχολεία. Φέτος, χωρίς αμφιβολία, πέντε εκατομμύρια οικιακών «προσωπικών» υπολογιστών θα πουληθούν στις ΕΠΑ. Ο συναγωνισμός είναι πολύ άγριος. Η πτώση των τι­μών είναι ανάλογη. Τα συνδικάτα και οι άλλες οργανώσεις της τάξης, οφείλουν να εγγυηθούν ότι οι εργάτες και οι υπάλληλοι θα μάθουν να χειρίζονται αυτούς τους μηχανικούς σκλάβους, άσχετα αν αυτοί διαθέτουν ή όχι «τεχνητή νοημοσύνη». Τότε ο φόβος θα υποχωρήσει και η εργατική τάξη, τελικά, θα εξοικειω­θεί με τις νέες μηχανές, όπως εξοικειώθηκε με τις παλιές. Είναι εργαλεία δουλειάς που μπορούν να μετασχηματιστούν από όρ­γανα δεσποτισμού σε όργανα απελευθέρωσης, από τη στιγμή που οι εργάτες θα γίνουν οι συλλογικοί κάτοχοι τους.

Οι μετακαπιταλιστικές κοινωνίες, όπως αυτή της ΕΣΣΔ, δα­νείζονται γενικά την καπιταλιστική τεχνολογία. Υποφέρουν επι­πλέον και από τις συνέπειες της γραφειοκρατικής διαχείρισης και από το μονοπώλιο της γραφειοκρατικής εξουσίας, δηλαδή από μια έλλειψη ελεύθερης, κριτικής κοινής γνώμης. Αλλά σ' ένα σύστημα των ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγώγων μιας σοσιαλιστικής δημοκρατίας με πλουραλισμό πολιτικών κομμά­των, όλες αυτές οι δεσμεύσεις δε θα λειτουργούσαν.

Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να πιστέψει κανείς ότι αυτοί οι παραγωγοί θα ήταν αρκετά τρελοί για να αλληλοδηλητηριάζονται, να δηλητηριάζουν το περιβάλλον, από τη στιγμή που θα γνώριζαν τους κινδύνους. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να σκε­φτεί κανείς ότι δε θα χρησιμοποιήσουν μηχανές σαν τα ρομπότ για να καταργήσουν ή να ελαττώσουν όλες τις μηχανικές, τις μη δημιουργικές, τις καταθλιπτικές ανθρώπινες εργασίες, δηλαδή κάθε αλλοτριωτική ανθρώπινη εργασία. Η νέα τεχνολογία κά­νει δυνατή την επανενοποίηση της παραγωγής, της διοίκησης και της γνώσης από τους παραγωγούς και συνεπώς επεκτείνει αισθητά το χώρο της δημιουργικής δραστηριότητας και των αν­θρωπίνων απολαύσεων.



Χ

Παραμένει ένα πρόβλημα, το οποίο οι μαρξιστές δεν εί­χαν λάβει υπόψη τους μέχρι σήμερα, γιατί δεν είχε τε­θεί ακόμα στην ανθρωπότητα. Αφού υπήρξε για δε­καετίες ένα αντικείμενο της επιστημονικής φαντασίας και της μελλοντολογίας, αυτό το πρόβλημα φαίνεται σήμερα να είναι στο κατώφλι αυτού που έχει γίνει ιστορικά αντιληπτό σαν απο­τέλεσμα της αλματώδους προόδου των εφαρμοσμένων επιστη­μών και της τεχνολογίας στις τελευταίες δεκαετίες. Η ανθρώπι­νη εργασία θα μπορούσε να κατασκευάσει μηχανές που θα ξέ­φευγαν από τον έλεγχο της ανθρωπότητας, που θα μπορούσαν να αυτονομηθούν απόλυτα από τους άντρες και τις γυναίκες, δηλαδή «σκεπτόμενες μηχανές»; Αυτές οι μηχανές θα μπορού­σαν μια μέρα να εξεγερθούν ενάντια στον αρχικό δημιουργό τους; Θα άρχιζαν τα ρομπότ από ένα σημείο κι ύστερα, να κατα­σκευάζουν άλλα ρομπότ, χωρίς ανθρώπινες εντολές (χωρίς προηγούμενο προγραμματισμό), τα οποία θα ήταν αισθητά α­νώτερα από τους ανθρώπους από την άποψη της ευφυΐας;

Αφηρημένα, ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν είναι ασύλληπτο. Αλλά πρέπει να σκιαγραφηθεί με περισσότερη ακρίβεια το υλι­κό πλαίσιο του προβλήματος, σήμερα και στο προβλεπτό μέλ­λον, προτού να αισθανθούμε καταδικασμένοι, σχετικά με την κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στις μηχανές.

