Παρά την προπαγάνδα περί “ανάπτυξης” που συνεπάγεται η
“πολιτική σταθερότητα” της νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη, η αλήθεια για τον
ελληνικό καπιταλισμό είναι εντελώς διαφορετική. Η υποβάθμισή στον
παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας και η αποσάθρωση της παραγωγικής του
βάσης φαίνονται μη αναστρέψιμα. Ενώ οι παραγωγικές επενδύσεις
απουσιάζουν σχεδόν παντελώς, η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίζει να προωθεί
μια από τις πιο εκφυλισμένες εκδοχές του νεοφιλελευθερισμού: αρπαγή και
λεηλασία του κοινωνικού πλούτου, αεριτζίδικες μπίζνες με τον τουρισμό
και την πράσινη ανάπτυξη, κερδοσκοπία στα ακίνητα. Το πλιάτσικο πάνω στα
κονδύλια των ευρωπαϊκών ενισχύσεων και η αρπαγή του δημόσιου πλούτου
μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, η συσσώρευση των χρεών παρά τα κέρδη που
αποφέρουν στα κυρίαρχα και πιο παρασιτικά κομμάτια της αστικής τάξης
οδηγούν σε ένα νέο κραχ την οικονομία, αργά ή γρήγορα.
Ο
καπιταλισμός σαπίζει και για να επιβιώσει πρέπει να επιτίθεται
συνέχεια, όλο και πιο σκληρά στους εργαζόμενους, τα φτωχά λαϊκά στρώματα
και τη νεολαία. Ένας διαρκής ταξικός πόλεμος χωρίς κανένα συμβιβασμό
είναι το πρόγραμμά τους και η κυβέρνηση Μητσοτάκη αυτό υλοποιεί. Την
παγίωση του Νέου Συστήματος Εκμετάλλευσης παράλληλα με το νέο κύμα
φτωχοποίησης και τη συνέχιση της φοροληστείας πάνω στην εργατική τάξη,
τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τη νεολαία. Προσπαθεί να εκμεταλλευθεί τη
δυνατότητα που της δίνει η επανεκλογή της και να νομοθετήσει μέσα στον
πρώτο χρόνο της νέας θητείας της όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος από το
καταστροφικό της πρόγραμμα.
Ήδη
ξεκίνησε με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο του υπουργού Άδωνη Γεωργιάδη
που σε συνέχει του νόμου Χατζηδάκη και των αντεργατικών νόμων όλων των
προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων (ΣΥΡΙΖΑ – ΠΑΣΟΚ κλπ) προσπαθεί να
ξεθεμελιώσει το εργατικό δίκαιο και τη ρύθμιση της αγοράς εργασίας έτσι
όπως είχαν διαμορφωθεί με εργατικούς αγώνες δεκαετιών. Να νομιμοποιήσει
και να θεσμοθετήσει την εργασιακή ζούγκλα που ισχύει σε μεγάλο βαθμό και
σήμερα, αλλά που δεν μπορεί να νομιμοποιηθεί απόλυτα με το υπάρχον
νομικό πλαίσιο. Να ρίξει ακόμα περισσότερο τους μισθούς των εργαζομένων.
Να διαλύσει τη συνοχή της εργατικής τάξης και να επιβάλει την πλήρη
ατομικοποίηση των εργαζομένων και των όρων εργασίας τους.
Όλα
αυτά ντύνονται με ωραία λόγια και συνοδεύονται από μερικές διατάξεις
που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να είναι θετικές, αλλά δεν κρύβουν τον
αντιδραστικό του χαρακτήρα. Σε συνέχεια των μνημονιακών δεσμεύσεων για
την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων και του ορισμού από το κράτος του
κατώτατου μισθού, του νόμου Χατζηδάκη και των εφαρμοστικών διατάξεών
του επιχειρείται σήμερα μία τομή. Το νομοσχέδιο αυτό εντάσσεται σε μια
σειρά νομοθετικών ρυθμίσεων που σταδιακά επιβάλλουν το Νέο Σύστημα
Εκμετάλλευσης και απογυμνώνουν την αγορά εργασίας από κάθε προστατευτικό
πλαίσιο. Και αυτό παρουσιάζεται σαν προσπάθεια να “αντιμετωπιστεί” η
μαύρη εργασία νομιμοποιώντας την! Εφόσον στην πραγματικότητα σήμερα
καταπατούνται τα δικαιώματα των εργαζομένων σε ωράρια, αμοιβές και
ασφάλιση, το νέο νομοσχέδιο έρχεται να νομιμοποιήσει αυτές τις πρακτικές
υποτίθεται για να μην υπάρχουν παρανομίες! Συνειδητά και για αποφύγουν
τις μεγάλες αντιδράσεις των εργαζομένων επιλέγουν τη σταδιακή εφαρμογή
του σχεδίου τους με νέα νομοσχέδια ακόμα και κάθε χρόνο, σε αντίθεση με
παλιότερα που τα εργασιακά θέματα ρυθμίζονταν συνολικά με ένα νόμο. Ο
1264 που ρυθμίζει τους όρους εργασίας ισχύει εδώ και περίπου 40 χρόνια
και σημεία αυτού του νόμου επιβλήθηκαν κάτω από την πίεση του εργατικού
κινήματος και των διεκδικήσεών του.
Βασική
επιδίωξη του νέου νομοσχεδίου είναι η εδραίωση του διευθυντικού
δικαιώματος πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Η θεσμοθέτηση των συμβολαίων
μηδενικών ωρών διαλύει κάθε έννοια σύμβασης και αφήνει τον κάθε
εργαζόμενο μόνο του, έρμαιο στα χέρια του κάθε εργοδότη να τον απασχολεί
όταν και αν θέλει. Τον σκλαβώνει σε ολοήμερη αναμονή της κλήσης για
εργασία. Σε μια τέτοια σχέση, που μοναδική υποχρέωση για τον εργοδότη
είναι η ενημέρωση εντός 24 ωρών για το πρόγραμμα εργασίας, στην ουσία
δεν μένουν μέσα στον εργαζόμενο για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων του.
Επιβάλλεται η ακραία ατομικοποίηση στους εργαζόμενους με το πρόσχημα της
εφαρμογής κοινοτικής οδηγίας για την “πρόβλεψη των όρων εργασίας”. Η
εργασιακή ανασφάλεια νομιμοποιείται και θεσμοθετούνται στην ουσία
σύγχρονα σκλαβοπάζαρα.
Υπάρχει
σαφής και ευθεία επιδίωξη της μη αύξησής των μισθών. Αυτό κρύβεται πίσω
από τις διακηρύξεις περί δικαιώματος στην πρόσθετη εργασία πέραν του
συμβατικού, σήμερα, ωραρίου των 40 ωρών εβδομαδιαίως παρέχοντας το
τυράκι της προσαύξησης 40% του ημερομισθίου της 6ης ημέρας εργασίας.
Μετά από χρόνια παραβιάσεων και καταστρατήγησης των όρων εργασίας που
ορίζονται από το νομικό πλαίσιο του ν. 1264, η κυβέρνηση έρχεται να
νομιμοποιήσει αυτές τις παραβιάσεις και να τους δώσει καθολική ισχύ. Με
το πρόσχημα ότι πολλοί εργαζόμενοι για να ανταπεξέλθουν στη φτώχεια και
τους μισθούς πείνας εργάζονται “μαύρα” και παράνομα πέρα από τις 8 ώρες
ημερησίως, νομιμοποιείται αυτή η κατάσταση ώστε ο εργαζόμενος να
“μπορεί”, λες και είναι ατομική του επιλογή και επιθυμία, να εργάζεται
έως 13 ώρες ημερησίως, σε περισσότερους από έναν εργοδότες. Το
“επιπλέον” αυτό εισόδημα πολύ γρήγορα θα φανεί ότι δεν είναι ούτε
φιλοδώρημα. Στην ουσία, για να καλύψουμε τις ανάγκες μας θα δουλεύουμε
όλη μέρα για τον ίδιο πενιχρό μισθό.