Για να κατασκευαστεί ένα «τέλειο» ηλεκτρονικό σκάκι, το ο­ποίο θα απαντούσε σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς, δη­λαδή 10120, θα χρειαζόμασταν έναν αριθμό συνδυασμών που θα υπερέβαινε κατά πολύ το συνολικό αριθμό των ατόμων στο Σύμπαν. Για να βρει ένας σημερινός υπολογιστής, όλους τους αριθμούς με 39.751 ψηφία, με σκοπό να εντοπίσει μέσα σ' αυ­τούς ένα πιθανό «πρώτο» αριθμό (ένας αριθμός ονομάζεται «πρώτος» όταν διαιρείται μονάχα με τον εαυτό του και τη μονά­δα) θα του χρειαζόταν χρόνος περισσότερος από το χρόνο ύ­παρξης της ανθρωπότητας από την αρχή της ίσαμε σήμερα. Αλλά με τη βοήθεια αυτών των ίδιων υπολογιστών, η ανθρώπινη νοημοσύνη ανακάλυψε το Σεπτέμβρη του 1983 έναν τέτοιο «πρώτο» αριθμό με 39.751 ψηφία (ο οποίος αν τυπωνόταν κα­νονικά, θα καταλάμβανε 60 μέτρα χαρτί), στην Chippewa Falls, στις ΗΠΑ.

Υπάρχουν σχεδόν δεκαπέντε δισεκατομμύρια νευρικά κύτ­ταρα σε έναν μονάχα ανθρώπινο εγκέφαλο και χίλιες συνάψεις ανά κύτταρο, αριθμός συνάψεων τον οποίο τα τμήματα των υ­πολογιστών δε θα μπορέσουν ποτέ να φτάσουν στο προβλεπτό μέλλον. Συνεπώς, η μέρα όπου οι μηχανικοί μας σκλάβοι θα μπορούσαν να μας ελέγχουν, να κυριαρχούν πάνω μας, να μας συνθλίβουν, είναι ακόμα πολύ πολύ μακρινή. Εξάλλου, αν υ­πάρξει ανάγκη, η ανθρωπότητα μπορεί να αποφασίσει να πε­ριορίσει ή να σταματήσει την παραγωγή ρομποτοποιημένων υ­πολογιστών και πληροφορικοποιημένων ρομπότ.

Εδώ είμαστε ξανά στην καρδιά του προβλήματος: Τη δομή και τους νόμους ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας και της οικονομίας. Αυτό είναι το αληθινό αντικείμενο της εναλλακτι­κής λύσης και όχι η ανεξέλεγκτη δυναμική των νέων τεχνολο­γιών. Αν η ανθρωπότητα γίνει κυρίαρχη της κοινωνίας της, της κοινωνικής οργάνωσης της εργασίας, των σκοπών και των αντι­κειμένων της εργασίας, δηλαδή αν γίνει κυρίαρχη της ίδιας της μοίρας της, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να σκλαβωθεί από τους σκεπτόμενους υπολογιστές. Αλλά αυτό προϋποθέτει την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, του ανταγωνισμού, της οι­κονομίας της αγοράς, του «ιερού εγωισμού» - που είναι το κα­θολικό διεγερτικό της κοινωνικής εργασίας. Αυτό προϋποθέτει μια οργάνωση της εργασίας βασισμένη στη συνεργασία και την αλληλεγγύη για το κοινό συμφέρον, δηλαδή το δημοκρατικά αυτοδιαχειριζόμενο σοσιαλισμό. Εάν δεν πραγματοποιήσουμε αυτή την κυριαρχία, τότε οι απειλές είναι αναρίθμητες. Κινδυ­νεύουμε με θάνατο από ατομική βόμβα, κινδυνεύουμε να σκάσουμε μέ­σα στα ίδια μας τα απόβλητα, κινδυνεύουμε από την οικολογική καταστροφή, από τη μαζική φτώχεια και το μαρασμό των ελευ­θεριών. Ο κίνδυνος να σκλαβωθούμε στις μηχανές, δεν είναι παρά ένας από τους κινδύνους αυτούς, και χωρίς αμφιβολία, ο λιγότερο πιθανός.19