Σε
συνδυασμό με τις υπάρχουσες διατάξεις του νόμου Χατζηδάκη για τις
ατομικές συμβάσεις εργασίας και τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, την
επιμήκυνσή του δηλαδή, οδηγούμαστε σε μία κατάσταση όπου στην κυριολεξία
θα ζούμε για να δουλεύουμε αντί να δουλεύουμε για να ζούμε. Η
θεσμοθέτηση της ψηφιακής κάρτας εργασίας δεν λύνει κανένα από τα
προβλήματα που υπάρχουν ήδη ή τα νέα που δημιουργούνται. Ενώ υπό
προϋποθέσεις και κάτω από διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στο
εργατικό κίνημα και την αστική τάξη θα μπορούσε να είναι ένα εργαλείο
ελέγχου των ωρών εργασίας, σήμερα η εφαρμογή της δεν είναι τίποτα άλλο
από επιβεβαίωση της εξουσίας των αφεντικών πάνω στους εργαζόμενους.
Πρώτα απ΄ όλα κανείς δεν εγγυάται την ορθή καταγραφή των ωρών εργασίας
και ότι δεν θα υπάρχει παραποίηση. Πιο σημαντικό όμως είναι ότι με τη
χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας οι εργοδότες απαλλάσσονται από την
υποχρέωση προαναγγελίας των υπερωριών και μπορούν να ενημερώνουν τους
εργαζόμενους για την υποχρέωση της επιπλέον εργασίας ακόμα και την
τελευταία στιγμή, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα άρνησης, χαρακτηρίζοντας
τις επιπλέον ώρες ως υπερεργασία και όχι υπερωρία που αμείβεται
περισσότερο. Μαζί με τη θεσμοθέτηση της εξαήμερης εργασίας, πάλι χωρίς
την υποχρεωτική συναίνεση των εργαζόμενων, διαμορφώνονται συνθήκες
“γαλέρας” από τις οποίες ο κάθε εργαζόμενος ατομικά είναι αδύνατον να
ξεφύγει.
“Κορωνίδα” όλων
αυτών και απαραίτητο επιστέγασμα οι αντισυνδικαλιστικές διατάξεις που
θεσμοθετούνται. Πέρα από τις διάφορες διατάξεις δευτερεύουσας σημασίας
που υποτίθεται ότι λειτουργούν προς όφελος του εργαζόμενου, το
νομοσχέδιο είναι βαθύτατα αντιδραστικό και αυτό γίνεται σαφές στις
διατάξεις για την “προστασία του δικαιώματος στην εργασία”. Στοχεύει
ευθέως στο χτύπημα του συνδικαλισμού και των αγώνων των εργαζομένων. Η
προστασία της απεργίας και η περιφρούρησή της ποινικοποιούνται με βαριές
ποινές φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών και χρηματικού προστίμου
τουλάχιστον 5000€. Είναι τόσο το μένος τους που νομοθετούν την ποινική
δίωξη ακόμα και για υποτιθέμενη “ψυχολογική βία” εναντίον όσων
“επιθυμούν να εργαστούν”, κάτι το οποίο είναι ασαφές και είναι φανερό
πως μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους μόνο και μόνο για να
τρομοκρατήσει και να παθητικοποιήσει τους εργαζόμενους. Στην ουσία, και
σε συνδυασμό με τις διατάξεις του νόμου Χατζηδάκη, είναι η νομιμοποίηση η
προστασία της απεργοσπασίας και ένα βήμα πριν την νομοθετική απαγόρευση
της απεργίας!