Ο λογικός πυρήνας αυτού του ανορθολογικού φόβου, είναι ότι η αλλαγή που είναι αναγκαία στην ανθρώπινη συνείδηση για να πάμε προς ένα σοσιαλιστικό κόσμο, μπορεί να δυσκο­λευτεί περισσότερο από τα βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα των νέων επικοινωνιακών τεχνικών στη σκέψη και την ανθρώπινη ευαισθησία, στο μέτρο που η εφαρμογή αυτών των τεχνικών εί­ναι υποταγμένη στους σκοπούς και τα ιδιαίτερα συμφέροντα των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων. Δηλαδή, την υποκα­τάσταση των βιβλίων από τις βιντεοκασέτες, την εκπληκτική ε­λάττωση των συνόλων ιδεών που απορρέουν από αυτή την υπο­κατάσταση, την παρακμή της κριτικής σκέψης και της ελεύθερης έρευνας σε συσχετισμό με την έρευνα για βραχυπρόθεσμα κέρ­δη, την παρακμή της θεωρητικής, της συνθετικής, της επινοητι­κής σκέψης, προς όφελος ενός στενού πραγματισμού και ενός κοντόφθαλμου ωφελιμισμού (που συνδυάζεται γενικά με μια παχιά κρούστα μυστικισμού και ανορθολογισμού, σε ό,τι αφο­ρά τα «μεγάλα προβλήματα»). Να λοιπόν ο πραγματικός κίνδυ­νος: αν μπορούσαν τα ρομπότ και οι υπολογιστές να καλουπώ­σουν το δικό μας τρόπο του σκέπτεσθαι δε θα ήταν φταίξιμο αυ­τών των δυστυχισμένων μηχανικών σκλάβων, αλλά φταίξιμο των κοινωνικών δυνάμεων που έχουν ένα άμεσο ενδιαφέρον να παράγουν αυτά τα ολέθρια αποτελέσματα. Παρόμοια, ο αν­θρώπινος εγκέφαλος, βοηθούμενος από τον υπολογιστή, μπο­ρεί πιο εύκολα να καταπιέσει, να εκμεταλλευτεί, να οδηγήσει στη σκλαβιά άλλα ανθρώπινα όντα - πρώτα απ' όλα τις εκμε­ταλλευόμενες και καταπιεσμένες τάξεις - απ' ό,τι μπορεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος χωρίς υπολογιστές. Κι αυτό, όχι εξαιτίας της «αγριότητας» των υπολογιστών ή της εφαρμοσμένης επι­στήμης, αλλά εξαιτίας της απανθρωπιάς που είναι εγγενής σε ένα ορισμένο τύπο κοινωνίας, η οποία δημιουργεί τον πειρα­σμό και τις προτροπές για αυτό τον τύπο συμπεριφοράς και προσπάθειας.20

Ενάντια σ' αυτούς τους κινδύνους, πρέπει να κινητοποιη­θούμε, όχι με το αίτημα «φραγμό στην επιστήμη και τις επικίν­δυνες δυνατότητες της» ή «να καταστρέψουμε τους υπολογι­στές». Το ουσιώδες που επιβάλλεται είναι το ακόλουθο: «Ας α­φήσουμε την ανθρωπότητα να γίνει κυρίαρχη του κοινωνικού και τεχνικού πεπρωμένου της, κυρίαρχη της οικονομίας της και όλων των προϊόντων της πνευματικής και χειρωνακτικής εργα­σίας». Να τι είναι δυνατό ακόμα και σήμερα. Να τι είναι περισ­σότερο αναγκαίο σήμερα απ' ό,τι ήταν παλιότερα.









* «Μαύρη» εργασία στην Ευρώπη ονομάζουν την εργασία στην παρα­οικονομία, όπου δεν υπάρχουν κοινωνικές ασφαλίσεις, συλλογικές συμβάσεις κλπ. μια και ολόκληρη αυτή η οικονομία είναι «παράνο­μη».



Σημειώσεις:

1. Βλέπε, ανάμεσα στα άλλα: Adieux au proletariat, Paris 1979. Da­niel Bele: La Societe Postindustrielle, 1973. Rudolf Dahrendorf: Ceht uns die Arbeit ans?, Bohn 1983. Eric Hobsbawm: Labor's Forward Maarch Halted, Londres 1980.

2. Joseph Huber: Die verlorene Unschuld der Ockologie, Francfort 1982. Iran Illiteh: Le travail fantome, Paris 1981. Club de Rome: Limites de la croissance. Rudolf Bahro: From Red to Green, Lon­dres, Verso Books, 1981.

3. ΟΟΣΑ, Βιομηχανικά Ρομπότ, 1983.

4. Προφανώς, αυτό δε συνεπάγεται ότι σε δοσμένους κλάδους της βιομηχανίας (όπως για παράδειγμα στα ανθρακωρυχεία) δεν υ­πάρχει απόλυτη παρακμή της παγκόσμιας απασχόλησης, ή σε άλ­λους (όπως η υφαντουργική, η βιομηχανία υποδημάτων, η ναυπη­γική, η βιομηχανία χάλυβα), μια έντονη παρακμή της απασχόλη­σης σε ορισμένες περιοχές, (ΗΠΑ, Δυτική Ευρώπη) και μια έντονη αύξηση σε άλλες (Ασία).

5. Βλέπε την υπέροχη μελέτη του Wilfried Wolf: Volkswagen's Robo­ts, στο Was Tun? Δεκέμβρης 1983.

6. Αυτό το φαινόμενο εκδηλώνεται ανάμεσα στα άλλα από την ανά­πτυξη της κατανάλωσης ναρκωτικών στις HΠΑ, τη βία των νέων στις συνοικίες στη Μεγάλη Βρετανία κλπ.

7. Saga Ichiro: The development of New Technology in Japan, δελ­τίο του Σοσιαλιστικού Κέντρου Ερευνών, πανεπιστήμιο Hosei, To­kyo, Νοέμβρης 1983.

8. Στη μπροσούρα του: Μισθός, τιμή και κέρδος, ο Μαρξ δηλώνει με παρόμοιο τρόπο: «Όταν οι εργάτες προσπαθούν…

9. Ερνέστ Μαντέλ Ο Ύστερος Καπιταλισμός.

10. Μια ομάδα εργατών και συνδικαλιστών στη Γαλλία, γράφοντας με το ψευδώνυμο Andret, εξέδωσε το 1977 ένα βιβλίο με τον τίτλο: Να εργάζεται κανείς δυο ώρες καθημερινά, το οποίο είχε πολύ μικρό αντίκτυπο. Δείχνει την υλική δυνατότητα μιας ριζικής μείω­σης της εργάσιμης ημέρας, πριν ακόμα να εμφανιστεί η ρομποτοποίηση.

11. Βλέπε πάνω στην άποψη αυτή τα πολύ μετρημένα συμπεράσματα μιας συνέντευξης πάνω στη ρομποτική. Ρ. Η. Wilson και Κ. Prenderast (edition) The A.I. business, The Commercial Uses of Artificial In­telligence. MIT Press, Cambridge Mass, Londres 1984.

12. Αυτό που ξεχνάνε, πολλοί υπέρμαχοι των δυνατοτήτων του καπιταλισμού να ρυθμίσει την κρίση, είναι το γεγονός ότι κάθε στάδιο μη­χανοποίησης και φυσικά κάθε στάδιο προς τον αυτοματισμό, συ­νοδεύεται από μια μαζική αύξηση της μάζας των παραχθέντων εμ­πορευμάτων τα οποία πρέπει να πουληθούν προτού το κεφάλαιο να πραγματοποιήσει και να ιδιοποιηθεί την παραχθείσα υπεραξία (βλέπε Crundrisse, σελ. 325, MEGA II, σελ. 2164.

13. Ο Αριστοτέλης τραβάει την προσοχή στο γεγονός ότι αυτοί που ε­ξασκούν την πολιτική και την επιστήμη, δηλαδή - στη γενική έν­νοια του όρου - αυτοί που «διοικούν, συσσωρεύουν», δεν μπο­ρούν να το κάνουν παρά επειδή άλλοι τους παρέχουν τα μέσα για επιβίωση.

14. Ο Αριστοτέλης, στην Ηθική στη Νικομάχεια, είχε ήδη δημιουρ­γήσει μια αναλογία ανάμεσα στην εργασία και τον ελεύθερο χρό­νο, η οποία προσεγγίζει εξάλλου την ανάλυση του Μαρξ στα Grundrisse και στο Κεφάλαιο. Θα έπρεπε να θυμηθούμε την ετυ­μολογία της γαλλικής λέξης «loisir», η οποία προέρχεται από το λα­τινικό «licere» (είμαι ελεύθερος για να δράσω κατά βούληση).

15. Βλέπε σ' αυτό το ζήτημα: D. Linhart: Criseet Travail, στο Temps Modemes, Ιανουάριος 1982.

16. Βλέπε ανάμεσα στα άλλα Barry Commoner: The Closing Circle, Londres 1972.

17. Βλέπε David F. Noble: Forces of Production, Knoph, New York 1984.

18. Βλέπε για αυτό το θέμα Reinhart Brenet: Die Pfeile derZeit, Meyster Verlag, Μόναχο 1984.

19. Ο καθηγητής A. J. Ayer ιδιαίτερα, εντοπίζει αυτό το πρόβλημα στην κριτική που εξέδωσε (Νέα Υόρκη, Review of Books, 1η Μαρτίου 1984) του βιβλίου του J. David Bolter: Turning's Man: We­stern Culture in the Computer Age, πανεπιστημιακές εκδόσεις της Βόρειας Καρολίνας, 1983.

20. Η φίρμα Denning Mobile Robots INC του Woburn, δηλώνει ότι υ­πέγραψε ένα συμβόλαιο για να εφοδιάσει με 680 ρομπότ την Sou­thern Steel Corpοration προκειμένου να χρησιμοποιηθούν σαν δεσμο­φύλακες για τρία χρόνια. The New York Times, 9 Ιανουαρίου 1985.