Αντίθετα
από τον θετικό τρόπο που παρουσιάστηκε, το νομοσχέδιο συνολικά είναι μια
ποιοτική αναβάθμιση της επίθεσης προς τους εργαζόμενους, μια προσπάθεια
να χτυπηθεί ο πυρήνας των εργατικών δικαιωμάτων και να κατακερματιστεί η
ενότητα της εργατικής τάξης. Όλα όσα περιγράφει ισχύουν σε ένα βαθμό
και σήμερα, χωρίς να είναι νομιμοποιημένα. Η θεσμοθέτησή τους θα
δημιουργήσει μια κατάσταση ποιοτικά διαφορετική για τους εργαζόμενους
που θα δουλεύουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, ατομικοποιημένα και χωρίς
να μπορούν να διεκδικήσουν συλλογικά. Η απάνθρωπη και υποκριτική λογική
της θεσμοθέτησης της επιπλέον εργασίας και της δουλοποίησης των
εργαζόμενων στο όνομα της υπαρκτής ανάγκης για αύξηση του μισθού δεν
έχει καμιά σχέση με την υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων – το
αντίθετο. Γίνεται προσπάθεια να παρουσιαστεί αυτή η κατάσταση ως
ελεύθερη επιλογή του εργαζόμενου για μεγαλύτερο εισόδημα, ως ατομικό του
δικαίωμα, ενάντια στα συλλογικά κατακτημένα δικαιώματα της εργατικής
τάξης και τη συλλογική προστασία των εργαζομένων. Να παρουσιαστεί ως
λογικός ο παραλογισμός της ατομικής διαπραγμάτευσης με τον εργοδότη, λες
και ο εργαζόμενος ατομικά έχει την ίδια διαπραγματευτική ισχύ με τα
αφεντικά. Να γίνει αποδεκτή η υποταγή στην αδιέξοδη λογική του να
δουλεύει κανείς όλη μέρα για ένα ξεροκόμματο, κι όσο περισσότερο
δουλεύει τόσο λιγότερα να παίρνει.
Σε
αυτές τις συνθήκες το σύνθημα “Να μη ζήσουμε σαν δούλοι” επανέρχεται
πιο επίκαιρο. Με τις δικές μας δυνάμεις και τους αγώνες μας, με την
ενότητα της τάξης μας ενάντια στην επίθεση που δεχόμαστε, με ένα
μεταβατικό πρόγραμμα διεκδικήσεων ενάντια στη σαπίλα του συστήματος.
Οικοδομώντας την πολιτική δύναμη μέσα στους εργαζόμενους που θα παλεύει
για αυτό πρόγραμμα, για να υιοθετηθεί από την πλειοψηφία της εργατικής
τάξης.
°Για λιγότερη
δουλειά – δουλειά για όλους χωρίς μείωση αποδοχών. 35ωρο, πενθήμερο, και
δημόσιες παραγωγικές επενδύσεις για την αντιμετώπιση της ανεργίας,
μισθοί σύμφωνα με τις ανάγκες μας με αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή
για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
°Κατάργηση του Νόμου Χατζηδάκη και όλων των αντεργατικών μνημονιακών νομοσχεδίων
°Ακύρωση
των ιδιωτικοποιήσεων, κρατικοποίηση κάτω από εργατικό έλεγχο των τομέων
κλειδιών της οικονομίας και των επιχειρήσεων που απολύουν.
°Βαριά φορολογία στο κεφάλαιο – να πληρώσουν οι πλούσιοι. Δημόσια δωρεάν υγεία, παιδεία, ασφάλιση.
°Διαγραφή του χρέους, έξω από την ΕΕ και τους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς όπως το ΝΑΤΟ.
°Σταμάτημα των πολεμικών εξοπλισμών – διεθνιστική αλληλεγγύη με το τούρκικο προλεταριάτο.
°Για
μια κυβέρνηση των εργαζομένων, τη μόνη που μπορεί να επιβάλει αυτό το
πρόγραμμα, μέσα σε μια Ευρώπη των εργαζομένων και των αγώνων τους.